Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε εν μέσω πανδημίας και βαθιάς οικονομικής κρίσης είναι να ενισχυθούν ρατσιστικά αντανακλαστικά.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο πώς διατυπώνονται συσχετίσεις ανάμεσα στην εξέλιξη της πανδημίας και τους μετανάστες και τους προσφυγές. Γιατί όταν αντιμετωπίζουμε μια τέτοιας κλίμακας υγειονομική και κοινωνική κρίση είναι εύκολο να αναζητηθούν «αποδιοπομπαίοι τράγοι». Το είδαμε εν μέρει με την απόδοση της πανδημίας στους τουρίστες, ή τους «ανεύθυνους νέους», υπάρχει κίνδυνος να το δούμε και σε σχέση με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Είναι προφανές ότι η πανδημία δεν προήλθε από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ούτε βέβαια ο κύριος όγκος της διασποράς οφείλεται σε αυτούς.
Τα αυξημένα κρούσματα που καταγράφονται π.χ. στους πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο στις εγκαταστάσεις στον Καρά Τεπέ στη Λέσβο αντικατοπτρίζουν απλώς την πραγματικότητα ενός «κλειστού πληθυσμού» και των συνθηκών διαβίωσης που -όπως και στη Μόρια- δεν επιτρέπουν την τήρηση αποστάσεων, διαμορφώνουν συνθήκες συνωστισμού και διευκολύνουν τη διασπορά.
Αντίστοιχα, εάν στην Αθήνα διαπιστώνεται αυξημένη διασπορά μεταξύ μεταναστών – σημειώνω εδώ ότι οι αναφορές που γίνονται στα μέσα ενημέρωσης είναι ανεκδοτολογικές και όχι αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας –, αυτό έχει να κάνει με το ότι αναλαμβάνουν εργασίες που τους εκθέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο, χρησιμοποιούν μέσα μεταφοράς πολύ περισσότερο και συχνά ζουν σε νοικοκυριά με μεγάλο αριθμό μελών που διευκολύνει τη διασπορά.
Δηλαδή, σε κανένα βαθμό δεν προκύπτει ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αποτελούν παράγοντα αυξημένης διασποράς. Αυτό που προκύπτει είναι ότι οι πρόσφυγες, οι αιτούντες άσυλο, οι μετανάστες διατρέχουν συγκριτικά μεγαλύτερο κίνδυνο να εκτεθούν στον ιό και να νοσήσουν εξαιτίας των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης τους.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό. Στη Γαλλία διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι μεταναστευτικής καταγωγής πλήρωσαν ακριβότερο τίμημα στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε οδυνηρά ότι ο ρατσισμός αποτελούσε ίσως το βασικότερο «υποκείμενο πρόβλημα υγείας» αφού οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι είχαν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας μικρότερης πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (που οδηγούσε σε αρρύθμιστα υποκείμενα νοσήματα) αλλά και μεγαλύτερης πιθανότητας να εργάζονται στην «πρώτη γραμμή» και άρα να μην μπορούν να «μείνουν σπίτι».
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι παραπλανητική και επικίνδυνη η επαναφορά μιας ρητορικής που αντιμετωπίζει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως «υγειονομική βόμβα».
Σε τελική ανάλυση η μάχη κατά της πανδημίας είναι μια μάχη για τη ζωή. Και στη ζωή δεν χωρούν διακρίσεις.