Home / Ειδήσεις / Μπροστά στην έκρηξη του πληθωρισμού: Aμηχανία και αλλαγή πορείας για κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες

Μπροστά στην έκρηξη του πληθωρισμού: Aμηχανία και αλλαγή πορείας για κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες

Η ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μας κινήθηκε τον Μάιο με ετήσιο ρυθμό 11,3% ήρθε να υπογραμμίσει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά με ένα ολοένα και πιο πάγιο στοιχείο της οικονομικής συγκυρίας που με τη σειρά του επιβάλλει αλλαγές πολιτικής.Η παράθεση των στοιχείων που οδηγούν σε αυτή την αύξηση καταδεικνύει ταυτόχρονα και την έκταση του προβλήματος και τις προκλήσεις που θέτει. Είναι πια σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την αύξηση του κόστους των καυσίμων ακόμη και εάν αυτό αποτυπώνεται στις μεγάλες αυξήσεις π.χ. των μεταφορών ή του κόστους θέρμανσης. Γιατί παράλληλα έχουμε σημαντικές αυξήσεις, σε ετήσια βάση και στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων.Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνολικότερο φαινόμενο, που άλλωστε έχει και διεθνή διάσταση και δεν περιορίζεται στα καύσιμα. Αυτό άλλωστε δείχνουν και οι αυξήσεις στον «δομικό πληθωρισμό», που εξαιρεί τα καύσιμα, τα τρόφιμα, τον καπνό και τα αλκοολούχα ποτέ, που στην Ευρωζώνη τον Μάιο εκτινάχθηκε στο 3,8%.Ανάλογα φαινόμενα καταγράφονται και σε άλλες χώρες: ο δομικός πληθωρισμός βρίσκεται στο 6,2% στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, 5,7% στον Καναδά και 4,1% στη Νότια Κορέα.Όλα αυτά δείχνουν ότι πέραν από την αύξηση των ενεργειακών τιμών που αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό και τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, ή τις αυξήσεις των τροφίμων που επίσης αντανακλούν επίσης ανάλογες αναστατώσεις, ιδίως στην παγκόσμια αγορά σιτηρών, έχουμε να κάνουμε με μια συνολικότερη αλλαγή στους όρους προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών.Αυτό δεν αντανακλά μόνο τα προβλήματα που υπάρχουν στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας των γεγονότων όπως τα λοκντάουν στην Κίνα – άλλωστε οι κινεζικές εξαγωγές ανέκαμψαν τον Μάιο – αλλά και την επιλογή σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων σε αυτή τη φάση να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν περιθώρια κερδοφορίας μέσα από εκτεταμένα mark up στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρουν.Την ίδια στιγμή παρότι κατά καιρούς επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση, είναι σαφές ότι η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού δεν οφείλεται κατά βάση σε κάποια μεγάλη αύξηση του κόστους εργασίας.Οφείλεται, όμως, εν μέρει, ή, πιο σωστά, ενισχύεται από το γεγονός ότι στη διάρκεια της πανδημίας οι κυβερνήσεις «έριξαν χρήμα» στις αγορές, με εκτεταμένα προγράμματα που απέτρεψαν την κοινωνική κρίση, όμως την ίδια στιγμή διαμόρφωσαν σωρευμένο εισόδημα που μπορεί να τροφοδοτήσει το πληθωριστικό ράλι των τιμών. Οι κοινωνικές επιπτώσειςΤο πρόβλημα με τον πληθωρισμό είναι πάντα διττό: από τη μια φαντάζει ως μια απομείωση της επένδυσης και της αξίας του σωρευμένου πλούτου. Από την άλλη, πάντοτε ο πληθωρισμός έχει άνισες κοινωνικές επιπτώσεις. Οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να τον αντιμετωπίσουν εν μέρει με το να αυξήσουν τις τιμές τους, όμως για τους μισθωτούς η αύξηση του πληθωρισμού είναι καθαρή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, μέχρι του σημείου της αδυναμίας να μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους.Στη χώρα μας αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο, γιατί εάν εξαιρέσουμε την αύξηση στον κατώτατο μισθό, δεν καταγράφεται κάποια συνολική αύξηση των αποδοχών. Την ίδια στιγμή οι αυξήσεις σε αγαθά όπως τα τρόφιμα ή στο συνολικό κόστος στέγασης, σημαίνουν πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους διαβίωσης, κάτι που μπορεί να διαμορφώσει όρους κοινωνικής κρίσης. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχουν πια μηχανισμοί όπως η ΑΤΑ ή έστω συλλογικές συμβάσεις με προβλεπόμενες αυξήσεις σε όλους τους κλάδους που μπορούσαν να περιορίζουν το κοινωνικό κόστος από τον πληθωρισμό.Επιπλέον, η αύξηση του κόστους στέγασης σε συνδυασμό με τις αλλαγές στον οικιστικό χάρτη σε ορισμένες περιοχές (της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης) και η επέκταση των διαφόρων παραλλαγών τουριστικών καταλυμάτων (airbnb κ.