Το Parler ήταν μια σχετικά άσημη πλατφόρμα που διεκδικούσε να λειτουργήσει ως εναλλακτική και ανταγωνιστική πλατφόρμα κυρίως απέναντι στο twitter. Ήδη από το 2018 που λανσαρίστηκε διεκδίκησε να είναι η πλατφόρμα που θα προσέφερε στους συντηρητικούς και ακροδεξιούς χρήστες την απεριόριστη ελευθερία που υποτίθεται ότι τους στερούσαν οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες των άλλων πλατφορμών.
Την επαύριον των εκτρόπων στο Καπιτώλιο, με την πλατφόρμα να έχει παίξει ρόλο και στο κλίμα που οδήγησε σε αυτά και ενώ διάφοροι συντηρητικοί influencers καλούσαν το κοινό τους να εγκαταλείψουν το twitter που «σίγασε» τον Τραμπ προς όφελος του Parler, η ζήτηση γι’ αυτό εκτινάχθηκε.
Όμως, αμέσως μετά τόσο η Google όσο και η Apple δήλωσαν ότι αφαιρούν τη συγκεκριμένη εφαρμογή από τα app stores τους, πράγμα που αμέσως κατέστησε πολύ πιο δύσκολο το να μπορεί κανείς να την κατεβάσει στο κινητό του. Και το τελειωτικό χτύπημα το έδωσε η Amazon Web Services που κατέβασε την εφαρμογή από τους server της, με αποτέλεσμα προς το παρόν να μην υφίσταται.
Το περιστατικό αυτό, εάν συνδυαστεί με τις πρόσφατες αποφάσεις σχετικά με την πρόσβαση του Ντόναλντ Τραμπ στους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για την ελευθερία του λόγου στην εποχή του διαδικτύου.
Τεχνολογία και δημόσια σφαίρα
Οι περισσότερες χώρες που αυτοπροσδιορίζονται ως «φιλελεύθερες δημοκρατίες» δεν έχουν προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές ως προς την προστασία της ελευθερίας του λόγου. Εάν εξαιρέσει κανείς τη συμπερίληψη του «λόγου μίσους» στις ποινικά κολάσιμες πρακτικές, σε γενικές γραμμές η τυπική ελευθερία του λόγου δεν έχει περιοριστεί και οι διαφορές ανάμεσα σε χώρες παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε διαφορετικές παραδόσεις ως προς τον ορισμό της. Σε χώρες βέβαια που τα πράγματα δεν εντάσσονται στα όρια της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», οι παρεμβάσεις είναι περισσότερες, συμπεριλαμβανομένου και του εκτεταμένου αποκλεισμού της πρόσβασης σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες.
Όμως αυτό που έχει αλλάξει είναι η ίδια η μορφή της άσκησης της ελευθερίας του λόγου. Σε προηγούμενες εποχές η δυνατότητα κάποιος να εκφράσει άποψη ήταν δεδομένη. Εάν έβρισκε ένα τυπογραφείο ή έστω ένα φωτοτυπικό μηχάνημα μπορούσε να διαδώσει την άποψή του. Ή να χρησιμοποιήσει ένα καφάσι ως αυτοσχέδιο βήμα και να αρχίσει να μιλάει. Η δυσκολία που συνήθως αντιμετώπιζε ήταν να μπορέσει να πει την άποψή του σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας ή αργότερα σε ένα τηλεοπτικό κανάλι ή ραδιόφωνο (παρά την αποστροφή του Άντι Γουόρχολ ότι όλοι έχουν δικαίωμα σε 15 λεπτά δημοσιότητας).
Όμως, ο ερχομός του διαδικτύου και ιδίως των πλατφορμών έδωσε μια νέα διάσταση. Πλέον οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες ελέγχουν την ίδια την υποδομή, το ίδιο το πεδίο της δημόσιας σφαίρας. Και εάν αυτό αρχικά ήταν η εξουσία των παρόχων IP και όσων στέγαζαν ιστοσελίδες, σήμερα η αντίστοιχη εξουσία έχει περάσει στις πλατφόρμες.
Από τη μια γιατί οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι σήμερα όχι μόνο από τα βασικά πεδία στα οποία διεξάγεται η όποια δημόσια συζήτηση, αλλά και οι βασικοί δυνητικοί «πολλαπλασιαστές» μιας άποψης. Από την άλλη, γιατί οι πλατφόρμες των μηχανών αναζήτησης επίσης είναι βασικοί ρυθμιστές στο πόσο εύκολα μπορεί κανείς να φτάσει σε μια άποψη στο διαδίκτυο.
Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ότι η «δημόσια σφαίρα» του διαδικτύου αντί για ελεύθερη και «εξισωτική» καταλήγει τελικά ελεγχόμενη και ιεραρχική. Είναι και ότι ο ρόλος του ελεγκτή μετατοπίζεται ουσιαστικά στις ιδιωτικές εταιρείες.
Από τη λογοκρισία στα ‘community standards’
Είναι γεγονός ότι σε μια πρώτη φάση τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έτειναν να χαρακτηρίζονται από σχετικά μεγάλη ελευθερία ως προς την έκφραση. Όμως σταδιακά, πρώτα στο facebook και αργότερα σε άλλες πλατφόρμες άρχισαν να εμφανίζονται παρεμβάσεις.
Διάφορα στοιχεία κατέτειναν σε αυτό. Όσο μεγάλωνε η απήχηση και τα έσοδα των πλατφορμών από τη διαφήμιση, πλήθαιναν και οι πιέσεις των διαφημιστών να μη συσχετίζονται με υλικό που δεν ήθελαν. Έπειτα υπήρξε όλη η συζήτηση για τη «μετα-αλήθεια» και τα fake news που πυροδοτήθηκε μάλιστα στην ίδια εποχή με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, που έκανε τις πλατφόρμες ευάλωτες σε πλήθος καταγγελιών ότι ανέχονταν την παραπληροφόρηση, πίεση που εντάθηκε και από την διάχυτη αίσθηση ότι στα πλαίσια των σύγχρονων μορφών «ασύμμετρου πολέμου» η εκμετάλλευση οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν εκτεταμένες και συστηματικές καμπάνιες επηρεασμού της κοινής γνώμης.
Αυτό οδήγησε ταυτόχρονα σε αλλαγές στους αλγόριθμους που με έναν εξαιρετικά σύνθετο τρόπο ρυθμίζουν το πώς, τι και σε ποια συχνότητα βλέπει κάποιος σε αυτές τις πλατφόρμες, αλλά και σε αυστηροποίηση των κριτηρίων ως προς το τι θεωρείται αποδεκτό.
Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε τα προηγούμενα χρόνια διάφορα κύματα «εκκαθαρίσεων» λογαριασμών. Άλλοι γιατί θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούσαν «ρητορική μίσους», άλλοι γιατί εντάσσονταν σε οργανωμένα σχέδια κρατικής προπαγάνδας (π.χ. Ρωσικής). Θα υπάρξουν και πλήθος διαμαρτυρίας κυρίως από σελίδες διαφόρων κινημάτων ή ρευμάτων που αντέδρασαν στην συμπερίληψή τους σε κατηγορίες «ρητορικής μίσους» που οδήγησαν στη σίγασή τους. Από κοντά και οι διάφορες καταγγελίες (ή ακόμη και «θεωρίες συνωμοσίας) για τη συνειδητή υπονόμευση υποτίθεται «ενοχλητικών» σελίδων, το λεγόμενο shadow banning.
Ανεξάρτητα από το βάσιμο των κατηγοριών αυτών, το ζήτημα που αναδείχτηκε ήταν ότι πλέον δεν έχουμε να κάνουμε με παραδοσιακές μορφές λογοκρισίας ή νομοθεσίας για τον περιορισμό ή τη ρύθμιση της ελεύθερης έκφρασης. Αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι μια σειρά από κριτήρια που αποφασίζονται από τις διοικήσεις των εταιρειών ως προς το τι είναι επιτρεπτό να εμφανίζεται σε μια πλατφόρμα, κριτήρια που συχνά μάλιστα στην πλήρη τους μορφή δεν είναι καν δημοσιοποιημένα και που την τήρηση των οποίων αναλαμβάνουν οι ανώνυμοι ελεγκτές της τήρησης των «κριτηρίων κοινότητας» ή διάφοροι «κυνηγοί hoaxes».
Τυπικά, πρόκειται για ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτές δεν είναι υποχρεωμένες να τηρούν τις συνταγματικές προβλέψεις για την ελευθερία του λόγου και άλλωστε πάντα στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης ή στους εκδοτικούς οίκους, ήταν η διεύθυνση αυτή που επέλεγε τι ήταν επιτρεπτό και θεμιτό να γραφτεί ή να ακουστεί.
