Εδώ και περίπου 25 χρόνια, ένας παράξενος μεταδοτικός καρκίνος αποδεκατίζει τους διαβόλους της Τασμανίας, αυτά τα χαριτωμένα αλλά επιθετικά μαρσιποφόρα με την ανατριχιαστική φωνή.
Η ασθένεια που εξόντωσε το 80% του συνολικού πληθυσμού δείχνει τώρα να επιβραδύνεται, αναφέρουν Αμερικανοί ερευνητές στην επιθεώρηση Science.
Ο καρκίνος πρωτοεμφανίστηκε το 1996 και έκτοτε μεταδίδεται όταν τα ζώα συνευρίσκονται ή δαγκώνουν το ένα το άλλο. Η άκρως ασυνήθιστη ασθένεια δεν οφείλεται σε ιό ή άλλο παθογόνο παράγοντα, αλλά σε καρκινικά κύτταρα που πρωτοεμφανίστηκαν σε κάποιο διάβολο της Τασμανίας στο παρελθόν και έκτοτε μεταδίδονται με την επαφή.
Τα προσβεβλημένα ζώα αναπτύσσουν ογκώδεις όγκους γύρω από το ρύγχος που τα εμποδίζουν να τραφούν. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, ο μεταδοτικός καρκίνος είναι θανατηφόρος.
Μόλις 15.000 διάβολοι εκτιμάται ότι απομένουν σήμερα στην Τασμανία, αυτό το μεγάλο νησί έξω από τις νότιες ακτές της Αυστραλίας. Πριν από λίγα χρόνια, πολλοί επιστήμονες πίστευαν ότι το είδος θα εξαφανιζόταν σε διάστημα μιας δεκαετίας.
Φυλογενετική ανάλυση
Μέχρι σήμερα, οι βιολόγοι μπορούσαν να παρακολουθούν την εξάπλωση του καρκίνου μόνο με έρευνες πεδίου.
Στη νέα μελέτη, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ουάσγκτον ιχνηλατούν τη διασπορά της ασθένειας χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τη μέθοδο της φυλογενετικής ανάλυσης, η οποία εφαρμόζεται συνήθως για τη μελέτη της διασποράς ιών όπως ο πανδημικός κοροναϊός SARS-CoV-2.
Η δρ Άντριου Στόρφερ και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν γενετικές αναλύσεις σε δείγματα καρκινικών όγκων που είχαν συλλεχθεί το διάστημα 2003-2018, και αναγνώρισαν 28 γονίδια που έδειχναν να συσσωρεύουν μεταλλάξεις με σταθερό ρυθμό. Προκειμένου να υπολογίσουν τον ρυθμό με τον οποίο εξαπλώνεται ο καρκίνος, οι ερευνητές μελέτησαν την εξάπλωση συγκεκριμένων μεταλλάξεων στα δείγματα στην πορεία του χρόνου.
Η ανάλυση επέτρεψε τον υπολογισμό του βασικού ρυθμού αναπαραγωγής, τον παράγοντα R που όλοι έχουμε πλέον μάθει λόγω της πανδημίας. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε μολυσμένος διάβολος μολύνει κατά μέσο όρο ένα άλλο ζώο, κάτι που σημαίνει ότι ο πληθυσμός και η ασθένεια έχουν καταλήξει σε ένα είδος ισορροπίας.
Είναι μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2000, όταν κάθε μολυσμένος διάβολος μετέδιδε τον καρκίνο σε 3,5 άλλους.
Η βελτίωση της κατάστασης είναι δύσκολο να εξηγηθεί, πιθανότατα όμως σχετίζεται με τη μείωση της πυκνότητας των ζώων στην Τασμανία: ο μειωμένος πληθυσμός σημαίνει ότι οι διάβολοι συναντούν άλλα άτομα του είδους τους όλο και πιο σπάνια. Άλλοι παράγοντες, όπως η εμφάνιση ανθεκτικότητας στα καρκινικά κύτταρα, μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο.
«Πιστεύουμε ότι οι διάβολοι θα επιζήσουν σε μικρότερους πληθυσμούς και μικρότερες πυκνότητες, όμως η εξαφάνισή τους δείχνει πλέον απίθανη» σχολιάζει ο δρ Στόρφερ.
Επισημαίνει ακόμα ότι το πρόγραμμα σύλληψης και αναπαραγωγής που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια για τη σωτηρία του είδους μάλλον είναι ώρα να τερματιστεί. «Η ενεργή διαχείριση του είδους ενδέχεται να μην είναι απαραίτητη και θα μπορούσε να είναι ακόμα και επιβλαβής» λέει ο ερευνητής.
Ο λόγος είναι ότι η αύξηση της πυκνότητας των διαβόλων θα μπορούσε να αναζωπυρώσει εκ νέου την καταστροφική επιδημία. Επιπλέον, τα ζώα που μεγαλώνουν σε αιχμαλωσία μπορεί να μην είναι εξίσου ανθεκτικά στα μεταδοτικά καρκινικά κύτταρα.
Παρά τις θετικές εξελίξεις, πάντως, ο διάβολος της Τασμανίας δεν έχει γλιτώσει ακόμα από τον κίνδυνο εξαφάνισης: ένας δεύτερος μεταδοτικός καρκίνος αναγνωρίστηκε το 2014, αν και δεν δείχνει το ίδιο μεταδοτικός με τον πρώτο.