Τη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε internet και internet café. Οι υπολογιστές ήταν πανάκριβοι, όπως και οι κονσόλες παιχνιδιών. Τα μοναδικά μέρη, που μπορούσαν οι έφηβοι να διασκεδάσουν με παιχνίδια «προηγμένης τεχνολογίας», ήταν τα αποκαλούμενα «ουφάδικα», ή «ηλεκτρονικά». Μικρά μαγαζιά, γεμάτα με τεράστια κουτιά, στα οποία έριχνες τάλιρο ή δεκάρικο και έπαιζες Pacman, Space Invaders, Bubble Bobble, Tertris, Puzzle Bubble, Arkanoid, Phoenix, 1942, Nibbler (φιδάκι), κ.ά.
Επισήμως, βάσει του νόμου, για να μπεις σε αυτά τα μαγαζιά, έπρεπε να ήσουν άνω των 17. Πρακτικά, απλά έπρεπε να έχεις coins. Τα ουφάδικα ήταν μονίμως γεμάτα με μαθητές γυμνασίων και λυκείων.
Φυσικά, πριν κάνει η αστυνομία ντου, υπήρχε κάποιος που ειδοποιούσε και ο καταστηματάρχης φώναζε: «όσοι είστε κάτω από 17, έξω τώρα. Τώρα είπα…».
Η ορολογία του ουφάδικου
Ο «θείος ή Θεός»: Παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και όλοι έτρεμαν στην απειλή του «θα στο κλείσω», ή «θα το βγάλω από την πρίζα». Χαμογελούσε σπάνια, δεν κερνούσε ποτέ και πρόσεχε τα μηχανήματα σαν τα παιδιά του. Απαιτούσε ησυχία και καλή διαγωγή. Ενίοτε, για παραδειγματισμό, πετούσε έξω από το μαγαζί τους φασαριόζους. Αρχικά, «έστηναν» σε κρυφούς χώρους του μαγαζιού παράνομες παρτίδες χαρτιού, και αργότερα εξελίχθηκαν βάζοντας φρουτάκια.
«Φίλε το’ φαγε», ή «βοηθός»: Ο «σωτήρας» των παικτών, που έριχναν κέρμα στο μηχάνημα, αλλά το παιχνίδι δεν ξεκινούσε. «Φίλε το’ φαγε» φώναζες και μετά από επιτόπιο έλεγχο, σου έδινε πίσω το κέρμα. Ήταν συνήθως αυτοί που έδινες χαρτονομίσματα, για να στα κάνουν ψιλά και το «έπαιζαν φίρμες», λόγω θέσης. Ταυτόχρονα, έφτιαχναν καφέδες, «πασπάτευαν» τα μηχανήματα όταν χαλούσαν, έκαναν παρατηρήσεις σχεδόν σε όλους, μάζευαν τα κέρματα από τους κάδους των ηλεκτρονικών, σκούπιζαν, ή έκαναν ακόμη και τους dj, βάζοντας τη μια κασέτα πίσω από την άλλη στα κασετόφωνα.
«Ο θαμώνας»: Γύρω στα 25, που δούλευε σε συνεργείο και σε αντίθεση με τους ανήλικους, είχε λεφτά για να ταΐσει αφειδώς τα μηχανήματα. Έμπαινε στο μαγαζί, έδινε συνήθως πεντακοσάρικο για ψιλά και έκανε πολύωρο «tour» απ’ όλα τα μηχανήματα. Συνήθως άρχιζε με φραπεδάκι και συνέχιζε με ποτό. Σε κάθε μηχάνημα κουβαλούσε μαζί και το γεμάτο τασάκι του και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να του δώσει οδηγίες για το πώς να παίξει.
Ο «ξερόλας»: Θεωρητικά, ήξερε τα πάντα για όλα τα παιχνίδια. Καθόταν πάνω από τα κεφάλια των άλλων και τους μιλούσε συνέχεια. Τι έπρεπε να κάνουν για να περάσουν πίστα, πώς να πάρουν «κανονάκι», ποιοι ήταν αυτοί που είχαν κάνει high scores, ή ακόμη και πώς να πειράξουν το μηχάνημα, για να παίξουν τσάμπα. Έπαιζε σπάνια και κυρίως όταν τα μαγαζιά ήταν άδεια, για να μη χαλάσει το «μύθο» που έχτιζε για τον εαυτό του. Κλασική περίπτωση άφραγκου.