Όμως, το πρόβλημα είναι ότι οι πλατφόρμες αποτελούν σήμερα την ίδια τη δημόσια σφαίρα και όχι απλώς μέσα που παρεμβαίνουν σε αυτή. Η δυνατότητά τους να επιβάλουν όντως τη «σίγαση» κάποιου είναι πολύ μεγαλύτερη από π.χ. την άρνηση κάποιας εφημερίδας να δημοσιεύσει κάτι.
Μπορεί να επιβληθεί σιωπητήριο σε έναν Πρόεδρο των ΗΠΑ;
Η απόφαση να μην μπορεί να χρησιμοποιεί τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης ο για μερικές μέρες ακόμη εν ενεργεία αμερικανός πρόεδρος προκάλεσε αμηχανία σε αρκετές δυτικές πρωτεύουσες.
Τυπικά, ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει στερηθεί την ελευθερία του λόγου. Μάλιστα, εξακολουθεί να απολαμβάνει εξαιρετικά μεγάλης δημοσιότητας. Όποτε θελήσει να κάνει δηλώσεις στον Λευκό Οίκο αυτές θα αναμεταδοθούν από τα αμερικανικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να χρησιμοποιήσει τους ιδιωτικούς λογαριασμούς τους.
Ωστόσο, ακόμη και έτσι το γεγονός ότι μπορούν οι ιδιωτικές πλατφόρμες να αποκλείσουν τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο, ακόμη και εάν αυτός έχει ευθύνη για μια κινητοποίηση που θέλησε να εισβάλει στο ίδιο το Καπιτώλιο, λειτουργεί ως μια ένδειξη της εξουσίας που αντικειμενικά έχουν αποκτήσει οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης υποκαθιστώντας άλλες μορφές της δημόσιας σφαίρας.
Ουσιαστικά είναι ως εάν κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον και θεμελιώδεις πλευρές της δημοκρατικής λειτουργίας να έχουν μεταφερθεί στα χέρια των διοικήσεων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Και αυτό σίγουρα μόνο ως πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί.
Μπορεί να υπάρξει μια δημόσια «ψηφιακή δημόσια σφαίρα»;
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλαπλά. Κάποια υπήρχαν ούτως ή άλλως, όπως είναι για παράδειγμα αυτά που αφορούν τα όρια ανάμεσα στην καταπολέμηση του «λόγου μίσους (ρατσιστικού, αντισημιτικού, σεξιστικού κ.λπ.) και την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου (που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι η ελευθερία της έκφρασης απόψεων που θα μας εκνευρίσουν ή ακόμη και εξοργίσουν).
Κάποια άλλα όμως αφορούν το ερώτημα για το μέλλον της δημόσιας σφαίρας στην εποχή του διαδικτύου των πλατφορμών. Σε ποιο βαθμό είναι συμβατή η εμβάθυνση της δημοκρατίας με τον αμιγώς ιδιωτικό έλεγχο του πεδίου και της τεχνολογικής υποδομής; Μπορούν να εκχωρηθούν τα ζητήματα δεοντολογίας στην καλή διάθεση των τεχνολογικών κολοσσών που ελέγχουν αυτή την υποδομή; Και εάν υπάρχει τόση ανησυχία για τη δυνατότητα «κακόβουλων» κρατικών παρεμβάσεων και ψηφιακής «παραπληροφόρησης», γιατί δεν υπάρχει ανάλογη ανησυχία για τη δυνατότητα των μεγάλων εταιρειών, με τεράστια κεφαλαιοποίηση, να προωθήσουν τις δικές τους ατζέντες μέσα από την πραγματική εξουσία που ασκούν στο πώς αρθρώνεται η δημόσια συζήτηση;
Αυτό σημαίνει ότι καθίσταται επιτακτική μια συζήτηση για το πώς θα κατοχυρωθεί ξανά η αναγκαία αυτονομία της δημόσια σφαίρας, ιδίως από τη στιγμή η ίδια η τεχνολογία που επιτρέπει τέτοιας κλίμακας ιδιωτικό έλεγχο, δίνει και τη δυνατότητα και για εναλλακτικές μη κερδοσκοπικές εκδοχές μιας ψηφιακής δημόσιας σφαίρας. Ένα ερώτημα που θα μας απασχολήσει αρκετά τα επόμενα χρόνια.