Ο Ντόναλντ Τραμπ αφήνει πίσω του μια βαριά κληρονομιά. Αυτή αφορά τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό των ΗΠΑ και η αναμέτρηση με αυτή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο Τζο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του.
Στο εσωτερικό της χώρας ο Μπάιντεν έχει την πρόκληση να αντιμετωπίσει την κατάσταση της οικονομίας και το ερώτημα του πώς ότι μόνο θα «αναθερμανθεί» αλλά και να αποκτήσει χαρακτηριστικά ενός νέου κύκλου με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με όρους που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να επιτρέψουν και τη βελτίωση της θέσης των πιο φτωχών στρωμάτων. Έχει ακόμη να απαντήσει μια πραγματικότητα ενός ρατσισμού βαθιά εγγεγραμμένου στον κοινωνικό ιστό αλλά και μια κοινωνία περισσότερο παρά ποτέ πολωμένη. Έχει τέλος να αντιμετωπίσει τη βαθύτατη κρίσης της δημοκρατίας σε μια χώρα που τα προηγούμενα χρόνια θεώρησε ότι μπορούσε να κάνει έως και ένοπλες επεμβάσεις για να «εξάγει» τη δημοκρατία σε άλλες χώρες.
Στο εξωτερικό καλείται να δείξει ότι μπορεί να έχει μια εξωτερική πολιτική που να επαναφέρει ένα μέρος του χαμένου κύρους της Αμερικής σε μια συγκυρία όπου ο κόσμος γίνεται πιο περίπλοκος και πιο δυναμικός ως προς τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται και όπου ο συνδυασμός της αποχώρησης των ΗΠΑ από πολυμερείς μορφές συνεννόησης και όξυνσης της επιλεκτικής επιθετικότητας, που πρόκρινε ο Ντόναλντ Τραμπ, απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Η κατάσταση της οικονομίας
Το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο των ΗΠΑ έχει επιδεινωθεί το τελευταίο διάστημα. Ο Τζο Μπάιντεν παραλαμβάνει μια πανδημία που έχει ήδη κοστίσει τις ζωές πάνω από 400.000 αμερικανών, μια μεγάλη ανεργία και μια βαθιά οικονομική ύφεση, που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί μόνο από την ανάκαμψη που αναμένεται για το 2021.
Ο Μπάιντεν έχει στα χέρια του το όπλο που έχουν χρησιμοποιήσει και άλλες αμερικανικές κυβερνήσεις: τα μεγάλα περιθώρια που έχει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να δανειστεί χωρίς κόστος. Επιδιώκει ένα ακόμη πακέτο ενίσχυσης ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που θα φέρει το συνολικό ύψος των πακέτων στήριξης στο 27% του ΑΕΠ προ κρίσης. Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί, όπως ο Λάρι Σάμερς που ήδη μιλούν για κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας εξαιτίας του μεγέθους των πακέτων στήριξης.
Οι υποστηρικτές των πακέτων τονίζουν τη σημασία που μπορούν να έχουν τα πακέτα αυτά για τη συνολική αναθέρμανση της οικονομίας και τα αποτελέσματα «πολλαπλασιαστή» που μπορεί να έχει τόσο η ενίσχυση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και οι νέες δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές.
Ωστόσο, υπάρχουν και απόψεις που υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματα «πολλαπλασιαστή» θα είναι πολύ μικρότερα, καθώς τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας είναι πολύ πιο δομικά και αφορούν τη δυσκολία να μπορέσουν να επιτευχθούν τα επιθυμητά επίπεδα κερδοφορίας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια μεγάλη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων.
Τα όρια της διακυβέρνησης με «διατάγματα»
Η επιλογή του Μπάιντεν να ξεκινήσει με ένα μπαράζ από διατάγματα (executive orders) για να μπορέσει να ανατρέψει κρίσιμες πολιτικές του Τραμπ, από ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση της πανδημίας έως ζητήματα που αφορούν τη στάση απέναντι στους μετανάστες είχε ταυτόχρονα πρακτική και συμβολική σημασία. Σε πρακτικό επίπεδο επέτρεπε την άμεση άσκηση πολιτικής και συμβολικά έδινε τον τόνο ότι αμέσως «ξεκινά δουλειά».
Ωστόσο, ο Μπάιντεν γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κυβερνά μόνο με διατάγματα. Θα χρειαστεί να περάσει και νομοθετήματα, ιδίως για τις πιο μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις που θα ήθελε να περάσει. Εκεί θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση στο Κογκρέσο, όπου η πλειοψηφία των Δημοκρατικών και στα δύο σώματα δεν σημαίνει ότι δεν θα χρειαστούν διαπραγματεύσεις επίμονες και δύσκολες.
