Iδιαίτερη είναι η αναταραχή στον εξωστρεφή κόσμο των ελληνικών τεχνολογικών start-ups. Σε συζητήσεις σε γραφεία, τα πρακτικά προβλήματα –πληρωμές για servers και υπηρεσίες cloud στο εξωτερικό, δυσκολίες είσπραξης από το εξωτερικό κ.ά.– διαδέχεται μια γενικότερη αμφισβήτηση της παραμονής στη χώρα.
Ο Δημήτρης Στορδόπουλος είναι βαθύτατα προβληματισμένος. Η εταιρεία του, η Tribe Wearables, που κατασκευάζει «φορετά» τεχνολογικά προϊόντα που παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο το ανθρώπινο σώμα κατά την εκγύμναση, έλαβε πέρυσι χρηματοδότηση ύψους 100.000 ευρώ μέσω του επενδυτικού κεφαλαίου Openfund ΙΙ και ετοιμάζεται να ανακοινώσει δεύτερο, σημαντικά μεγαλύτερο γύρο. Ωστόσο η επιβολή των capital controls έχει προκαλέσει στην εταιρεία βραχυκύκλωμα.
«Εισάγουμε τα πάντα», λέει ο 25χρονος εκκολαπτόμενος επιχειρηματίας, «καλώδια, τσιπάκια, ό,τι χρειαζόμαστε». «Eχω πάει τρεις-τέσσερις φορές στην τράπεζα για να δω αν μπορεί να γίνει κάτι». Στην τελευταία του επίσκεψη, ο διευθυντής του υποκαταστήματος στην Κομοτηνή (όπου έχει την έδρα της η εταιρεία) του είπε σε έντονο ύφος ότι «αν δεν πρόκειται για φάρμακα ή ευπαθή προϊόντα, δεν πρόκειται να καταθέσει καν αίτηση» στην αρμόδια επιτροπή (Eγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους). Oπως εξηγεί στην «Κ», ένας τρόπος παράκαμψης του προβλήματος είναι η επιστράτευση φίλων του στο εξωτερικό: «Βάζουμε χρήματα στους λογαριασμούς τους ή σε αυτούς των γονιών τους στην Ελλάδα και εκείνοι αγοράζουν αυτά που χρειαζόμαστε με δικά τους λεφτά».
Iδιαίτερη είναι η αναταραχή στον εξωστρεφή κόσμο των ελληνικών τεχνολογικών start-ups. Σε συζητήσεις σε γραφεία και μεταξύ στελεχών διαφορετικών εταιρειών, τα πρακτικά προβλήματα –πληρωμές για servers και υπηρεσίες cloud στο εξωτερικό, δυσκολίες είσπραξης από το εξωτερικό κ.ά.– διαδέχεται μια γενικότερη αμφισβήτηση της προοπτικής παραμονής στη χώρα. Οπως έγραφε στο Facebook λίγο πριν από το δημοψήφισμα ο Γιώργος Τζιραλής, στέλεχος του Openfund ΙΙ: «Οσα λίγα έχουν με πολύ κόπο χτιστεί τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό οικοσύστημα τεχνολογικών επιχειρήσεων τίθενται εν αμφιβόλω. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές start-ups είναι ποικίλα, ενώ είναι διάχυτη η ανησυχία πως τα όσα βιώνουμε αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου».
Οι πρόσφατες εξελίξεις δημιουργούν δυσχέρειες ακόμα και σε start-ups που έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό και που έχουν αναπτυχθεί σημαντικά περισσότερο από την Tribe. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι η Incrediblue, εταιρεία ενοικίασης σκαφών μέσω Διαδικτύου, που τον Μάιο ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε χρηματοδότηση 1,8 εκατ. δολαρίων προς υλοποίηση της φιλοδοξίας της να γίνει η «Airbnb για σκάφη». Εχοντας μεταφέρει την έδρα της στη Βρετανία, ήταν επί το πλείστον θωρακισμένη έναντι των συνεπειών των κεφαλαιακών ελέγχων στις συναλλαγές της. Ωστόσο, όπως λέει ο Αντώνης Φιοράκης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, αυτή δεν έμεινε ανεπηρέαστη. «Το 25% του στόλου μας είναι στην Ελλάδα», λέει. «Δεν υπήρξαν μεν ακυρώσεις, αλλά ως προορισμός έπεσε πάρα πολύ». Επιπλέον, «οι Ελληνες πελάτες μας δεν μπορούν να κάνουν κρατήσεις με τις πιστωτικές τους κάρτες». Επώδυνες ήταν οι συνέπειες και για άλλες διαδικτυακές εταιρείες στον χώρο του τουρισμού: π.χ. όσα online ταξιδιωτικά γραφεία δεν είχαν υποδομές έκδοσης εισιτηρίων εκτός Ελλάδος έχασαν πρόσβαση σε 45 διεθνείς αεροπορικές εταιρείες.
