Ο 67χρονος Ρεμπέλου ντε Σόουζα εξελέγη με άνεση στην προεδρία από τον πρώτο γύρο. Ο ίδιος μεγάλωσε σε οικογένεια πολιτικών. Ήταν ακόμα μικρό παιδί -στα χρόνια της δικτατορίας- όταν ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί στο υπουργείο.
Ο ίδιος ασχολήθηκε με τα κοινά μετά το 1974 στις τάξεις του κεντροδεξιού κόμματος από το οποίο προέρχονται οι πρώην πρωθυπουργοί Μπαρόζο και Κοέλιου, αλλά και ο απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Καβάκο Σίλβα.
Υπήρξε βουλευτής, υπουργός, ακόμα και ευρωβουλευτής.
Το 1989 έγινε καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το τρίτο του πάθος, τη δημοσιογραφία. Αρθρογράφος, πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής από τους γνωστότερους στη χώρα.
Πολλοί θεωρούν ότι το 52% που πήρε από τον πρώτο γύρο είναι προσωπικό του επίτευγμα. Η προεκλογική του εκστρατεία ήταν οικονομική, δεν τύπωσε, δεν μοίρασε φυλλάδια, δεν βασίστηκε παρά μόνο στα χρήματα που βγήκαν από την τσέπη του.
Φυσικά η αναγνωρισιμότητά του στις βόλτες που έκανε στις γειτονιές των πόλεων ήταν δεδομένη.
Όπως επισημαίνουν τα ΜΜΕ της Ιβηρικής, σε αντίθεση με άλλους υποψηφίους Προέδρους, ο Ρεμπέλου ντε Σόουζα δεν έδωσε υποσχέσεις για «προεδρικά βέτο» ή διάλυσης της Βουλής.
«Η χώρα χρειάζεται κοινωνική, πολιτική και οικονομική ειρήνη. Πρέπει να γυρίσουμε σελίδα. Πρέπει να σφυρηλατήσουμε την εθνική ενότητα, να κλείσουμε πληγές, να ρίξουμε γέφυρες συνεννόησης» ήταν οι πρώτες του δηλώσεις.
Η αλήθεια είναι ότι τα πέτρινα χρόνια του μνημονίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός προέρχονταν από το ίδιο κόμμα: Ο Πάσους Κοέλιου είχε να συναντήσει και να συνεννοηθεί με τον Καβάκο Σίλβα, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις -ιδίως όταν οι πολιτικές του μνημονίου «αγρίευαν»- έβγαινε μπροστά για να υπάρξει πολιτική συναίνεση.
Αρκετοί βέβαια κατηγορούσαν τον Σίλβα ότι μάλλον κοιτούσε πολύ προς το μέρος του κεντροδεξιού κόμματος από το οποίο προερχόταν: είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, ο Σίλβα δυσκολεύτηκε πολύ μέχρι να πειστεί για τη δυνατότητα των Σοσιαλιστών να κυβερνήσουν με την ανοχή της Αριστεράς και του ΚΚ.
Χρειάστηκαν αρκετές διαβεβαιώσεις από πλευράς του ηγέτη των Σοσιαλιστών (και πρωθυπουργού, πλέον) Κόστα για να του δώσει την πολυπόθητη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Ο Σίλβα ενδεχομένως να επιθυμούσε «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, επαναλαμβάνοντας -σχεδόν μονότονα- ότι η χώρα έχει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που πρέπει να τηρήσει εντός ΕΕ.
Ο προεδρικός θεσμός στην Πορτογαλία έχει τη δική του αίγλη. Και με έναν σχεδόν «μαγικό» τρόπο, οι πορτογάλοι σπεύδουν να βγάλουν Πρόεδρο από τον πρώτο γύρο, ενδεχομένως γιατί δεν θέλουν την πόλωση γύρω από τον συγκεκριμένο θεσμό.
Από το 1976 έχουν γίνει εννέα προεδρικές αναμετρήσεις και στις οκτώ, ο Πρόεδρος εξελέγη από την πρώτη Κυριακή. Όλοι δε οι Πρόεδροι επανεξελέγησαν και για δεύτερη θητεία, κοινώς έμειναν στο Προεδρικό Μέγαρο για μια 10ετία.
Μοναδική εξαίρεση, το 1986, όταν στον πρώτο γύρο ο υποψήφιος της Κεντροδεξιάς, Φρέιτας ντου Αμαράλ πήρε 46%, έναντι 25,4% για τον Μάριο Σοάρες του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στον β΄γύρο, όλοι οι υποψήφιοι του αριστερού χώρου ψήφισαν Σοάρες και έγινε η ανατροπή με το οριακό 51%-49%.
Ο Μαρσέλου ντε Σόουζα είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ακόμα και οι δεσμεύσεις του με το κόμμα από το οποίο προέρχεται δεν είναι τόσο ισχυρές.
Ξεκινά τη θητεία του με «συγκατοίκηση»: ο πρωθυπουργός είναι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η κυβερνητική συμμαχία είναι απαιτητική, η χώρα είναι εκτός μνημονίων, οι πληγές στην κοινωνία είναι πολλές.
Ίσως για μια ακόμα φορά ο ρόλος του Προέδρου να αποδειχθεί κομβικός.
Απόστολος Ρουμπάνης
Newsroom ΔΟΛ