Σχεδόν έγινε θρησκεία. Ο μεγαλύτερος όλων, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δεν είναι εδώ, στην εποχή των followers και του tiktok. Το τελευταίο λαϊκό μη κατασκευασμένο είδωλο διέγραψε μια εκπληκτική πορεία εντός γηπέδων με ανορθόδοξες επιλογές, όπως το να πάει στη Νάπολι και να γίνει ο ήρωας του ιταλικού Νότου. Ο τελευταίος και μιας εποχής που πιθανώς αναζητούσε με άλλους τρόπους τους ήρωές της ή μιας εποχής λιγότερο ρευστής ανάμεσα στους πραγματικούς σταρ και τους σταρ των κοινωνικών δικτύων. Μαζί του παίρνει μια εποχή θα έλεγε κάποιος με ολίγον στερεοτυπικό τρόπο ή μια εποχή όπου ένας σταρ μπορούσε περισσότερο ατομοκεντρικά να αναδειχθεί σε ένα κατεξοχήν συλλογικό σπορ. Αν και αυτό αδικεί τον Μαραντόνα αφού υπήρξε και συλλογικός παίκτης σε φάσεις της καριέρας του. Το αμιγώς όμως αθλητικό σκέλος το διαβάζετε αναλυτικά από τούτη την εφημερίδα, όλες αυτές τις ημέρες με αφορμή τον θάνατό του. Το ξεκίνημά του στην Αργεντινή, το Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων όπου αμέσως ξεχώρισε, το Μουντιάλ του 1982 και βέβαια το Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό, που μετέβαλε έναν πλανήτη ποδοσφαιρικά, τη θητεία του στη Νάπολι όπου λατρεύτηκε σαν θεός, το Μουντιάλ στην Ιταλία το 1990 που κόντεψε να διχάσει μια χώρα, το στοχευμένο αντιντόπινγκ κοντρόλ στο Μουντιάλ της Αμερικής το 1994.
Mια παράλληλη συζήτηση που έγινε ήταν αν θα μπορούσε ο Ντιέγκο να είναι πρότυπο. Ο ίδιος δεν το είπε ποτέ. Το αντίθετο έλεγε αν ανατρέξει κάποιος σε παλιότερες συνεντεύξεις του. Καθόλου περήφανος δεν ένιωθε για την περιπέτειά του με τα ναρκωτικά, για παράδειγμα, ούτε παρότρυνε κανέναν να τον μιμηθεί από όσο θυμάμαι. Η συζήτηση άνοιξε με όρους καφενείου, στη χώρα μας ως συνήθως, ενώ έφτασε να εξελιχθεί σε αντιπαράθεση στην Καλαμαριά όπου γονείς αντέδρασαν για ένα γκραφίτι που τον αναπαριστούσε σε τοίχο ενός σχολείου. Δεν ξέρω ποιον θα προτιμούσαν ή προτιμούν ή την αντίληψη που έχουν για τα πρότυπα-ήρωες αν και ξανασημειώνω πως ο ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ αυτόν τον ρόλο. Παρότι θα πρέπει να θυμίσουμε πως εξαιτίας του χιλιάδες παιδιά μυήθηκαν στην μπάλα, ζήλεψαν την πορεία του, μαγεύτηκαν από εκείνον. Στο πρόσωπο του Ντιέγκο έγινε κάτι ακόμη πιο θαυμαστό. Υπήρξε το παράδειγμά του, το πιο αντιπροσωπευτικό μιας κοινωνικής κινητικότητας. Πώς ένα λαϊκό παιδί που μεγαλώνει στην παραγκούπολη της Βίλας Φιορίτο του Μπουένος Αϊρες, κατακτά τον κόσμο. Ας θυμίσουμε πως χωρίς κοινωνική κινητικότητα δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή και πέραν του γεγονότος πως ο Ντιέγκο υπήρξε pop idol (υπάρχει ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με κανένα και λέει πολλά: το «Il Mio Re» του Paolo Paoletti), υπήρξε και μια παρηγοριά. Κι ένα ενσώματο παράδειγμα πως συχνά τα τείχη και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί σπάνε. Προφανώς κάποιοι δεν αντέχουν πως ήταν φίλος του Τσάβες ή του Φιντέλ Κάστρο, πως μιλούσε συχνά με οξύτητα για την αμερικανική πολιτική, πως είχε τατουάζ τον Τσε, πως είχε κάνει κριτική στον Πάπα, πως συχνά αναφερόταν στα δύσκολα ταξικά παιδικά του χρόνια.
Τώρα που έχει περάσει στην Ιστορία και τώρα που το ποδόσφαιρο που εκείνος υπηρέτησε αλλά και συνδιαμόρφωσε είναι ήδη μακρινό, θα λάβει τη θέση του στις παγκόσμιες σελίδες του αθλήματος. Μέσω του YouTube θα τον δει μια νεότερη γενιά που δεν τον πρόλαβε καν. Aπό ένα μελλοντικό tablet ή smartphone κάποιο παιδί θα τον δει και θα θέλει να γίνει κάπως έτσι.