Οι τραγωδίες δεν γνωρίζουν από γιορτές και σκόλες, έρχονται και δίνουν μια στα ξαφνικά, έτσι που φέρνουν τα πάνω-κάτω, ολάκερου του κόσμου. Και όταν γίνονται πάνω στη στεριά, όλοι στέκονται στην αρχή σκεπτικοί. Δεν θέλει πολύ, στα γρήγορα χωνεύουν την ιστορία. Μεταμορφώνονται συνήθως σε λαλίστατους κατήγορους ή πιο σπάνια, σε συγκινημένους συνηγόρους. Κι έπειτα, πόσο εύκολα ξετρυπώνουμε κάτι από εκείνα τα ανήλιαγα, τα αχνιστά μας προσωπικά αρχεία.
Μα όταν είναι η θάλασσα που κάνει το κουμάντο, τότε όλοι εμείς, οι ξενέρωτοι στεριανοί, που ψάχνουμε πέτρες, για να ξαποστάσουμε και να τις κυλήσουμε, να στήσουμε τσαντίρια, για να χωρέσουμε όλα τα καλιμέντα μας, τότε σταυροκοπιόμαστε και κλείνουμε βιαστικά τις λέξεις αντάμα με αόριστες προτάσεις. Ψελλίζουμε τότε κάτι για τη μοίρα και το σφραγισμένο γράμμα του ριζικού, που μας συνοδεύει με τη γέννηση.
Τέτοιες μέρες, που κυριαρχούν τραγικές ειδήσεις και εικόνες από ναυάγια με αγριεμένες θάλασσες, γεμάτες από κύματα θεριά, υπάρχουν κάποιες παλιές ιστορίες, που στέκονται στα σκοτεινά. Αυτές λοιπόν υπενθυμίζουν πως με τη φύση δεν τα έβαλε ποτέ κανένας.
Οι ναυτικοί που τις γνωρίζουν συνήθως στέκουν παράμερα αμίλητοι, κοιτούν τα χνωτισμένα, από φόβο, τζάμια των κλειστών παραθύρων και κρυφογελούν, δεν χωρούν υποθέσεις και θεωρίες μέσα στις τρικυμισμένες θάλασσες.
Μια τέτοια ιστορία συνοδεύει την τραγική Ρότα του φορτηγού πλοίου “Captain George“, του liberty που δόθηκε προίκα στον Χιώτη καπετάνιο, τον Γιώργο, που το κυβερνούσε, όμως δεν ήταν το τυχερό του.
Το βαπόρι χάθηκε στις 15/11/1962 στο πιο παράξενο τρίγωνο, αυτό των Βερμούδων. Έμειναν επτά ναυτικοί να το θυμίζουν, μεταξύ τους και ο Κασιώτης Αντώνης Αράπης. Θαύμα, τύχη ή πιο απλά «όποιου του μέλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει»;
Ο γιος του ναυτικού που σώθηκε, είναι ο γιατρός Γιάννης Αράπης, ίδιες απορίες έχει κι εκείνος με όλους εμάς, τους στεριανούς, μα όταν μιλά για αυτή την ιστορία, τα μάτια του γεμίζουν από ένα περίεργο άλικο χρώμα, μοιάζουν με της θάλασσας, έτσι γίνεται κι εκείνη, όταν θέλει να παίξει λίγο με την αδύναμη ισορροπία μας.
Η ιστορία του πλοίου “Captain George” ξεκινά με τα 100 liberty που δόθηκαν στους Έλληνες εφοπλιστές αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο άνθρωπος που είχε την ιδέα και κατάφερε να πείσει Έλληνες και Αμερικάνους, για την προνομιακή αγορά των φορτηγών, ήταν ο «πρύτανης της Ελληνικής ναυτιλίας», ο Κασιώτης Μανώλης Κουλουκουντής. Στα δικά του χέρια πέρασαν 11 τέτοια βαπόρια.
Ένα από αυτά μετονομάστηκε σε «Μαρία Κουλουκουντή». Το φορτηγό 7.188 τόνων, αρκετά χρόνια μετά πέρασε στα χέρια της εταιρίας «Βαλόρια», αν και είχε Λιβεριανή σημαία, ήταν στο Ελληνικό νηολόγιο, ακόμη και οι ναυτικοί του ήταν Έλληνες, όλοι εκτός από τον ασυρματιστή, τον Εγγλέζο Μάρτιν Γουώλτερ Φίσερ.
Στο τελευταίο μπάρκο το πλοίο ήταν γεμάτο, κουβαλούσε πολλά διαφορετικά εμπορεύματα.
Στα αμπάρια υπήρχε θείο, νιτρικός άνθρακας (λίπασμα), αλλά και ρύζι. Όμως το επικίνδυνο εμπόρευμα ήταν δεμένο στο μπροστινό αμπάρι, γνωστό με τον αριθμό 5. Εκεί υπήρχαν 400 τόνοι δυναμίτιδας!
Όλα ήταν προορισμένα για την Τρίπολη της Λιβύης, αφού σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είχαν προγραμματισμένη χρήση, το άνοιγμα μιας πετρελαιοπηγής μέσα στην έρημο.
Το “Captain George” αναχώρησε στις 14 Νοέμβρη 1962 από το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης. Το 25μελές πλήρωμα θα διέσχιζε τον ατλαντικό ωκεανό, έπειτα θα περνούσε το Γιβραλτάρ και θα έμπαινε, να ξεφορτώσει και να ξαποστάσει, στο λιμάνι της πρωτεύουσας της Λιβύης.
