Ενα, δύο, τρία, πάμε! «Χίλια τάλιρα απόψε για χατίρι σου χαλάω / αλλά μη μου πεις μονάχα στους γιεγιέδες να σε πάω / Δεν μπορώ εγώ κυρά μου επειδή εσύ το θες / να περνάω και να λένε ο Βαγγέλης ο γιεγιές / Αν με δει κανένα μάτι μέσ’ στα κλαμπ που θα τα πίνω / θα το μάθουνε οι φίλοι και ρεντίκουλο θα γίνω».

Πάμε πίσω στη δεκαετία του 1960. Πριν από τη χούντα ακόμη. Τότε έγραψε και τραγούδησε ο Βαγγέλης Περπινιάδης τον «Βαγγέλη τον Γιεγιέ». Ως αντίσταση της πενιάς και του ντιριντάχτα στην επέλαση των γιεγιέδων που απειλούσαν την ηθική ισορροπία της κοινωνίας. Οι γιεγιέδες ήταν, ας πούμε, οι επίγονοι των τεντιμπόιδων, αυτοί που τους έλεγαν mods στα χρόνια του Swinging London. Οι νέοι με τα μοντέρνα ρούχα και τα κουρέματα, οι «πρέσβεις» και οι «πρέσβειρες» της αισθητικής της Carnaby street και της ενδυματολογικής επανάστασης της Μαίρη Κουάντ.  Για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, όμως, το Mods έπεφτε κομμάτι βαρύ και δυσνόητο. Γι’ αυτό στα καθ’ ημάς επικράτησε ο ορός γιεγιές. Από το αγγλικό yes. Και από την επανάληψή του στο She loves you των Μπιτλς αλλά και στα ελληνικά πλην επηρεασμένα από την ποπ μουσική και με αγγλικό στίχο τραγούδια.

Ή τους γιεγιέδες θα ‘χεις ή εμένα

Ο πολιορκητικός κριός των γιεγιέδων, ο Δούρειος Ιππος με τον οποίον θα άλωναν τη χριστεπώνυμη κοινωνία, ήταν, υποτίθεται, η μουσική. Τα «γκλαμπατσίμπαλα», τα ξενικά τραγούδια, τα εγγλέζικα. Που θα έβαζαν στην άκρη το τίμιο λαϊκό μπουζούκι το οποίον, σημειωτέον, λίγα μόλις χρόνια πριν είχε «καθαρίσει» από τις αναθυμιάσεις των καταγώγιων και είχε γίνει αποδεκτό από την αστική κοινωνία εκείνης της εποχής.

Στη διαμάχη μεταξύ θεματοφυλάκων της λαϊκής μουσικής παράδοσης και των γιεγιέδων έχει βασιστεί άλλωστε ένα μεγάλο μέρος της ηθογραφίας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, κυρίως αρκετά από τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη. Πενήντα τρία χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας «Οι θαλασσιές οι χάντρες», η ατάκα του «μπουζουξή» Γιάννη Βογιατζή στον «συνάδελφό» του Φαίδωνα Γεωργίτση «Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να κόψεις» ώστε να τον προστατέψει από το Crazy Girl και τις κόκκινες λουστρινένιες μπότες της Jenny Blond – Ζωής Λάσκαρη, χρησιμοποιείται ακόμη.

Ο Φώτης Τσίπουρας – Γεωργίτσης δεν είχε το σθένος να το ξεκόψει στο αντικείμενο του πόθου του όπως ο Δημήτρης Ευσταθίου στο τραγούδι των Βασιλειάδη – Βίρβου: «Με τους γιεγιέδες άρχισες παρέα / και δεν θα καθαρίσουμε ωραία / εγώ δεν θέλω μούσια και γενειάδες / και διώχ’ τους πριν με βάλεις σε μπελάδες / Πας φιρί φιρί να βρω αγάπη άλλη / όλο με γελάς με τους γιεγιέδες πας / βάδιζε λοιπόν με τα νερά μου πάλι / να σ’ αγαπώ, να μ’ αγαπάς / Επρόδωσες το φίνο μπουζουκάκι / και τ’ όμορφο παλιό μας κουτουκάκι / απόψε σε όλα αυτά θα βάλω τέρμα / ή τους γιεγιέδες θα ‘χεις ή εμένα».

Βack to the future

Και με ένα άλμα στον χρόνο, φτάνουμε στο τώρα. Και στον ΣΥΡΙΖΑ που ζητά το 40% των τραγουδιών που θα ακούγονται από τα (ιδιωτικά) ραδιόφωνα να είναι ελληνικά. Ολο αυτό θα μπορούσε να είναι μια συμπαραγωγή του Φώτη Τσίπουρα (προ Jenny Blond), του Περπινιάδη, του Βίρβου και μιας επιθεωρησιακής εκδοχής της χούντας όταν είχε απαγορέψει τη συναυλία των Rolling Stones. Εμένα όμως ο νους μου πάει στον Ζντάνοφ. Τον υπεύθυνο πολιτιστικής πολιτικής του Στάλιν που είχε κατηγορήσει τον Προκόφιεφ, τον Σοστακόβιτς, τον Χατσατουριάν, για μοντερνισμό, ελιτισμό, «επιρροή από δυτικά, παρακμιακά πρότυπα και απώλεια επαφής με το λαϊκό γούστο».

Γράψτε το σχόλιό σας

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο