Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, με πραγματικό όνομα Ιωάννης Τριανταφύλλου, έμεινε γνωστός στην ελληνική Ιστορία για δύο λόγους: για την ηρωική του στάση στην Επανάσταση του 1821 και για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολική η διαπίστωση ότι ο λογοτέχνης Μακρυγιάννης επισκιάζει τον ήρωα.
Την πρώτη του ιδιότητα, αυτή του ήρωα, θα την δούμε αργότερα, καθώς αναζητούμε στο Ιστορικό Αρχείο τον Δρόμο των Ελλήνων προς την Ελευθερία
Σήμερα, με τη βοήθεια του «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ» και του Στράτου Πατατζή θα σταθούμε στον «λογοτέχνη» Μακρυγιάννη.
«Ποιος να του τόλεγε του στρατηγού Μακρυγιάννη, πως θα επιζούσε στην ιστορία μας πιο πολύ σα συγγραφέας και μάλιστα πώς θαπαιρνε μια θέση εντελώς ξεχωριστή στην ιεραρχία του πνευματικού μας πανθέου;»
Η ανακάλυψη των αρχείων
Το να δημοσιευθούν όμως τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη (1907) και να φτάσουν έτσι ως τις μερες μας, δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση.
«Όταν ο Μακρυγιάννης πέθανε (στις 27 Απριλίου 1864) άφησε τα χειρόγραφα καταχωνιασμένα σε κάτι παληοτενεκέδες, στα υπόγεια του σπιτιού του δίχως να κάνη γι’ αυτά λόγο σε κανέναν. Οι δικοί του, κάτι θα πρέπει να ήξεραν, αλλά τρομοκρατημένοι καθώς ήτανε από τους διωγμούς και με το φόβο πως μπορεί να βρούνε το μπελά τους απ’ την αθυροστομία του στρατηγού, τ’ άφησαν στους τενεκέδες.
»Με τον καιρό τα ξέχασαν και οι ίδιοι, τα έθαψαν κάτω από ένα σωρό παληατσούρες και δεν θα τα έβρισκαν ποτέ ίσως, αν ο αείμνηστος Βλαχογιάννης δεν επέμενε και δεν ενοχλούσε κάθε τόσο τον επιζώντα Κίτσο Μακρυγιάννη, γυιό του στρατηγού, να ψάξη στα υπόγεια του σπιτιού τους. Ώσπου βρέθηκαν επί τέλους!»
Ο Βλαχογιάννης, δεν είναι άλλος από τον δημοσιογράφο, συγγραφέα και ιστορικό Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος με την οικονομική στήριξη του Αντώνιου Μπενάκη, περιέσωσε και συγκέντρωσε ένα τεράστιο σε όγκο αρχείο εγγράφων της περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης. Επιπλέον ήταν αυτός που εισηγήθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Η αποκρυπτογράφηση
Όταν λοιπόν βρέθηκαν τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη«άρχισε για τον Βλαχογιάννη ένας άλλος αγώνας, πολύ σημαντικότερος!»
Έπρεπε να διαβάση, να ταξινομήση, να σχολιάση όλον αυτόν τον όγκο, προτού τον παραδώση στον εκδότη. Να ‘διαβάση’ είπαμε. Λάθος. Το σωστότερο θα ήτανε να λέγαμε ‘ν’ αποκρυπτογραφήση’».
Την αποκρυπτογράφηση καθιστούσε αναγκαία ο άναρχος τρόπος γραφής του Μακρυγιάννη. Η επιμέλεια των απομνημονευμάτων του, αποδείχθηκαν για τον Βλαχογιάννη, σωστή δοκιμασία.
«Ο Μακρυγιάννης δεν ήξερε τι θα πη παράγραφος, κόμμα, τελεία, ορθογραφία κλπ. Τα γράμματά του ήταν στρογγυλά και μεγάλα, αλλά έμοιαζαν όλα μεταξύ τους και μπλέκονταν κατά τρόπο αξεδιάλυτο – ίσως γιατί έτσι ήθελε να μιμηθή ο συγγραφές τους γραμματισμένους, που γράφουν «κολλητά».
«Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι πως δεν είχε συνείδηση της παραστάσεως του γραπτού λόγου αλλά έγραφε τις λέξεις όπως τις ‘άκουγε’, και , καθώς είναι επόμενο, οι περισσότερες σηνηχήσεις, αντηχούσαν στ’ αυτιά του σαν μια λέξη.
»Γράφει λόγο χάριν ‘ναιδη’ και αυτό σημαίνει ‘να ιδή’, ‘ταλαθι’, και εννοεί ‘τα λάθη’. Το άτονο ‘ου’, το ακούει σα Ρουμελιώτης και το γράφει ‘ο’: ‘Τοφέκι’ (τουφέκι), ‘βονά’ (βουνά), αφό (αφού) κλπ. Δεν ξέρει επίσης να χρησιμοποιήση τα διπλά σύμφωνα και γράφει ‘πένου» (μπαίνω), «άνκελος» (άγγελος), «συνκενίς» (συγγενής)».
Όπως όμως αναφέρει, ο Στράτος Πατατζής «Όλα αυτά, δεν τον εμποδίζουν να είναι λογοτέχνης. Γιατί ο λογοτέχνης δεν είναι ο ‘λεξοτέχνης’ εκείνος που γράφει σωστά και ωραία το γραφτό μας λόγο αλλά εκείνος που μπορεί ν’ αναπλάθη τον κόσμο, που έχει το χάρισμα να ζωντανεύη τα πλάσματά του, να τους δίνη πνοή αληθινής ζωής αυτός που, μ’ ένα λόγο είναι δημιουργός».
Προς του αναγνώστες του μέλλοντος
Ο Μακρυγιάννης είχε πλήρη επίγνωση των αδυναμιών του ως προς τον χειρισμό της γλώσσας.
«Ομολογεί πως είναι ‘αμαθής’ και αγράμματος και αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση συγγνώμη από τους αναγνώστες του «επειδή έλαβα αυτήν την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου», καθώς γράφει στον πρόλογό του. Δεν το λέει από μετριοφρυσύνη, ούτε από πνευματική παλληκαριά – μολονότι η αρετή αυτή δεν τούλειπε.
»Η αγραμματοσύνη του είναι για τον Μακρυγιάννη μια πληγή βαθειά, ένα συναίσθημα ενοχής, σχεδόν, που αδιάκοπα τον βασανίζει και αδιάκοπα αγωνίζεται να το καταπνίξη».
Πότε γράφτηκαν τα απομνημονεύματα
Το μεγαλύτερο μέρος των απομνημονευμάτων του, ο Μακρυγιάννης το έγραψε στο ‘Αργος και στο Ναύπλιο, την εξαετία 1826 -1832.
«Τα συνέχισε ύστερα από πολλά χρόνια στην Αθήνα, σε διάφορα χρονικά διαστήματα και με το φόβο πάντοτε μήπως τον ανακαλύψουν. Τα χειρόγραφα τάχωνε μέσα σ’ έναν τενεκέ, στις δύσκολες ημέρες, κι ύστερα, όταν τα πράγματα ησύχαζαν κάπως, τα ξανάβγαζε και τα επεξεργαζότανε.
»Έτσι η συγγραφή κράτησε πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και μόλις το 1854 μπόρεσε ο συγγραφέας να τα τερματίση, γράφοντας τον επίλογο»
Στον επίλογο αυτόν ανήκει μια ιστορική φράση που δυστυχώς πολλές φορές την έχουμε ακούσει αλλά ελάχιστά τηρήσει.
«Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα.
»Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι.
»Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός ‘εγώ’, ούτε ο αδύνατος.
»Ξέρετε πότε να λέγη ο κανείς ‘εγώ’; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε ‘εμείς’.
»Είμαστε εις το εμείς κι όχι εις το εγω».