Επίσης, το επόμενο διάστημα ο Μπάιντεν θα κριθεί ως προς το πόσο μακριά θέλει να πάει με μέτρα που πραγματικά αφορούν κοινωνικά στρώματα που επένδυσαν στην εκλογή του. Το υπέρογκο φοιτητικό χρέος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί ότι θα ασχοληθεί με το ζήτημα υποστηρίζοντας ότι θα προσπαθήσει να περιορίσει το ύψος του χρέους σε όσους πήραν ομοσπονδιακά δάνεια για να πληρώσουν τα δίδακτρα στα κολέγια που σπούδασαν. Όμως, δεν έχει δεσμευτεί στο αίτημα μιας καθολικής διαγραφής του φοιτητικού χρέους, παρότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Αντίστοιχα, η πάλη κατά του ρατσισμού θα απαιτούσε μια συνολικότερη αναμέτρηση με τις κοινωνικές συνθήκες και τα εμπεδωμένα συμφέροντα που συντηρούν την αναπαραγωγή των διακρίσεων, μαζί με όλα τα αντανακλαστικά της «λευκής Αμερικής», στοιχεία που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μπορούν να ανατραπούν χωρίς μεγάλες τομές και συγκρούσεις.
Όσο για την «επιδιόρθωση» μιας βαθιά τραυματισμένης δημοκρατίας, αυτό θα απαιτούσε τη γενναία αναμέτρηση με τους αναχρονισμούς που διέπουν το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, ξεκινώντας από το ίδιο το σύστημα των εκλεκτόρων. Όμως, σε μια χώρα που δεν μπορεί καν να καταργήσει τη κατοχυρωμένη υπονόμευση της αρχής της πλειοψηφίας μέσω του filibuster στη Γερουσία, αυτή η μάχη δείχνει πολύ δύσκολη.
Οι ανοιχτές προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής
Παρότι ο Μπάιντεν θα δώσει μεγάλη έμφαση στην προσπάθεια να βελτιώσει την εικόνα της Αμερικής κύρια μέσα όπως η επιστροφή στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή η επανέναρξη διαπραγματεύσεων για θέματα όπως οι εμπορικές συμφωνίες, εντούτοις, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι ανάλογες με αυτές της περιόδου Τραμπ και τα στοιχεία συνέχεια θα συνυπάρξουν με τις τομές.
Ο πυρήνας του ζητήματος είναι ότι το σύνολο του αμερικανικού συστήματος μοιράζεται την ίδια αντίληψη για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, μια αντίληψη που κυριαρχεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική ήδη από τη δεκαετία του 1940.
Είναι δύσκολο να μιλήσουμε πραγματικά για «απομονωτισμό» των ΗΠΑ ακόμη και εάν η ρητορική του Τραμπ έτεινε προς τα εκεί. Το πραγματικό ερώτημα αφορά τις στρατηγικές επιλογές για τη διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας σε μια εποχή που αυτή αμφισβητείται τόσο από τον τρόπο που η Ρωσία σε στρατιωτικό και γεωπολιτικό επίπεδο διεκδικεί να είναι μια υπερδύναμη, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής της στη νέα κούρσα των εξοπλισμών, όσο και από τη σημαντική άνοδο της κινεζικής ισχύος, οικονομικής αλλά και γεωπολιτική, παράλληλα με την ανάδυση και άλλων ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων.
Αυτό άλλωστε είχε αποτυπωθεί και από τον τρόπο που καιρό τώρα περιέγραφαν τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής άνθρωποι όπως ο Τζέικ Σάλιβαν, ο νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Μπάιντεν. Μπορεί να κυριαρχεί ένας τόνος αποφυγής των ανοιχτών συγκρούσεων ή των πολεμικών κλιμακώσεων, αλλά η κατεύθυνση για την αντιπαράθεση τόσο με τη Ρωσία όσο και την Κίνα είναι σαφής, έστω και με την έννοια της επιβεβαίωσης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, σε συνδυασμό με την εκ νέου επιστροφή του «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» και των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων».
Ούτε ήταν τυχαίο ότι Άντονι Μπλίνκεν αντιμετωπίστηκε σχετικά θετικά από σημαίνοντες ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία, ακριβώς επειδή υιοθέτησε επιθετική στάση σε σχέση με την Κίνα (συμπεριλαμβανομένης της ανάδειξης του θέματος των Ουιγούρων), υπερασπίστηκε το Ισραήλ και επέμεινε ότι σκοπός είναι η αποτροπή της άφιξης νέων μεταναστών.
Αντίστοιχα, η επιμονή στη δυνατότητα να υπάρξει περισσότερη αμερικανική διπλωματική κινητικότητα στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης και της αποφυγής κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Ιράν μπορεί να αναδεικνύει την αντιφατικότητα της πολιτικής του Τραμπ (που ταυτόχρονα διακήρυττε την έξοδο από τις πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή και κινούνταν σε μεγαλύτερη εμπλοκή εναντίον του Ιράν), όμως αυτή είναι περισσότερο εγγενής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική για την περιοχή. Γιατί η ανάγκη να «τελειώσουν οι ατελείωτοι πόλεμοι» (θέση με διακομματική συναίνεση) εξακολουθεί να πρέπει να συνδυαστεί με ένα φάσμα από σχέσεις και συμμαχίες και συγκρούσεις προς διαχείριση από τις οποίες η έξοδος είναι μάλλον δυσκολότερη.