λπ.) συνεπάγονται τα πρώτα φαινόμενα μιας μίνι οικιστικής κρίσης σε ορισμένες περιοχές.Τα διλήμματα πολιτικήςΟι κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι αναζητούν αντιπληθωριστική πολιτική. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι κατά βάση μια γρήγορη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού  προϋποθέτει είτε μια απότομη οικονομική ύφεση, είτε μια μεγάλη αύξηση της ανεργίας, κινήσεις που ταυτόχρονα θα συρρίκνωναν τη συνολική ζήτηση και θα οδηγούσαν σε μείωση του κόστους εργασίας. Όμως, αυτό συνεπάγεται ένα κοινωνικό κόστος που δεν είναι δεδομένο ότι θέλουν να το αναλάβουν.Ακόμη περισσότερο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για αρκετές χώρες το ερώτημα της μεταπανδημικής ανάκαμψης ήταν ένα κρίσιμο διακύβευμα που σε μεγάλο βαθμό εξαρτήθηκε από τις μεγάλες «ενέσεις» δημοσίου χρήματος που υπήρξε, «ενέσεις» που τώρα αντιμετωπίζονται ως παράγοντας που τελικά συμβάλλει στην ενίσχυση των πληθωριστικών τάσεων.Αυτό γεννά το ερώτημα εάν και σε ποιον βαθμό η αντιπληθωριστική πολιτικής θα σημαίνει και την ανακοπή των αναπτυξιακών ρυθμών (και των αντίστοιχων κυβερνητικών πολιτικών), κάτι που μπορεί να εξηγήσει και την αποφυγή μέχρι τώρα λήψης μέτρων. Η αλλαγή πορείας της ΕΚΤΓια τα δεδομένα της ΕΚΤ η αντίσταση στο να κινηθεί ταχύτατα σε μια αντιπληθωριστική πολιτική, παρότι η καταστατική της εντολή ιεραρχεί σαφώς τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, ήταν αρκετά εντυπωσιακή και σηματοδοτούσε μια «νέα εποχή» όπου ακόμη και μια «λελογισμένη» αύξηση του πληθωρισμού μπορούσε να γίνει αποδεκτή και να μην οδηγήσει σε αυτόνοματη ενεργοποίηση «αντιμέτρων».Όμως, με τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη να επιμένει, τελικά ήρθε η ώρα για το πρώτο σήμα με την προαναγγελία για τον επόμενο μήνα αύξησης 0,25% στο βασικό επιτόκιο και την παράλληλη λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων (πέραν της επανεπένδυσης κερδών και της ειδικής πρόβλεψης για τη συνέχιση της ειδικής μεταχείρισης των ελληνικών ομολόγων για το επόμενο διάστημα), κίνηση που ήδη έχει ανάλογο αντίκτυπο και στην αγορά ομολόγων, με αυξήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων.Βεβαίως, μια ματιά στο κείμενο της ανακοίνωσης, που αφιερώνει αρκετό χώρο στο να υποστηρίξει ότι μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι θετικές, καταδεικνύει την αγωνία και την αβεβαιότητα για το μέλλον.Και αυτό γιατί πέραν των αποφάσεων της ΕΚΤ για την αύξηση των επιτοκίων και το τέλος της αγοράς ομολόγων, υπάρχει το αχαρτογράφητο τοπίο μιας Ευρώπης που βλέπει διαρκώς αυξανόμενες τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου και κλιμακώνει τις κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία και την προσπάθεια ενεργειακής απεξάρτησης αυτήν, παρότι αυτό ακριβώς επιτείνει το πρόβλημα του διαρκώς αυξανόμενου κόστους ενέργειας για την ευρωπαϊκή οικονομία.Το διακύβευμα της ανάπτυξηςΠαρότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ένα σημαντική δυναμική στο πρώτο τρίμηνο του 2022, με τον ρυθμό ανάπτυξης σε ετήσια βάση να κινείται στο 7%, η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθωρισμού δημιουργεί σοβαρά ζητήματα πολιτικής, κάτι που ήδη αποτυπώθηκε στην προσπάθεια λήψης μέτρων για τη συγκράτηση του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά.Ας μην ξεχνάμε ότι ο πληθωρισμός δεν σημαίνει μόνο αυξημένο κόστος διαβίωσης, αλλά με τα χαρακτηριστικά που έχει και αυξημένο κόστος παραγωγής, άρα και έναν φαύλο κύκλο αύξησης των τιμών, που από ένα σημείο και μετά δεν θα μπορεί τόσο εύκολα να μετακυλίεται στους τελικούς καταναλωτές, την ώρα που η κοινωνική συνοχή παραμένει σχετικά εύθραυστη. Επιπλέον, η αύξηση του ενεργειακού κόστους είναι πια τέτοια που επηρεάζει ακόμη και τη συνολική δαπάνη του δημοσίου.Την ίδια στιγμή μια αυξητική τάση στα επιτόκια, επίσης επηρεάζει και παραμέτρους όπως το κόστος δανεισμού της χώρας, κάτι που ήδη έχει αποτυπωθεί π.χ. στο πώς κινούνται ανοδικά οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, που ξεπέρασαν το 4%.Προφανώς και θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης ή η διαφαινόμενη καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό θα αντισταθμίσουν τις αρνητικές δυναμικές σε σχέση με τον  πληθωρισμό και τα επιτόκια, όμως, αυτό δεν είναι δεδομένο μεσοπρόθεσμα, ούτε αναιρεί την  «αυτοτελή» κοινωνική επίπτωση του πληθωρισμού στα λαϊκά στρώματα.

Πηγή

About ingr