Όμως η μοίρα είχε ήδη κανονίσει το τελευταίο πρόγραμμα.
Αμέσως μόλις ανοίχτηκαν από το ακρωτήριο Χένρι βρέθηκαν στο μάτι μιας άγριας θαλασσοταραχής. Κύματα που ξεπερνούσαν σε ύψος τα 60 πόδια, ενώ η ταχύτητα του ανέμου άγγιζε τα 50 ναυτικά μίλια! Ωστόσο οι Έλληνες ναυτικοί μαθημένοι από τέτοια τερτίπια του Ποσειδώνα, κατέβαιναν υπομονετικά το τρίγωνο των Βερμούδων.
Τα ξημερώματα (04:30) της Πέμπτης 15 Νοέμβρη 1962, ο Εγγλέζος ασυρματιστής έστειλε το πρώτο σήμα και καλούσε σε βοήθεια:
«Φωτιά και πυκνοί καπνοί έχουν τυλίξει το πλοίο. Σώστε τις ψυχές μας».
Ακολούθησαν μια σειρά από δραματικά σήματα, από τη μια τα σωθικά του πλοίου ξέρναγαν φωτιά, ενώ ο καιρός δεν έλεγε να καλμάρει. Για 20 ώρες οι Έλληνες ναυτικοί έδωσαν τη μάχη με τα στοιχεία της φύσης. Ούτε οι φλόγες, ούτε το νερό δεν ήθελαν να χαμηλώσουν.
Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, αν η φωτιά έφτανε στο πρωραίο αμπάρι και έγλυφε τον δυναμίτη, τότε η έκρηξη ήταν αναπόφευκτη.
Ο καπετάνιος κάτω από τέτοια πίεση, πήρε μια πολύ γενναία απόφαση, θα έριχνε μια μικρή βάρκα με τους 4 πιο μεγάλους σε ηλικία, καθώς και έναν από δύο αδελφούς. Κανένας αξιωματικός δεν ανέβηκε, και οι 20 ναυτικοί έμειναν μέσα στη φωτιά, μήπως πετύχουν το ακατόρθωτο, να σώσουν το πλοίο.
Αν και η βάρκα κατέβηκε από την πιο δύσκολη, αριστερή πλευρά, και είχε όλη τη κακοκαιρία πάνω της, κατάφερε να προσεγγίσει το φορτηγό Βιρτζίνια. Εκεί αναποδογύρισε αλλά οι 5 Έλληνες ναυτικοί ήταν τυχεροί και σώθηκαν. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο πατέρας του Κασιώτη γιατρού Γιάννη Αράπη.
Δραματικά σήματα συνέχισαν να φεύγουν από τον ασύρματο του πλοίου, περιέγραφαν με ζοφερά χρώματα την κατάσταση, όμως καταλήγαν: «το ηθικό του πληρώματος παραμένει ακμαιότατο!»
Στις επόμενες ώρες η φωτιά έμοιαζε με γίγαντα, είχε πια τυλίξει το πλοίο, ενώ εκείνο ακυβέρνητο βουτούσε μέσα στη μανιασμένη θάλασσα.
Σε μια τελευταία προσπάθεια σωτηρίας, οι ναυτικοί είχαν πετάξει στη θάλασσα το εμπόρευμα των εκρηκτικών από το πρυμναίο αμπάρι, όμως είχε χαθεί η επαφή με τα πρωραία, που έμοιαζαν πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί.
Ο καπετάνιος πήρε την μοιραία απόφαση, το “Captain George” ήταν πια παρελθόν. Κατέβασε τη μεγάλη βάρκα διάσωσης από τα δεξιά, και οι 20 ναυτικοί μπήκαν μέσα. Δυο φορτηγά, ένα διασωστικό (Μεντότα) και ένα αμερικανικό υποβρύχιο (Τόρσκ) ήταν κοντά, τους περίμεναν. Και εκεί έρχεται η υπόθεση της μοίρας και του πεπρωμένου!
Η μεγάλη βάρκα δεν άντεξε, αναποδογύρισε και οι ναυτικοί χάθηκαν μέσα στα κύματα. Τέτοιες έρευνες μοιάζουν με αναζήτηση ψύλλων μέσα στα άχυρα, ειδικά τη νύχτα, χάνεται ακόμη και εκείνη η ατέλειωτη ελπίδα της ψυχής, παρόλα αυτά 2 από τους 20 ναυτικούς κατάφεραν να βρεθούν.
Στον τελικό τραγικό απολογισμό, από τους 25 ναυτικούς του “Captain George” επέστρεψαν ζωντανοί μονάχα οι 7, ενώ οι 18 πνίγηκαν στα νερά του Ατλαντικού.Όσο για το μοιραίο liberty, εκεί κάτω είναι ακόμα.
Οι πιο τρανοί έρωτες, όπως και τα πιο μεγάλα ποιήματα κρύβουν στην άκρη τους μια αλμυρή, άλικη μυρωδιά, που σίγουρα είναι η θάλασσα. Όμως όταν εκείνη σκοτεινιάζει και αγριεύει, δεν καταλαβαίνει από ανθρώπινες ζαλάδες, ούτε λογαριάζει αδυναμίες, μπορεί να κάνει μια χαψιά ότι πατά και ταξιδεύει πάνω στο κορμάκι της.
Πηγή: Huffingtonpost.gr