Εκδικάζοντας την προσφυγή της ΑΓΕΤ
Το Ευρωδικαστήριο ζητά να μην περιορίζεται η ελευθερία της επιχείρησης να απολύει μαζικά – Ζητά αυστηρότερα και σαφέστερα κριτήρια και κάνει ειδική αναφορά στην ανάγκη προστασίας των εργαζομένων – Θριαμβολογεί ότι… δικαιώθηκε η Αχτσιόγλου
«Ναι» στις ομαδικές απολύσεις αλλά με αυστηρότερα και σαφέστερα κριτήρια λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και καλεί τις αρμόδιες αρχές να μην παρεμποδίζουν την μαζικ απομάκρυνση προσωπικού.
Πηγές του υπουργείου Εργασίας υποστηρίζουν ότι με τη σημερινή πολυαναμενόμενη απόφασή του το Ευρωδικαστήριο μάλλον «γέρνει» προς την πλευρά της υπουργού Έφης Αχτσιόγλου παρά των δανειστών στο επίμαχο θέμα.
Ωστόσο το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς δεν εγκρίθηκαν οι απολύσεις της ΑΓΕΤ Ηρακλής την περίοδο 2011-2014, τονίζοντας ότι τα κριτήρια βάση των οποίων το υπουργείο εργασίας έκρινε το αίτημα της επιχείρησης ήταν « υπέρμετρα γενικά και ασαφή».
Τι αναφέρεται στην απόφαση
Ειδικότερα η απόφαση αναφέρει ότι η οδηγία 98/59 δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας, ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επί σχεδίου ομαδικών απολύσεων, ο εργοδότης δεν μπορεί να προβεί στις απολύσεις αυτές, εφόσον η αρμόδια δημόσια αρχή στην οποία το σχέδιο πρέπει να κοινοποιηθεί, δεν εγκρίνει, με αιτιολογημένη απόφασή της εντός της προβλεπόμενης από την ως άνω ρύθμιση προθεσμίας και κατόπιν εξετάσεως του φακέλου και αξιολογήσεως των συνθηκών της αγοράς εργασίας, της καταστάσεως της επιχειρήσεως και του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, την εν όλω ή εν μέρει υλοποίηση των σχεδιαζόμενων απολύσεων.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο, εάν διαπιστωθεί ότι, λόγω των τριών κριτηρίων αξιολογήσεως στα οποία παραπέμπει η ρύθμιση αυτή και της κατά περίπτωση εφαρμογής της από την ως άνω δημόσια αρχή υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων, η επίμαχη ρύθμιση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι διατάξεις της οδηγίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ζήτημα του οποίου η εξέταση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.Γενικής Εταιρίας Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (στο εξής: υπουργός) σχετικά με απόφαση του τελευταίου να μην επιτρέψει στην ΑΓΕΤ Ηρακλής να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι:
1) ο εργοδότης που προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
2) Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
3) το δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν συνάδει με τους σκοπούς και την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 98/59 το να εξαρτάται η χορήγηση της ως άνω εγκρίσεως από κριτήρια όπως είναι οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, στο μέτρο που τα κριτήρια αυτά, μολονότι συνδέονται με θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος όπως η καταπολέμηση της ανεργίας και η εθνική οικονομική ανάπτυξη, ενδέχεται, παράλληλα, να οδηγήσουν σε αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών, σε υποκατάσταση των προβλεπομένων από την οδηγία αυτή διαδικασιών πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως από διαδικασία εγκρίσεως, καθώς και σε δυσανάλογο περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη.
Αχτσιόγλου: Η απόφαση δικαιώνει την ελληνική κυβέρνηση
Η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου σχολιάζοντας την απόφαση, δέχεται ότι η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας όμως ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το.
Η ανακοίνωση της Έφης Αχτσιόγλου αναφέρει: «Καταρχάς πρέπει να διευκρινίσουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά στα ισχύοντα όρια των ομαδικών απολύσεων, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο. Η κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων, καθώς και στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης από τη δημόσια αρχή.
