Παλιά φοιτητική συνήθεια. Μου αρέσει να διαβάζω δυο και τρία βιβλία ταυτοχρόνως.
Το lockdown ευτυχώς δεν άλλαξε τη συνήθεια, αλλά προσέφερε διάθεση και χρόνο.
Ετσι διάβασα μαζί τον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του Μπάρακ Ομπάμα («Γη της Επαγγελίας», ΑΘΕΝΣ Bookstore Publications, 2020) και την τελευταία βιογραφία του Φράνκλιν Ντελέινο Ρούζβελτ («Franklin D. Roosevelt: A political life», Viking/Allen Lane, 2017) ενός έξοχου αμερικανού ιστορικού, του Ρόμπερτ Ντάλεκ.
Δεν τα ταίριαξα επίτηδες. Αλλά τελειώνοντας συνειδητοποίησα ότι δύο ογκώδη βιβλία (κάπου δύο χιλιάδες σελίδες στο σύνολό τους!) ήταν μια προσωποποιημένη αφήγηση της δημοκρατίας στην Αμερική. Ενας ντε Τοκβίλ με φωτογραφίες.
Από τη μια μεριά ένα πατρίκιος, προνομιούχος γόνος μιας από τις καλύτερες οικογένειες της Νέας Υόρκης, ανάπηρος από πολιομυελίτιδα, εξάδελφος και ανιψιός προηγούμενου Προέδρου των ΗΠΑ.
Από την άλλη ένας μιγάς από τη Χαβάη με παράξενο όνομα, «μπασκετικός» και κοινωνικός ακτιβιστής στις γειτονιές του Σικάγου.
Ανεξαρτήτως της προέλευσης του καθενός όμως τελείωσαν και οι δύο το ίδιο Πανεπιστήμιο, το Χάρβαρντ. Υπηρέτησαν το ίδιο κόμμα, το Δημοκρατικό. Εξελέγησαν στο ίδιο αξίωμα, την προεδρία. Κατοίκησαν στο ίδιο εμβληματικό σπίτι, τον Λευκό Οίκο.
Κυβέρνησαν αθροιστικά πάνω από είκοσι χρόνια – 1932-1945 ο Ρούζβελτ, 2008-2016 ο Ομπάμα. Κι άφησαν ένα αποτύπωμα στην αμερικανική πολιτική. Αδιαμφισβήτητο στην περίπτωση του Ρούζβελτ. Υπό συζήτηση ακόμη για τον Ομπάμα.
Ο Χένρι Κίσιντζερ έλεγε κάποτε ότι το μεγαλείο της αμερικανικής δημοκρατίας είναι πως «οιοσδήποτε μπορεί να γίνει Πρόεδρος». Και προσέθετε ότι το μεγάλο μειονέκτημά της είναι πως «οιοσδήποτε μπορεί να γίνει Πρόεδρος».
Το ζήσαμε με τον Τραμπ!
Θα έλεγα ότι αυτή η εικόνα μια ανοιχτής δημοκρατίας δεν είναι πλήρης.
Αφενός επειδή δεν υπονοεί απαραιτήτως μια ανοιχτή κοινωνία.
Την πρώτη χρονιά της θητείας του Ρούζβελτ (1933) καταγράφηκαν είκοσι οκτώ λιντσαρίσματα μαύρων στον Νότο.
Ο προοδευτικός Ρούζβελτ (που είχε εκλεγεί με ψήφους του Νότου από ένα κόμμα που είχε ισχυρά ερείσματα στον Νότο) δεν ήθελε να ανακατευτεί. Το ανακήρυξε περίπου τοπικό πρόβλημα.
Στους ακτιβιστές που τον πίεζαν να κάνει κάτι, ο Πρόεδρος απαντά «γνωρίζω τον Νότο, εκεί γεννιέται μια νέα πολιτική γενιά και πρέπει να είμαστε υπομονετικοί». Η σύζυγός του Ελινορ προσέθεσε μάλιστα ότι «είναι θέμα παιδείας».
Το… λιντσάρισμα!
Αφετέρου επειδή δεν είναι μια χώρα χωρίς ελίτ. Κάθε άλλο.
Απλώς είναι μια χώρα που παράγει τις ελίτ. Στην παραγωγή τους η εκπαίδευση και η επίδοση, όχι η προέλευση, παίζουν τον κεντρικό ρόλο.
Ο Ρούζβελτ, ο Ομπάμα κι άλλοι έξι Πρόεδροι (στους 44) αποφοίτησαν ή πέρασαν από το Χάρβαρντ. Αν προσθέσω το Γέιλ, το Στάνφορντ και το Πρίνστον, ο αριθμός ανεβαίνει στους δεκαέξι.