Ο «διεκπεραιωτής»: Καλός παίκτης ηλεκτρονικών, που συνήθως διάλεγε να παίξει ένα παιχνίδι, επειδή δεν είχε λεφτά. Όταν τελείωνε, τότε πήγαινε δίπλα σε πιτσιρικάδες και παρακολουθούσε. «Σήκω ρε συ, να σου περάσω την πίστα», έλεγε με στόμφο και κάνοντας τον «δάσκαλο», έπαιζε λίγο ακόμη.
Ο «τζαμπατζής»: Γυρνούσε από μηχάνημα σε μηχάνημα, προσπαθώντας να βρει credit, δηλαδή το «δώρο» που έδινε το μηχάνημα, σε παίκτη που είχε νικήσει, αλλά για κάποιο λόγο το παρατούσε και έφευγε. Επίσης, προκαλούσε σε μονομαχία κάποιον άσχετο, με σκοπό να τον νικάει συνέχεια και ο άλλος να «ταΐζει» το μηχάνημα.
Ο «bomber» ή «χρυσοδάκτυλος»: Κάποια παιχνίδια είχαν πολλά κουμπιά. Το ένα ήταν η ασπίδα, το άλλο το κανόνι, και κάποια για αλλαγή κατεύθυνσης (αν δεν είχε μοχλό). Έτσι, πολλοί έχαναν όταν δυσκόλευαν οι πίστες, επειδή δεν μπορούσαν να έχουν τα δάχτυλά τους παντού. Τότε εμφανιζόταν ο «bomber», δηλαδή το άτομο που δεν είχε λεφτά να παίξει και σου ‘λεγε, «φίλε να κάτσω να σου βαράω;». Έτσι και εσύ πέρναγες την πίστα και έπαιζε και ο «χρυσοδάκτυλος».
Ο «ροχάλας»: Ο παίκτης αυτός δεν έλειψε από κανένα ουφάδικο. Ανταγωνιστικός πέρα για πέρα, ανέβαζε παλμούς σε κάθε πίστα που περνούσε και όταν έχανε, οι γύρω του κινδύνευαν. «Φτου σου ρε γαμ…», φώναζε και εξαπέλυε μικρές ή μεγάλες ρουκέτες σάλιου στην οθόνη του μηχανήματος.
Ο «ψαράς»: Ο «απατεώνας» των ηλεκτρονικών, αφού κατάφερνε συνεχώς να παίζει μαζί με τους φίλους του τσάμπα. Κουβαλούσε μαζί του ένα κέρμα, στο οποίο είχε ανοίξει μια τρύπα και είχε περάσει μέσα από τη θηλιά, πετονιά. Καθόταν σε ένα μηχάνημα και καλυπτόταν τριγύρω από τους φίλους του. Έριχνε το κέρμα μέσα, έπαιζε κανονικά και όταν έχανε, τράβαγε πίσω την πετονιά και ξανάπαιρνε το κέρμα. Αν όμως τον έπαιρνε χαμπάρι ο ιδιοκτήτης τότε…
Ο «τράκας»: «Ρε φίλε, έχεις ένα δεκάρικο να παίξω; Μου τελείωσαν…» ήταν η χαρακτηριστική φράση που έλεγε, όταν τα λεφτά τελείωναν, αλλά όχι και το πάθος για παιχνίδι. Συνήθως κάποιοι έδιναν, είτε για να τον ξεφορτωθούν, είτε γιατί τον λυπόντουσαν, είτε για να αποφύγουν καυγά, αν ήταν μεγαλύτερος.
Ο «ξενέρωτος»: Πήγαινε αναγκαστικά στα ουφάδικα, επειδή εκεί πηγαίναν όλοι. Δεν έπαιζε, δεν τον ενδιέφεραν τα παιχνίδια, δεν είχε λεφτά και δεν είχε γενικά όρεξη για τίποτα, που να είχε σχέση με τον χώρο. Έτσι, μονίμως έλεγε «ρε συ πάμε να φύγουμε, έφαγες όλα τα λεφτά σου», για να του απαντούν «κάτσε ρε, να το τερματίσω και φεύγουμε». Συνήθως την «έβγαζε» έξω από μαγαζί, περιμένοντας του άλλους για καμιά βόλτα.
Τα ουφάδικα ήταν όπως και το Play Station. Προκαλούσαν εθισμό και έδιωχναν τις κοπέλες μακριά. Ευτυχώς, γιατί τα μηχανήματα ήταν λίγα και η αναμονή μεγάλη. Σκέψου να έπαιζαν και αυτές.
πηγή : mixanitouxronou.gr