Ο Ουίλιαν Κάστρο και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να μείνουν στην οροφή εργοστασίου όπου συσκευάζονται μπανάνες για τρεις ημέρες τον περασμένο μήνα, καθώς ο κυκλώνας Ήτα μαινόταν, για να σωθούν από τις καταρρακτώδεις βροχές και τις πλημμύρες που είχαν αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς το σπίτι τους, όπως πολλές χιλιάδες άλλα.
Η πόλη όπου ζει η οικογένεια, η Σαν Πέδρο Σούλα, στη βόρεια Ονδούρα, ήταν ανάμεσα σε αυτές που υπέστησαν τα σκληρότερα χτυπήματα από τους κυκλώνες Ήτα και Γιώτα, οι οποίοι μέσα σε δύο εβδομάδες βάθυναν ακόμη περισσότερο την οικονομική δυσπραγία, εξαιτίας ιδίως του αντίκτυπου της πανδημίας του νέου κορονοϊού, στην Κεντρική Αμερική.
Ο 34χρονος Κάστρο, που λειτουργούσε κουρείο στο σπίτι του, είδε το σπίτι και το βιός του να χάνονται. Τώρα, σκέφτεται να μιμηθεί χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, που βλέπουν τη μετανάστευση ως τον μόνο δρόμο για να βγουν από την ανέχεια.
«Είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή», είπε, τονίζοντας πως δεν ξέρει αν «θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας». «Αν όχι, θα πρέπει να σκεφτώ αν θα κάνω κι εγώ αυτό που έχουν κάνει πολλοί άλλοι, αν θα μεταναστεύσω στις ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Καραβάνι αποτελούμενο από εκατοντάδες πολίτες της Ονδούρας άρχισε να κινείται προς βορρά αυτή την εβδομάδα, αλλά διαλύθηκε προτού περάσει καν στη Γουατεμάλα.
Η κυβέρνηση του Ρεπουμπλικάνου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ άσκησε σκληρή πολιτική για να αποθαρρύνει τη μετανάστευση πολιτών των κρατών της Κεντρικής Αμερικής, περιφέρειας η οποία μαστίζεται από την ενδημική φτώχεια και τη βία των συμμοριών των δρόμων. Χιλιάδες άνθρωποι αναμένεται όμως πως θα πάρουν τον δρόμο προς τον βορρά σύντομα.
Για την ώρα, οι Κάστρο μένουν σε σπίτι φίλου, κοντά στη Σαν Πέδρο Σούλα. Μη κυβερνητικές οργανώσεις δίνουν τρόφιμα στην οικογένεια. Περίοικοι στους οποίους στέλνουν χρήματα συγγενείς τους που έχουν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ επίσης βοηθούν.
«Η κυβέρνηση δεν μας έχει δώσει τίποτα», λέει ο Κάστρο.
Η Γιουλίσα Μερκάδο, εκπρόσωπος της κρατικής υπηρεσίας αντιμετώπισης καταστροφών COPECO, διαβεβαίωσε ότι στην περιοχή Σαν Πέδρο Σούλα διανέμονται τρόφιμα. Πρόσθεσε όμως πως ήταν αναπόφευκτο πως κάποιοι από τους κατοίκους θα έκαναν την καταγγελία πως δεν λαμβάνουν βοήθεια.
Σε εθνική κλίμακα, 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι – ο μισός πληθυσμός της Ονδούρας – επλήγησαν από τους κυκλώνες, τις κατολισθήσεις και τις πλημμύρες που κατέστρεψαν ολόκληρες κοινότητες, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Πάνω από 85.200 σπίτια υπέστησαν ζημιές· 6.100 καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Στην παλιά γειτονιά του Κάστρο, το νερό φθάνει ακόμα το ένα μέτρο σε κάποια σημεία. Ξεριζωμένοι στύλοι του δικτύου ηλεκτροδότησης, δέντρα, διαλυμένα έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές και οικοσκευές φράζουν τους δρόμους.
Κάπου 95.000 άνθρωποι στη Σαν Πέδρο Σούλα ζουν σε καταφύγια. Χιλιάδες άλλοι κοιμούνται σε αυτοσχέδιες σκηνές, φτιαγμένες από ξύλα και φύλλα πλαστικού, σε πεζοδρόμια, κάτω από γέφυρες.
Ο πρόεδρος Χουάν Ορλάντο Ερνάντες ζήτησε βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα. «Αυτή είναι η χειρότερη καταστροφή που βιώσαμε στην ιστορία της Δημοκρατίας της Ονδούρας», είπε προχθές Πέμπτη, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για να τιμηθούν οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες άμεσης βοήθειας.
Ήδη προτού χτυπήσουν οι δύο κυκλώνες, οι οποίοι εκτιμάται ότι στοίχισαν τη ζωή σε περίπου εκατό ανθρώπους, η Ονδούρα βρισκόταν αντιμέτωπη με συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 10,5% του ΑΕΠ φέτος, εξαιτίας του αντίκτυπου της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
«Αφού έχασαν τα σπίτια τους, το βιός τους, και ακόμη τις δουλειές τους, άνθρωποι που ήταν ήδη φτωχοί έχουν πλέον βρεθεί σε ακόμα χειρότερη κατάσταση», σημείωσε ο Νέλσον Γκαρσία, διευθυντής της Επιτροπής Κοινωνικής Δράσης των Μενονιτών (CASM), οργάνωσης αρωγής.