Η Ελληνική Επανάσταση έστρωσε τον δρόμο για καίριες πλευρές της μετέπειτα ζωής της Ελλάδας, μέχρι σήμερα. Σημαντικές από αυτές τις πλευρές είναι:
Πρώτον, το ότι λειτούργησε ως εργαστήρι εθνισμού, ως εργαστήρι χαλύβδωσης κοινού εθνικού αισθήματος. Tούτο ενισχύθηκε μέσα από τις Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα, έναν καινοφανή για τους νεότερους Ελληνες θεσμό τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής σημασίας. Στις Εθνοσυνελεύσεις αυτές, οι Ελληνες απέδειξαν ότι, παρ’ όλες τις εντάσεις, μπορούσαν να λειτουργούν συλλογικά, ως έθνος, ακόμα και αν οι αντιπρόσωποί τους είχαν επιλεγεί μέσα από τοπικές διαδικασίες.
Δεύτερον, το ότι συνέδεσε την Ελλάδα και τους Ελληνες –τότε, και μέχρι σήμερα– με το πιο πρωτοπόρο και επιτυχημένο κομμάτι του κόσμου, «την πολιτισμένη Δύση», και ιδιαίτερα τη φιλελεύθερη προτεσταντική Αγγλία. Ετσι, η ομόδοξη Ρωσία παραμερίστηκε θέτοντας σε νέο πλαίσιο το πιο ισχυρό στοιχείο αυτοπροσδιορισμού των προηγούμενων αιώνων, εκείνο της θρησκείας και της Ορθοδοξίας.
Τρίτον, το ότι, από την πρώτη στιγμή, απέκοψε διοικητικά τον κλήρο του επαναστατημένου χώρου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και έθεσε την Εκκλησία υπό τον έλεγχο του κράτους, δημιουργώντας «Μινιστέριον της Λατρείας». Ηταν η αρχή της μετέπειτα και μέχρι σήμερα λειτουργούσης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας.
Τέταρτον, το ότι η σύνδεση με «την πολιτισμένη Δύση» δεν είχε μόνον διπλωματική, αλλά και ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση. Ετσι, στις Εθνοσυνελεύσεις, οι «παραστάτες» του έθνους επέλεξαν δυτικού τύπου σχήματα διοίκησης, υιοθέτησαν τον διαχωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία, την ίδια στιγμή που όρισαν πως το Δικαστικόν πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα τόσο από το Εκτελεστικόν όσο και από το Βουλευτικόν, ώστε να λαμβάνει ανεπηρέαστο τις αποφάσεις του. Συνέταξαν δε εξαιρετικά Συντάγματα διαμορφώνοντας τη διαχρονική βάση της πίστης των Ελλήνων σε αυτά.
Πέμπτον, το ότι η καίρια συμβολή του ευρύτατου στον δυτικό κόσμο φιλελληνικού κινήματος και η έμπρακτη διπλωματική και πολεμική παρέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου δημιούργησαν τη βάση της διχοστασίας απέναντι στις δυνάμεις αυτές, αλλά και απέναντι στους «ξένους» γενικώς: οι Ελληνες, ενώ έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν αυτονόητα στη Δύση, την ίδια στιγμή διατηρούν καχυποψία, αντιπαλότητα και αίσθημα μειονεκτικότητας απέναντι σε αυτήν.
Εκτον, το ότι αντίστοιχα περίπλοκη και αντιφατική είναι η στάση που οι Ελληνες ανέπτυξαν –από τα έτη της Επανάστασης και μέχρι σήμερα– προς το κράτος τους, το κράτος το οποίο οι ίδιοι έστησαν με τόσον κόπο και αίμα. Οι εσωτερικές εντάσεις, η αντιπαλότητα τόσο μεταξύ «στρατιωτικών» και «πολιτικών» όσο και μεταξύ «ετεροχθόνων» και «αυτοχθόνων» έστησε, κατά την Επανάσταση, σκηνικό στρεβλωμένων πολιτικών συμπεριφορών, οι οποίες και εντάθηκαν από την καθυστέρηση συγκρότησης εθνικού τακτικού στρατού. Τούτο ενίσχυσε την ύπαρξη πολυάριθμων άτακτων αυτόνομων ένοπλων ομάδων που πήραν επάνω τους, σχεδόν αποκλειστικά, τις μικρές και μεγάλες μάχες του εννιάχρονου Αγώνα. Οι δύσκολες και περίπλοκες ισορροπίες σχετικά με τη χρηματοδότηση των ομάδων αυτών ενέτεινε τη συχνά τεχνητή και για ιδιοτελείς λόγους πόλωση μεταξύ των «αγνών στρατιωτικών» και των «πανούργων πολιτικών» – πραγματικότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία μέχρι σήμερα, μια και αυτή έχει εθιστεί να αμφισβητεί συλλήβδην και με ευκολία το εκάστοτε πολιτικό της προσωπικό.
Εβδομον, το ότι το νοσηρό πολωτικό κλίμα δημιούργησε συχνά ένα εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό που έδωσε χώρο σε ακραίες αντιπολιτευτικές πρακτικές, στα όρια του εμφυλίου πολέμου. Τούτο έγινε φανερό όταν οι αντιπολιτευόμενοι τον Καποδίστρια δεν δίστασαν να πάρουν τα όπλα, να καταλάβουν τελωνεία ώστε να εισπράττουν αυτοί τα έσοδα «ως αντίβαρο της αμοιβής που τους στερούσε η κυβέρνηση για τα όσα προσέφεραν στην Επανάσταση», να καίνε τον ελληνικό στόλο –τον στόλο της χώρας τους– στον Πόρο και, τέλος, να δολοφονούν τον κυβερνήτη –τον κυβερνήτη της χώρας τους– το 1831.
Ογδοον, ότι –παρ’ όλα τα βίαια, τα ιδιοτελή, τα ψευδεπίγραφα, τα στρεψόδικα και τα βαριά– ο Αγώνας στηρίχθηκε στον ανιδιοτελή πατριωτισμό του μεγάλου αριθμού των Ελλήνων που σιωπηλά και αφοσιωμένα άντεξαν με πείσμα, αξιοπρέπεια και καρτερία τις σκληρές όψεις του μακρού αυτού πολέμου.
Ενατον, ότι πέρα από το πλήθος των ανώνυμων πατριωτών, δεκάδες επώνυμων επιτυχημένων επιχειρηματικά Ελλήνων, εντός ή εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –όπως ο βαθύπλουτος επιχειρηματίας της Ρωσίας Ιωάννης Βαρβάκης, στα χρόνια της ίδιας της Επανάστασης–, αισθάνθηκαν υποχρέωσή τους τόσο να συνδράμουν τους χειμαζόμενους συμπολίτες τους στις συμφορές τους όσο και να βοηθήσουν το νέο ελληνικό κράτος να αποκτήσει υποδομές, λειτουργίες και κτίρια απαραίτητα για την αναγέννησή του. Είναι οι περίφημοι εθνικοί ευεργέτες του 19ου αιώνα, αυτοί που τίμησαν την παράδοση ευεργετισμού που συνεχίζεται στην Ελλάδα μέχρι σήμερα. * Η κ. Μαρία Ευθυμίου είναι καθηγήτρια Ιστορίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Περισσότερα άρθρα του αφιερώματος της «Κ» με τίτλο: «Ελλάδα του ’21, του σήμερα και του αύριο»
1821