Ούτως ή άλλως, η ίδια η αμερικανική πολιτική είναι μια μακρά εκπαίδευση στην πολιτική. Αν δεν κάνω λάθος, ο Τραμπ είναι ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τον Αϊζενχάουερ που εξελέγη χωρίς να έχει ασκήσει προηγουμένως καμία εξουσία εκτελεστική ή νομοθετική, σε κανένα ομοσπονδιακό ή πολιτειακό επίπεδο.
Και ο Αϊζενχάουερ είχε τουλάχιστον να επιδείξει μια λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία.
Για να επιστρέψω λοιπόν στην παρατήρηση του Κίσιντζερ και παρά τις κάποιες εξαιρέσεις, δεν εκλέγεται «οιοσδήποτε» Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Τον Σεπτέμβριο 2008, μόλις έναν μήνα πριν από τις εκλογές, μέσα στην κρίση της Lehman Brothers και με ορατό τον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας, όλοι συμβουλεύουν τον Ομπάμα να μην ανακατευτεί και να αφήσει τους Ρεπουμπλικανούς να φορτωθούν την κρίση που ξέσπασε στη βάρδια τους.
Δεν τους άκουσε. Η απάντησή του ήταν:
Αν θέλω να εκλεγώ Πρόεδρος, πρέπει να συμπεριφερθώ ως Πρόεδρος!
Πόσοι έλληνες (ακόμη και ευρωπαίοι…) πολιτικοί θα το έλεγαν; Ποιος δεν θα άφηνε το κόστος στον αντίπαλο και μάλιστα παραμονές μιας εκλογής;
Ούτε καν ο Ρούζβελτ που σε αντίστοιχη (και μάλιστα κρισιμότερη περίπτωση…) το 1932 φρόντισε να φορτώσει τη «Μεγάλη Ύφεση» μέχρι τελευταίας δεκάρας στον απερχόμενο αντίπαλό του Χέρμπερτ Χούβερ.
Εχω την αίσθηση τελικά ότι τέτοιες συμπεριφορές απορρέουν από το πλαίσιο του αμερικανικού δικομματισμού. Ενός δικομματισμού που περισσότερο θυμίζει «διακομματικότητα».
Κι αυτό προκύπτει όχι τόσο από το κομματικό σύστημα, αλλά από τη νομοθετική διαδικασία.
Είναι τόσο περίπλοκη κι ανεξιχνίαστη, ανακατεύει τόσο απροσδιόριστα το εθνικό με το τοπικό και το ομοσπονδιακό με το πολιτειακό, που ομολογώ ότι ακόμη δεν έχω καταλάβει απολύτως πώς δουλεύει.
Το μόνο που μπορώ να σημειώσω είναι ότι αποτελεί την πιο «διακομματική» διαδικασία νομοθέτησης που μπορεί κανείς να συναντήσει σε μια μεγάλη δυτική δημοκρατία.
Κι αυτή νομίζω η «διακομματικότητα» είναι που εμποδίζει ακόμη και στις χειρότερες στιγμές τον «δικομματισμό» να εγκαταλειφθεί στα δεινά της πόλωσης και της τυφλής σύγκρουσης.
Οχι πως τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν ή δεν υπήρξαν. Τις έζησαν και ο Ρούζβελτ και ο Ομπάμα και άλλοι Πρόεδροι. Απλώς η ίδια η διαδικασία εμπεριέχει δικλίδες εκτόνωσης ή συγκερασμού.
Χωρίς αμφιβολία και ο Ρούζβελτ και ο Ομπάμα ήταν Πρόεδροι που προκάλεσαν ισχυρά πάθη, μίση και συγκρούσεις.
Η αμερικανική δημοκρατία άλλωστε δεν είναι φιλήσυχο ελβετικό καντόνι. Ούτε κατοικείται από προσκόπους, οσίους και παιδιά της χορωδίας.
Παρ’ όλα αυτά καταφέρνει και λειτουργεί ένα δύσκολο, ετερόκλητο και μπερδεμένο μαγαζί σε συνθήκες σεβασμού ή επιβολής ενός γενικού πλαισίου αρχών και στο όνομα (κατά τον ιδρυτικό της μύθο) ενός κοινού πεπρωμένου.
Το γνωστό κυνικό καλαμπούρι ότι «κι εσείς σκοτώνετε τους μαύρους!» δεν είναι εντελώς αβάσιμο.
Αλλά το μεγάλο επίτευγμα της αμερικανικής δημοκρατίας είναι ότι κάνει και πολλά άλλα, πολύ καλύτερα πράγματα.