Επίσης, αυξήθηκε η καχυποψία των επενδυτών απέναντι σε κάθε τεχνολογική εταιρεία που μπορεί να χαρακτηριστεί ελληνική. Οπως σημειώνει ο Φίλιπ Μπρίνκμαν, ο Ελληνογερμανός CEO της Travelplanet24.com, ενός online ταξιδιωτικού γραφείου με 280 άτομα προσωπικό (πάνω από τα 3/4 στην Αθήνα), «σκεφτόμαστε τη μεταφορά της νομικής έδρας, ακόμα κι αν παραμείνουν στην Ελλάδα πολλοί εργαζόμενοι. Αν έχεις έδρα την Ελλάδα, δεν θεωρείσαι πλέον αξιόπιστος επιχειρηματικός εταίρος».
Επόμενη μέρα
Πέρα από τις τεχνικές δυσκολίες των κεφαλαιακών ελέγχων, στο μυαλό όλων, ιδιαίτερα τις εβδομάδες πριν και μετά το δημοψήφισμα, ήταν η δραχμή, η κατάρρευση της χώρας, η αποκοπή από την παγκόσμια οικονομία. Οπως λέει ο Αντ. Φιοράκης της Incrediblue, «κάναμε μεγάλη προσπάθεια να τους κρατήσουμε όλους συγκεντρωμένους. Υπήρχε παντού η σκέψη τι θα γίνει αν πάμε στη δραχμή; Και μιλάμε για άτομα πολύ υψηλής ποιότητας, με μεγάλες δυνατότητες να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό».
Τα πρώτα θύματα και ο ιστότοπος διάσωσης
Η ελληνική start-up κοινότητα ήδη θρηνεί το πρώτο της θύμα εξαιτίας της χρεοκοπίας της χώρας. Στις 3 Ιουλίου, η εταιρεία Long Access, μια εταιρεία ηλικίας δυόμισι ετών που φιλοδοξούσε να παράσχει υπηρεσίες μακροπρόθεσμης αποθήκευσης δεδομένων στο cloud σε επαγγελματίες και μη, ανακοίνωσε στους χρήστες της -21.000 εγγεγραμμένους, περίπου 4.000 ενεργούς- να κατεβάσουν τα αρχεία τους ώς το τέλος του μήνα, καθώς στο τέλος του μήνα θα αναστείλει τη λειτουργία της.
Οπως εξηγεί στην «Κ» ο ιδρυτής της εταιρείας Παναγιώτης Βρυώνης, η Long Access είχε μείνει από κεφάλαια στις αρχές Ιουνίου. Της χρωστούσε όμως το ελληνικό Δημόσιο 37.000 ευρώ σε επιστροφή ΦΠΑ, ενώ η ομάδα ήταν διατεθειμένη να εργαστεί για κάποιους μήνες χωρίς μισθό. «Οπου απευθυνθήκαμε για δανεισμό με εγγύηση αυτές τις 37.000 ευρώ, δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση», λέει. «Η αφερεγγυότητα του κράτους έχει ευρύτερες επιπτώσεις».
Από την πλευρά του, o Νίκος Αναγνώστου, ιδρυτής και CEO της Discoverroom, μιας εφαρμογής για κρατήσεις σε μικρά καταλύματα, αναφέρει ότι είχε τεθεί από υποψήφιους επενδυτές συγκεκριμένος στόχος πωλήσεων για το καλοκαίρι, ο οποίος κατέστη φευγαλέο όνειρο από τις εξελίξεις. Οπως λέει, η εφαρμογή, στις δύο εβδομάδες πριν και μετά το δημοψήφισμα, είχε «μηδενική δραστηριότητα».
Στο πλαίσιο όμως της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης που επιδεικνύουν συχνά προς αλλήλους οι άνθρωποι του χώρου, έχει ήδη δημιουργηθεί μια εφαρμογή στον ιστότοπο του Zero Fund με σκοπό να διευκολύνει ελληνικές start-ups που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο Πάνος Παπαδόπουλος, ένας εκ των δύο εμπνευστών της ιδέας (ο άλλος είναι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, συνεταίρος του στη Bug Sense, μια από τις πιο πετυχημένες start-ups), «έχουμε βοηθήσει γύρω στις 50-60 εταιρείες με την κάλυψη δαπανών αναγκαίων για να λειτουργήσουν». Στόχος τώρα των διαχειριστών της εφαρμογής είναι «να την κάνουμε πιο αυτοματοποιημένη, γιατί καθώς θα γυρίζουμε στις δουλειές μας, θα είναι δύσκολο να εξετάζουμε κάθε αίτημα».
Μετά τη σύναψη της συμφωνίας, οι διαδικτυακές κρατήσεις για διακοπές εκτοξεύθηκαν και οι συζητήσεις για τη δραχμή υποχώρησαν. Ωστόσο, το σύννεφο των κεφαλαιακών ελέγχων, αλλά και της παράτασης της ύφεσης και της αβεβαιότητας, παραμένει πάνω από τον κλάδο.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/824135/article/epikairothta/ellada/neofyeis-anhsyxies-logw-capital-controls