Ακριβώς πριν από έναν αιώνα, στις 12 Ιανουαρίου 1921, έφυγε από τη ζωή ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, ο αποκληθείς και πατέρας της λαογραφίας.
Ο Πολίτης, ιδρυτής και θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου στη χώρα μας, της λαογραφίας, είχε γεννηθεί στην Καλαμάτα στις 8 Μαρτίου 1852.
Από πολύ νωρίς εκδήλωσε το ενδιαφέρον του και την έμφυτη κλίση του στο θησαυρό της λαϊκής παράδοσης, στη μελέτη της οποίας έμελλε να αφιερώσει τη ζωή του.
Ως μαθητής γυμνασίου δημοσίευσε λαογραφικές μελέτες σε περιοδικά της εποχής εκείνης.
Αφού αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ο Πολίτης μετέβη στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές (1876-1880).
Στα κατοπινά χρόνια κατέστη υφηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας (1882), τμηματάρχης Μέσης Εκπαιδεύσεως στο υπουργείο Παιδείας (1884) και καθηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1890).
Ο Πολίτης ήταν εκείνος που εισήγαγε, το 1884, τον επιστημονικό όρο «λαογραφία», ενώ το 1887, ως τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας, προέτρεψε με εγκύκλιό του τους έλληνες εκπαιδευτικούς να προβούν στη συγκέντρωση «λαογραφικού» υλικού, το οποίο αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα ενός άτυπου λαογραφικού αρχείου.
Το 1899 ο Πολίτης εξέδωσε τον πρώτο τόμο των «Παροιμιών» του (ακολούθησαν άλλοι τρεις τόμοι έως το 1902, χωρίς όμως να ολοκληρωθεί το έργο), ενώ το 1904 δημοσίευσε τους δύο τόμους των «Παραδόσεων».
Οι «Παροιμίες» και οι «Παραδόσεις» ήταν τα έργα που προσέδωσαν στον Πολίτη προσωπική ακτινοβολία ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, καθώς εμφάνισαν τη λαογραφία ως εξελιγμένη συγκριτική επιστήμη, που αποσκοπεί στη μελέτη και την ερμηνεία των λαϊκών εκδηλώσεων, που είναι συνυφασμένες με τα βιώματα του ελληνικού λαού, την κατά τον Παλαμά ελληνική «ψυχή».
Το 1907 ο Πολίτης ενέταξε στην πανεπιστημιακή διδασκαλία του τα μαθήματα λαογραφίας.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου 1909, ίδρυσε με τη συνδρομή σπουδαίων επιστημόνων και λογοτεχνών της εποχής εκείνης την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, το πρώτο επιστημονικό ίδρυμα για την καλλιέργεια και την προαγωγή των λαογραφικών ερευνών και σπουδών, ιδίως των αναφερομένων στη γνώση του ελληνικού και των άλλων λαών της Βαλκανικής.
Πέραν της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ο Πολίτης εξέδωσε το περιοδικό «Λαογραφία» (1909) και ίδρυσε την Εθνική Μουσική Συλλογή (1914) με σκοπό την έρευνα και τη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής.
Την ίδια χρονιά, το 1914, δημοσιεύτηκε ένα από τα σημαντικότερα έργα του με τίτλο «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού».
Το 1918 ο Πολίτης ίδρυσε το Λαογραφικό Αρχείο, που προσαρτήθηκε στην Ακαδημία Αθηνών το 1926 και μετονομάστηκε σε Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας το 1966.
Κατευθυντήριες γραμμές στο πολυσχιδές λαογραφικό έργο του Πολίτη είναι αφενός μεν η αρχαία και η βυζαντινή παράδοση, αφετέρου δε η διεθνής συγκριτική έρευνα, με στόχο την «ανθρωπολογική» κατανόηση των λαϊκών εθίμων και δοξασιών.
Σε καιρούς χαλεπούς για το ελληνικό έθνος, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο Πολίτης, με όπλα του το πάθος και την ευσυνειδησία, την επιστημονική γνώση, την εμβρίθεια και οξύνοια, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο εκφάνσεις του ελληνικού λαϊκού βίου, να κινήσει το ενδιαφέρον επιστημόνων και λογίων για τη λαογραφία, να ανοίξει νέους επιστημονικούς δρόμους.
Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του Πολίτη και στην εξελικτική πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (μεταξύ άλλων, υπήρξε συνδιευθυντής, μαζί με τον Δροσίνη, του περιοδικού «Εστία»).
Στο έργο αυτού του στυλοβάτη της λαογραφίας και των νεοελληνικών γραμμάτων αναδεικνύονται όλες οι πτυχές του παραδοσιακού πολιτισμού: τραγούδια, παροιμίες, παραδόσεις, καθημερινός και επαγγελματικός βίος, λαϊκή τέχνη, κατοικία, θρησκευτική ζωή.
Τα άρθρα και οι μελέτες του Πολίτη δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις ογκώδεις τόμους που τιτλοφορούνται «Λαογραφικά Σύμμεικτα».