Οι πιο φτωχές χώρες θα μπορούν να έχουν πιο εύκολα πρόσβαση σε γρήγορα τεστ αντιγόνου, ένα εργαλείο βάσης στην προσπάθεια να αναχαιτιστεί η πανδημία της COVID-19, στη μισή από την τωρινή τιμή, ανακοίνωσε σήμερα η Unitaid.
Η συμφωνία ανάμεσα στη Unitaid και το Ίδρυμα για καινοτόμες διαγνωστικές εξετάσεις “θα επιτρέψει να αυξηθεί η ικανότητα των επιχειρήσεων που παρασκευάζουν αυτά τα γρήγορα τεστ ανίχνευσης αντιγόνου και να ανταποκριθεί σε περίπου το 50% των εκτιμώμενων αναγκών για τις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, ενώ επιτρέπει να μειωθεί η τιμή στο μισό, από τα πέντε στα 2,5 δολάρια το κομμάτι”, δήλωσε ο Ερβέ Βερχούσελ, εκπρόσωπος της Unitaid, μιας διεθνούς οργάνωσης υπό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σε συνέντευξη Τύπου στη Γενεύη.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο, περίπου 264 εκατομμύρια τεστ θα μπορέσουν ως εκ τούτου να παραχθούν μέσα στους 12 μήνες που θα ακολουθήσουν τη συμφωνία.
Τα τεστ ανίχνευσης των μολύνσεων από την COVID-19 είναι ένα κρίσιμο εργαλείο για καλύτερη ιατρική φροντίδα αλλά και για καλύτερη καταπολέμηση της πανδημίας, καθώς εντοπίζουν το νωρίτερο δυνατό τις εστίες μόλυνσης και μπορούν έτσι να τις απομονώσουν ώστε να αποφευχθεί μια μεγαλύτερη εξάπλωση του ιού.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες χαμηλού ή μέσου εισοδήματος όπου το υγειονομικό προσωπικό στερείται συχνά πρόσβασης σε τεστ λόγω αδυναμιών των συστημάτων υγείας και της εξάρτησης από την προμήθειά τους από το εξωτερικό, υπογράμμισε ακόμη ο Βερχούσελ.
Ενώ οι πλούσιες χώρες διενεργούν 252 τεστ ανά 100.000 κατοίκους καθημερινά, το ποσοστό αυτό είναι δέκα φορές χαμηλότερο στις φτωχές χώρες με μόλις 24 τεστ καθημερινά ανά 100.000 κατοίκους. Μια διαφορά που οφείλεται εν μέρει στην απουσία μέσων εκμετάλλευσης μοριακών τεστ (PCR) που είναι πιο πολύπλοκα και στη διασπορά των πληθυσμών.
Αν και λιγότερο αποτελεσματικά από τα τεστ PCR, τα τεστ αντιγόνου έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτούν ανάλυση σε εργαστήριο και δίνουν αποτελέσματα σε δεκαπέντε λεπτά.