Την προηγούμενη εβδομάδα, είχα τη χαρά να δώσω την ετήσια διάλεξη στη μνήμη του Ιωάννου Γεννάδιου στον Σύλλογο Φίλων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης.
Ο Γεννάδιος ήταν ο απεσταλμένος της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο για σαράντα και πλέον χρόνια (1875-1918), ακούραστος συνήγορος των ελληνικών συμφερόντων, φίλος της Βρετανίας, διανοούμενος, άνθρωπος των γραμμάτων, βιβλιόφιλος. Κληροδότησε άνω των 25,000 βιβλίων, ώστε να διαμορφωθεί η καρδιά ενός από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα της Ελλάδας: της Γενναδείου Βιβλιοθήκης στην οδό Σουηδίας.
Στη διάλεξή μου, μίλησα για τον ρόλο του Γεννάδιου σε σχέση με την ίδρυση και τη χρηματοδότηση της Έδρας Κοραή για τη Νεοελληνική και Βυζαντινή Ιστορία, Γλώσσα και Λογοτεχνία στο King’s College London.
Η σταδιοδρομία του Γεννάδιου στο Λονδίνο συνέπεσε με μια εποχή κατά την οποία οι ελπίδες της Ελλάδας ως έθνους που επεκτεινόταν, στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην αυτοκρατορική πολιτική και την καλή θέληση της Βρετανίας. Είχε λάβει εκπαίδευση σε προτεσταντική σχολή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Μάλτα, είχε εξαίρετη γνώση της αγγλικής γλώσσας και της βρετανικής ιστορίας, και το αλάνθαστο ένστικτο για την αξία της ευθυγράμμισης των ελληνικών και των βρετανικών συμφερόντων. Σ’αυτόν άλλωστε ανήκει η (ίσως υπερβολική) φράση «έν βλέμμα επί του χάρτου και επί την ιστορίαν αρκεί να πείση πάντας, ότι η Αγγλία είναι η μόνη φυσική σύμμαχος του Ελληνισμού».
Στα χρόνια μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Γεννάδιος συνδέθηκε στενά με προσπάθειες να ευθυγραμμιστούν τα φιλελεύθερα συμφέροντα στην Ελλάδα με την φιλελεύθερη πολιτική στην Αγγλία. Η Διάσκεψη του Λονδίνου το 1912-13 αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο έναυσμα που έστρεψε τη βρετανική κοινή γνώμη υπέρ της Ελλάδας. Το 1913, ιδρύθηκε ο Αγγλο-Ελληνικός Σύνδεσμος, προκειμένου να «υπερασπίσει τα δίκαια αιτήματα και την τιμή της Ελλάδος», «να διαλύσει τις παρεξηγήσεις μεταξύ του ελληνικού και του βρετανικού έθνους» και «να βελτιώσει τις κοινωνικές, εκπαιδευτικές, εμπορικές και πολιτικές σχέσεις Βρετανίας και Ελλάδος.»
Και το 1913, προτάθηκε για πρώτη φορά η ιδέα για την ίδρυση μιας Έδρας Νέας Ελληνικής Γραμματείας σε αγγλικό πανεπιστήμιο, με σκοπό να «προωθήσει τον Ελληνικό αγώνα». Τότε δεν υπήρχε ούτε ένα πανεπιστήμιο στη Μεγάλη Βρετανία με ζώσα παράδοση στη μελέτη των νέων ελληνικών. Η ιδέα υιοθετήθηκε γρήγορα από τον Ronald Burrows, πρύτανη στο King’s College στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Με την καθοδήγησή του, το King’s προσπαθούσε να ενθαρρύνει τον ακαδημαϊκό διάλογο και τις σπουδές προς όφελος φιλελεύθερων ιδανικών.
Για να κάνει την ελληνική ιδέα πραγματικότητα, ο Burrows έκανε δυο κινήσεις. Πρώτον, επεδίωξε να έχει την αιγίδα και την στήριξη του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Δεύτερον, επεδίωξε να συστρατεύσει τις εύπορες αγγλο-ελληνικές κοινότητες της Βρετανίας.
Ο Ιωάννης Γεννάδιος έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο και στις δυο κινήσεις αυτές. Ως Πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο, ο Γεννάδιος έγινε ο επίσημος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ της κυβέρνησης του Βενιζέλου και του Πρύτανη του King’s College.
Οι επαφές με τον Βενιζέλο καρποφόρησαν, και ο Γεννάδιος έγραψε στον Burrows στις 2 Οκτωβρίου 1915 για να τον ενημερώσει ότι έθετε στην διάθεσή του ετήσια επιχορήγηση 300 στερλινών για επτά χρόνια για την ίδρυση της Έδρας Νεοελληνικής Γραμματείας και Ιστορίας. Όμως, μεσολάβησε τότε ο Εθνικός Διχασμός. Δυο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1917, ο Γεννάδιος ενημέρωσε επισήμως τις πανεπιστημιακές αρχές ότι ο Νόμος του Ελληνικού Κοινοβουλίου, βάσει του οποίου είχε προταθεί το 1915 η επιχορήγηση, είχε λάβει τελικά την βασιλική έγκριση. Η ελληνική πολιτεία θα προσέφερε £300 ετησίως για επτά χρόνια ως χρηματοδότηση μέρους των εξόδων της Έδρας.
