Ο Αρμιν Λάσετ εξελέγη διάδοχος της Ανγκελα Μέρκελ στο αξίωμα του προέδρου των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, ενώ εκείνη ολοκλήρωσε μία από τις μακροβιότερες θητείες αρχηγού κυβερνητικού κόμματος όχι μόνον στη Γερμανία, ούτε καν στην Ευρώπη, αλλά στον κόσμο. Πιθανώς, αλλά όχι σίγουρα, θα τη διαδεχθεί και στη μάχη για την καγκελαρία, όπου η Μέρκελ επίσης έχει θητεία με πρωτοφανή διάρκεια. Θεωρητικά, η μεταβολή πρέπει να θεωρείται μεγάλη και για τη Γερμανία και για την Ευρώπη. Ομως δεν είναι. Δεν θα φέρει ανατροπές, ιδίως τέτοιες που να ενδιαφέρουν οποιονδήποτε έξω από τον στενό κύκλο της εξουσίας στο Βερολίνο. Οι Γερμανοί και, πολύ περισσότερο, οι Ευρωπαίοι, δεν πρόκειται να καταλάβουν εύκολα ότι κάτι άλλαξε ούτε τώρα, ούτε αν έρθει η στιγμή να γίνει ο Λάσετ καγκελάριος. Εκτός αν στις επόμενες εκλογές το κόμμα του χρειαστεί τη στήριξη της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση.
Η γερμανική πολιτική έναντι της Ευρώπης (και όχι μόνον) πηγαίνει ουσιαστικά πριν και από τη Μέρκελ. Στις βασικές της γραμμές ακολουθήθηκε και από τον προκάτοχό της σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την πρώτη περίοδό της στην καγκελαρία όταν συγκυβερνούσε με το κόμμα του. Ο «Μεγάλος συνασπισμός» διακόπηκε για μία τετραετία το 2009 όχι επειδή το επιθυμούσαν τα δύο μέρη, αλλά επειδή δεν ήταν πια «μεγάλος»: με την κατάρρευση του SPD δεν έβγαιναν τα νούμερα. Από το 2013 ξανακυβερνούν μαζί, όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί αυτό και μετά τις επόμενες εκλογές. Κάτι που θα ήθελε και ο κεντροστραφής νέος αρχηγός του CDU. Αν όμως η «Εναλλακτική» συνεχίσει ανοδικά, τότε η συνεργασία μαζί της ίσως γίνει μονόδρομος. Αυτά μέσα. Και στην Ευρώπη;
Μόνον τις περασμένες εβδομάδες, η Γερμανία διαπραγματεύθηκε επισήμως ως τμήμα της Ευρώπης, αλλά, κυρίως, αυτόνομα, όσο ήταν δυνατόν στο ημίφως, στα εξής πεδία: ως προς το εμβόλιο για τον ιό, ως προς τις πολιτικές για την εμπορική συμφωνία μετά το Brexit, με τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και στα ελληνοτουρκικά, όπου επέβαλε ουσιαστικά και την ατζέντα του διαλόγου με την Τουρκία. Δηλαδή το Βερολίνο κινήθηκε καπελώνοντας καθολικά τις Βρυξέλλες, στα δύο πιο σημαντικά ζητήματα αυτής της περιόδου και σε ένα τρίτο, που μπορεί να μην είναι ευθέως κεντρικό ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Η Γερμανία θέλει να έχει την Τουρκία ευχαριστημένη. Και αυτό, όπως και τα εμβόλια ή το Brexit, δεν επρόκειτο να το αφήσει στην «πολυμετοχική» ευρωπαϊκή τύχη τους. Ούτε φυσικά πρόκειται να επιτρέψει να παίξουν ρόλο άλλες προσεγγίσεις, διαφορετικές από τη δική της, σε κανένα από τα μεγάλα ζητήματα.
Στις Βρυξέλλες, ο διάδοχος της Μέρκελ δεν πρόκειται να ασχοληθεί με ραπανάκια. Θα κοιτάξει να μη διασαλευθεί το status quo. Αυτό θα είναι ασφαλώς το πρώτο κριτήριό του για κάθε σημαντική απόφαση. Η Γερμανία θα εξακολουθήσει να αποκαλεί την πολιτική της «ευρωπαϊκή». Και οι λοιπές χώρες θα συνεχίσουν να κάνουν ότι έχουν και εκείνες έναν κάποιο ρόλο. Εκτός κι αν η γερμανική Ακροδεξιά έρθει στο προσκήνιο. Από αυτήν μόνο κινδυνεύει η γερμανική ηγεμονία. Γιατί θα τρομάξει τους πάντες και θα σπάσει τη φούσκα της δήθεν κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο Αρμιν Λάσετ έχει λοιπόν δύο δουλειές να κάνει. Η μία είναι να μην υποχωρήσει η ηγεμονία του Βερολίνου και, μαζί, να μη φύγει το χαμόγελό της. Η άλλη είναι να μην ανέβει η «Εναλλακτική» στο Βερολίνο. Για την πρώτη, είναι ο πιο κατάλληλος. Για τη δεύτερη, όχι. Ομως αυτή εξαρτάται έντονα από τη δύσκολη, εντελώς ευμετάβλητη πια, συγκυρία.