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου δικαιώνει τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς κρίνει ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο η ρύθμιση που δίνει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέπει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα από ουσιαστικό έλεγχο. Το Δικαστήριο ορίζει επίσης ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια των ομαδικών απολύσεων πρέπει να είναι περισσότερο εξειδικευμένα απ’ ότι είναι σήμερα.
Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το, όπως αρκετοί θα ήλπιζαν ή είχαν προεξοφλήσει ότι θα συμβεί».
ΓΣΕΕ: Η απόφαση εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών
Η ΓΣΕΕ χαρακτηρίζει αναντίστοιχη των προσδοκιών των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη την απόφαση του δικαστηρίου τονίζοντας: «Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των θεσμών που εκπροσωπούν τους δανειστές της χώρας, την ευθύνη όμως για τον τρόπο ενσωμάτωσης της απόφασης στην ελληνική νομοθεσία φέρει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση.
Δεδομένου ότι αυτό που αναμένεται πλέον είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης συνολικά, ζητούμε από την Κυβέρνηση λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφαση του ΔΕΕ (και όχι στους δανειστές) να λάβει υπόψη της την επίσημη και γραπτή συμφωνία της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο εθνικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, που έγινε αρχικά υπό το ILO το 2014 και επαναβεβαιώθηκε το 2016.
Η Κυβέρνηση παράλληλα οφείλει α) να λάβει υπόψη της τη συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων που περιέχεται στην από 22/1/2014 απόφαση για την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ως προς τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων και β) χωρίς καμία καθυστέρηση να ενισχύσει τον έλεγχο στις κρίσιμες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, όπως επίσης να αυστηροποιήσει και τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασής τους. Είναι απαράδεκτο στη διαβάθμιση της σημασίας των παραβάσεων η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων να είναι χαρακτηρισμένο ως παράβαση “χαμηλής προτεραιότητας”.
Η Κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να δηλώσει ανοιχτά ποιος είναι ο σκοπός των σχεδιαζόμενων παράλληλων παρεμβάσεων στις ομαδικές απολύσεις, στην απεργία και τον συνδικαλιστικό νόμο. Ποιες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις σκοπεύουν να εξυπηρετηθούν ή ποιες επενδύσεις με την εγγύηση τριτοκοσμικών όρων εργασίας περιμένουν να γίνουν σε αντάλλαγμα της περαιτέρω μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων.
Σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο Εργασίας πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη αποφάσεων προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας, κρίσιμη πτυχή της οποίας είναι οι εικονικές αναδιαρθρώσεις με μόνιμα θύματα τους εργαζομένους.
Η άποψη του εργατολόγου Γιάννη Καρούζου
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος επισημαίνει τα εξής σημεία στο σκεπτικό της απόφασης:
– Η διοικητική διαδικασία έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από το υπουργείο Εργασίας δεν είναι ασύμβατη με την ευρωπαϊκή οδηγία περί ελευθερίας εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων (δεν περιορίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων)
– Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ότι τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση «πάσχουν» καθώς χαρακτηρίζονται γενικά και ασαφή. Τα κριτήρια είναι α) η κατάσταση στην αγορά εργασίας β) η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης και β) η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
– Οι δικαστές αναφέρουν συγκεκριμένα ότι δεν δέχονται ως κριτήριο την «κατάσταση της ελληνικής οικονομίας». Αντίθετα θεωρούν πολύ πιο σημαντικό κριτήριο την ενίσχυση της απασχόλησης και την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων.
– Ναι μεν καλώς υπάρχει μια δημόσια αρχή που εγκρίνει ή απορρίπτει το αίτημα για ομαδικές απολύσεις αλλά στην περίπτωση της ΑΓΕΤ τα κριτήρια δεν χρησιμοποιήθηκαν ορθώς με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ελευθερία της επιχείρησης.
πηγή : protothema.gr