Ανεξάρτητα από αυτή την εξέλιξη, ο Πρύτανης Burrows, χρησιμοποιώντας την στήριξη του Βενιζέλου ως μοχλό πίεσης, στράφηκε στην κοινότητα των βενιζελικών στη Βρετανία, ζητώντας τη βοήθειά τους ώστε να εξασφαλιστούν μόνιμα κεφάλαια για την Έδρα. Υπήρχε αρχικά η ελπίδα ότι η εύπορη κληρονόμος Έλενα Σκυλίτζη θα αναλάμβανε να καλύψει όλο το ποσό. Τελικά, συγκεντρώθηκαν χρήματα από τέσσερις ελληνικές κοινότητες, αυτές του Λονδίνου, του Λίβερπουλ, του Μάντσεστερ και της Μασσαλίας. Η Επιτροπή συγκέντρωσε λίγο περισσότερες από £16,000 (περίπου £4 εκατομ. σήμερα).
Μαζί με την ετήσια επιχορήγηση από την ελληνική κυβέρνηση, άνοιγε ο δρόμος για την ίδρυση της Έδρας και μιας θέσης λέκτορα. H Έδρα θα γινόταν γνωστή ως Έδρα Κοραή για τη Νεοελληνική και Βυζαντινή Ιστορία, Γλώσσα και Γραμματεία. Το όνομα του Κοραή είχε να κάνει με το γεγονός ότι πολλοί από τους δωρητές είχαν καταγωγή από τη Χίο.
Η επιλογή του κατόχου της Έδρας επρόκειτο να γίνει από μια Επιτροπή Συμβούλων, και ο Γεννάδιος διορίστηκε ως ένα από τα τρία εξωτερικά της μέλη. Στην πραγματικότητα ο Γεννάδιος υπήρξε δύσκολο μέλος της Επιτροπής. Ήταν, βεβαίως, φανατικός υπέρ της καθαρεύουσας, και έθεσε το θέμα της γλώσσας στην καρδιά των τρομακτικών συνεντεύξεων των υποψηφίων. Τελικά, η Επιτροπή επέλεξε τον ιστορικό Arnold Toynbee που ανέλαβε την Έδρα τον Απρίλιο του 1919. Παρά την πρόωρη παραίτησή του μετά την αντιπαράθεση του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος,η Έδρα άνθισε. Έκτοτε την έχουν αναλάβει πέντε ακαδημαϊκοί. Ο σημερινός κάτοχός της είναι ο νεοελληνιστής Roderick Beaton, που έχει εκδώσει πολλά βιβλία και άρθρα σε ελληνικά και αγγλικά.
Στο King’s College, η Έδρα Κοραή έχει γίνει ο πυρήνας του πολύ δραστήριου Κέντρου Ελληνικών Σπουδών. Παρόλη την ενέργεια της σχολής, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά προβλήματα. Το αρχικό κληροδότημα της Έδρας Κοραή, πριν από 100 χρόνια, αρκούσε για να καλύψει τη θέση ενός καθηγητή. Όμως η πραγματική του αξία έχει μειωθεί δραστικά. Σήμερα είναι λίγο περισσότερο από £100,000, ενώ το ποσό που απαιτείται για την χρηματοδότηση μιας έδρας στο Λονδίνο είναι πλέον £3,5 εκατομ. Το εισόδημα από τα δίδακτρα δεν επαρκεί για να καλυφθεί το ετήσιο έλλειμμα.
Εκατό χρόνια μετά από την ίδρυση της Έδρας, είναι ανάγκη να ενισχύσουμε το κληροδότημα. Διοργανώνεται μια εκστρατεία συγκέντρωσης πόρων αλλά αναζητούμε δωρητές σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη.
Κατά την άποψή μου, τα επιχειρήματα υπέρ της ενίσχυσης του κληροδοτήματος της Έδρας Κοραή και υπέρ της άνθισης των νεοελληνικών σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο παραμένουν ακαταμάχητα. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι διμερείς οικονομικοί, πολιτισμικοί και πολιτικοί δεσμοί μας είναι πιο ισχυροί από ποτέ. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε τη δύναμη των ακαδημαϊκών και των πνευματικών μας δεσμών να υπολείπεται της δύναμης των καθημερινών μας συναλλαγών.
Ο ακαδημαϊκός μας κλάδος μπορεί να είναι μικρός στην Αγγλία, και μπορεί να παίζει έναν μικρό ρόλο μόνο στην ηθική στήριξη της Ελλάδας, αλλά είναι μια αδιάψευστη απόδειξη ότι η Ελλάδα του σήμερα, οι σημερινοί Έλληνες έχουν σημασία για μας, όπως έχουν σημασία κι οι χιλιετίες διαρκούς ύπαρξης και παρουσίας της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού, πνευματικού και υλικού, της ελληνικής φιλοσοφίας, της ελληνικής ιστορίας.
Η εκστρατεία αυτή θα έχει την αμέριστη στήριξή μου.
Τζων Κίττμερ
4 Φεβρουαρίου 2016