Η είδηση: Νοσοκόμα ενός Νοσοκομείου των Αθηνών αναζητά διαμέρισμα ματαίως, διότι σε όλες τις πολυκατοικίες που απευθύνεται της αρνούνται, φοβούμενοι μην μεταφέρει τον ιό …
Η πανδημία, είναι αλήθεια, πέραν όλων των άλλων, αναδεικνύει κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με τις θεμελιώδεις αξίες, με τις συλλογικές νοοτροπίες, με τους κώδικες συμπεριφοράς της «Κοινωνίας» όπως την όρισε Φ. Ταίνις, σε αντιπαράθεση με την «κοινότητα». Ως κοινωνία ορίζει αυτό το απρόσωπο πλήθος των πόλεων που συγκροτείται με την βιομηχανική επανάσταση και την αστικοποίηση, με την ίδια την νεοτερικότητα. Αντίθετα, ως κοινότητα ορίζει ένο σύνολο μικρής κλίμακας, που χαρακτηρίζεται από προσωπικές σχέσεις και γενικότερα σχέσεις ηθικές, όπως εφράζονται στην ίδια την ηθική της συγγένειας σε όλες τις εκδοχές της. Ηθικές σχέσεις σημαίνει σχέσες που παραπέμπουν στην αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα και εν γένει την προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού.
Αυτοί οι ορισμοί βέβαια δεν είναι παρά ιδεότυποι, εννοιολογικά εργαλεία με τα οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα κοινωνιών και να δούμε πόσο κοντά είναι στον ένα ή στον άλλο τύπο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μιας χώρας σε διαρκή μετάβαση, σε ένα «μετέωρο βήμα», που θα έλεγε και ο αείμνηστος Θ. Αγγελόπουλος, οι δύο τύποι συναρθρώνονται με ποικίλους τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Είδαμε, για παράδειγμα, στην οικονομική κρίση να ενεργοποιούνται στοιχεία του κοινοτικού ήθους, με βάση κυρίως τις δομές της οικογένειας και της συγγένειας και να γίνεται λόγος για την αξιοποίηση της «κοινοτικής μας παράδοσης».
Από την άλλη μεριά, στην κρίση της πανδημίας, ακούσαμε πολλά περί ατομικής ευθύνης, αναρωτώνενοι πού τελειώνει η ατομική και πού αρχίζει η συλλογική και η κοινωνική ευθύνη. Δημιουργείται γενικά μια αίσθηση σύγχυσης γύρω από τα όρια, γεγονός που μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ίδιο τον ατομικισμό, που συνοδεύει την μετάβαση από την «κοινότητα» στην «κοινωνία», από την «παράδοση» στην «νεοτερικότητα».
Οι κάθε είδους συγχύσεις, όπως και αυτή των ταυτοτήτων, επισυμβαίνουν στις μεταβάσεις. Ο κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι που εκπόνησαν μελέτης στην μεταπολεμική Ελλάδα, μαζί με την οικογενειοκρατία, τον νεποτισμό, το πελατειακό σύστημα, το ηθικό περιεχόμενο των σχέσων στις αγροτικές κοινότητες, διαπίστωναν και έναν ιδιότυπο ατομικισμό, στα όρια του εγωισμού. Αυτό το στοιχείο πολύ συχνά και πολλοί από εμάς το αποδίδουν στον χαρακτήρα μας, στο πλαίσιο της γνωστής χαρακτηρολογίας που παραπέμεπι στον γνωστό βιολογισμό «το έχουμε στο αίμα μας, στο DNA” κ.λπ.
Είναι, λοιπόν, εθνικό χαρακτηριστικό μας ο ατομικισμός; Και ο εγωϊσμός είναι έμφυτο χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπινου όντος; Ακόμα και εάν η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι θετική και με βάση τις νεότερες υποθέτω παροιμίες «μακρυά από τον κώλο μου κι ας είναι κι έναν πόντο» ή « δική μου μάνα πέθανε καμία να μην μείνει», δεν πρέπει να σκεφτούμε τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τέτοιου είδους κώδικες και συμπεριφορές; Δεν πρέπει να στοχαστούμε πάνω στο ζήτημα ποιο προηγείται, το «εγώ» ή το «εμείς»; Και η Πολιτεία, η Παιδεία, οι διάφοροι δημόσιοι και μη φορείς δεν πρέπει να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά, να δούμε , τέλος πάντων, όχι «ποιος» αλλά «τι πταίει»; Μπορούμε να μιλάμε διαρκώς για ατομική ευθύνη γενικά αναπαράγοντας άθελά μας, θέλω να πισετέυω, τον ατομικισμό;