τις 2 Σεπτεμβρίου του 1901 γεννιέται ο Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού, εξέχουσα μορφή της αποκαλούμενης Γενιάς του ’30.
«Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα ‘μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Και έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την ομιλία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, 22 Μαρτίου 1973.
Ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής, γεννήθηκε στη Μπραΐλα της Ρουμανίας στις 2 Σεπτεμβρίου του 1901 και το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935. Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του ’30, ενώ υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Υψικάμινος» αποτελεί το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Η συλλογή με 63 πεζόμορφα ποιήματα εξαντλήθηκε γρήγορα «όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα», όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής.
«Το βιβλίο αυτό [Υψικάμινος] αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωση και την πρώτη πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξη που έκαμα περί του κινήματος και των επιδιώξεών του την άνοιξη του ίδιου έτους», αναφέρει στο Αμούρ-Αμούρ (1939).
Η ομιλία στη προαναφερθείσα διάλεξη στη Λέσχη Καλλιτεχνών το 1935, εκδόθηκε σε βιβλίο πέρσι με τον τίτλο «Διάλεξη του 1935 για τον σουρρεαλισμό» και με εισαγωγή-επιμέλεια του Γιώργη Γιατρομανωλάκη («’Αγρα»). Ο Εμπειρίκος μιλάει για το τι καινούργιο θα έφερνε ο υπερρεαλισμός στα τότε ποιητικά δρώμενα:
«Η νέα αυτή ποίηση είναι πια στη διάθεση όποιου επιθυμεί να την γράψη, και όποιου επιθυμεί να την κάμη με όλη την κυριολεξία της λέξεως αυτής, φτάνει ο ποιητής να μην περιφρονήση τα απλούστατα μέσα που του προσφέρει ο Σουρρεαλισμός, φτάνει να μην ντραπή την ενδόμυχή του αλήθεια, φτάνει να μην κωφεύση στην σουρρεαλιστική φωνή που πάντοτε αντηχεί εντός μας, στη φωνή που είπε τόσο σωστά ο Μπρετόν πως εξακολουθεί να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και απάνου από τις τρικυμίες».
Τη μαρτυρία του για τη συγκεκριμένη διάλεξη είχε καταθέσει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «[…] ‘Εγινε η διάλεξη μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόιντ ή Μπρετόν. ‘Ελειπαν οι καλοί αγωγοί της θερμότητας, οι νέοι. Παρ’ όλα αυτά ο σπόρος είχε πέσει και σε λίγο, μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχισαν να μετεωρίζονται και να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη γραφή, το hasard objectif, η μέθοδος paranoiaque critique, το merveilleux και τα λοιπά».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το οκτάτομο μυθιστόρημα «Ο Μέγας Ανατολικός», που αποτελεί το εκτενέστερο και τολμηρότερο νεοελληνικό κείμενο, και προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του.