Εχουμε αναρωτηθεί γιατί η Ελλάδα δανείζεται όσο περίπου δανειζόταν στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής του 1922; Τότε, η διαφορά απόδοσης (spread) μεταξύ του ελληνικού κόστους δανεισμού και του μακροχρόνιου κόστους δανεισμού στο Λονδίνο βρισκόταν στις 211 μονάδες βάσης. Στις αρχές Ιανουαρίου 2023 η διαφορά απόδοσης μεταξύ του δεκαετούς ελληνικού κόστους δανεισμού και του αντίστοιχου γερμανικού βρισκόταν στις 225 μονάδες βάσης. Οι επενδυτές, λοιπόν, αντιμετώπιζαν το 1922 και αντιμετωπίζουν, 100 χρόνια μετά, την Ελλάδα εξίσου δύσπιστα.
Η Ελλάδα πληρώνει τις χρεοκοπίες των ετών 1827, 1893, 1932. Πληρώνουμε, όμως, και τη χρεοκοπία του 2010 η οποία έλαβε χώρα εντός της Ευρωζώνης. Πράγματι, εμπειρικές αναλύσεις των πιστοληπτικών αποφάσεων των οίκων αξιολόγησης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα επεισόδια χρεοκοπίας κοστίζουν στην «παθούσα» χώρα, άρα και στην Ελλάδα, μέχρι και δύο βαθμίδες. Είτε λοιπόν το θέλουμε είτε όχι, οι οίκοι αξιολόγησης μέσω των αποφάσεών τους επηρεάζουν το κόστος κρατικού δανεισμού, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει, τα μέγιστα, το κόστος δανεισμού των ιδιωτικών επιχειρήσεων και, κατά συνέπεια, τα επενδυτικά τους σχέδια. Στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, οι ηγέτες της Ευρωζώνης συζήτησαν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης, ο οποίος αφενός μεν θα λειτουργούσε ως «αντίλογος» στην «παντοδυναμία» των (τριών) βασικών οίκων αξιολόγησης (ήτοι Moody’s, Standard & Poor’s, Fitch), αφετέρου δε θα ενίσχυε, ώς ένα βαθμό, την ανταγωνιστικότητα στον συγκεκριμένο χώρο. Αντί αυτού, πρόσφατη ακαδημαϊκή έρευνα διαπίστωσε ότι το 2021, 65,8% των funds στην Ευρώπη λάμβαναν επενδυτικές αποφάσεις κάνοντας χρήση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων (από τους οίκους αξιολόγησης) σε σχέση με το 46,8% των funds το 2012. Με άλλα λόγια, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν την τελευταία δεκαετία αυξήσει περαιτέρω τη δύναμή τους!
Ενδεχόμενη πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας από τη S&P κατά μία βαθμίδα θα επαναφέρει τη χώρα μας στα «σαλόνια» της επενδυτικής βαθμίδας. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μειώσει το ελληνικό κόστος δανεισμού μέχρι και μία ποσοστιαία μονάδα. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή, λόγω πληθωρισμού, η ΕΚΤ ενδέχεται να αυξήσει τα επιτόκια πάνω από το 3%. Με άλλα λόγια, ενδεχόμενη πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας θα λειτουργήσει ως «αντίβαρο» στο αυξανόμενο κόστος δανεισμού το οποίο απορρέει από τη νομισματική σύσφιγξη της ΕΚΤ. Στον βαθμό λοιπόν που η χώρα μας αποφύγει, στον δρόμο προς τις εκλογές, τη« μίζερη» επιστροφή στην πολιτική και (χρηματο) οικονομική αβεβαιότητα, δημιουργούνται δυνατότητες «συμπίεσης» του ελληνικού spread κάτω από το «ψυχολογικό» επίπεδο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News