Η ιστορία πίσω από την πρώτη μαζική απόρριψη αποδοχής μεταναστών της ανθρωπότητας.
Το ποτήρι είχε αρχίσει να ραγίζει ήδη από τα τέλη του 1990. Παραμονές Χριστουγέννων και οι πρώτοι Αλβανοί περνούν τα σχεδόν αφύλακτα σύνορα με την Ελλάδα. Από την πλευρά της Αλβανίας οι συνοριοφύλακες είχαν χαλαρώσει – αν δεν είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις – τους ελέγχους ενώ από την πλευρά της Ελλάδας ο ενθουσιασμός που είχε δημιουργηθεί από την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ άφηνε να γίνει και «θριαμβευτική» πράξη η κάθοδος των αδελφών μας Βορειοηπειρωτών και των απελπισμένων Αλβανών.
Λίγο αργότερα, και καθώς σε καθημερινή βάση διέρχονταν από τα σύνορα χιλιάδες άτομα, ο αρχικός ενθουσιασμός και οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί ότι εδώ ήταν η γη της επαγγελίας ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς προσπάθησε ανεπιτυχώς να κλείσει την στρόφιγγα που ο ίδιος και η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε ανοίξει.
Τι και αν ο ίδιος βγαίνει στην κρατική τηλεόραση και ζητούσε από τους ομογενείς » να παραμείνουν εκεί, να είναι η συνέχιση του αυτού το κομματιού του ελληνισμού» τι και αν ο Μητσοτάκης με επίσκεψη του στα Τίρανα προσπαθήσει να ρίξει τους τόνους, το ρεύμα μεταναστών στην χώρα μας δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα αυξάνεται. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 1991 ήδη είχαν περάσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα 11.000 Αλβανοί πολίτες από τους οποίους οι 5.000 επαναπατρίζονται οι υπόλοιποι παρέμειναν καθώς ήταν Βορειοηπειρώτες ή τουλάχιστον έτσι δήλωναν.
Λίγους μήνες αργότερα στην Ιταλία θα στηνόταν ένα σκηνικό που θα σόκαρε από την μαζικότητα του αλλά και την βαρβαρότητα των Ιταλών τον πλανήτη. Όλα ξεκίνησαν από ένα τρελό και παράτολμο σχέδιο που είχαν κάποιοι στο λιμάνι του Δυρραχίου στις 7 Αυγούστου του 1991. Το πλοίο Vlora (o Αυλώνας στα αλβανικά) είχε δέσει για να ξεφορτώσει 10.000 τόνους ζάχαρη από την Κούβα.
Σε μία κίνηση απελπισίας στο πλοίο άρχισαν να ανεβαίνουν απελπισμένοι Αλβανοί που μη έχοντας τι άλλο να κάνουν συγκεντρώνονταν κάθε ημέρα στο λιμάνι. Ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που στοιβάχτηκαν άγνωστος. Οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί τους αναφέρουν στις 10.000 κάποιοι άλλοι τους ανεβάζουν στις 15.000 και κάποιοι άλλοι στις 20.000.
Σκαρφάλωναν από τα σκοινιά, από την μπουκαπόρτα, από όπου μπορούσαν και όταν πια και ο τελευταίος αποφασισμένος είχε ανέβει επάνω ανάγκασαν τον καπετάνιο να τους πάει στην Ιταλία. Όσοι τυχεροί είχαν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις στην εποχή του Χότζα μάθαιναν από αυτά ιταλικά και πλέον πίστευαν ότι ήρθε η στιγμή να τα αξιοποιήσουν.
Ούτε οι σφαίρες που έριχναν στον αέρα οι Αλβανοί αστυνόμοι που τους καλούσαν να κατέβουν από το πλοίο δεν τους σταματούσαν. Το πλοίο έλυσε και διέσχιζε την Αδριατική Θάλασσα από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Οι Ιταλοί – όπως και οι Έλληνες – ενώ όλες τις δεκαετίες που υπήρχε το “σιδηρούν παραπέτασμα” τόνιζαν την απάνθρωπη συμπεριφορά των καθεστώτων που δεν επέτρεπαν στους πολίτες τους να ταξιδεύσουν στην Δυτική Ευρώπη όταν ήρθε αυτή η στιγμή φάνηκαν (σ.σ. και ακόμη φαίνονται) ανίκανοι να διαχειριστούν την κατάσταση.
Μία αλυσίδα που είχαν βάλει στα πέρασμα του λιμανιού στο Μπάρι αποδείχθηκε απλώς η “κορδέλα τερματισμού” που έκοψε το Vlora όταν έμπαινε θριαμβευτικά και προσέγγιζε το ιταλικό έδαφος.
Αρκετοί είναι αυτοί που πέφτουν στην θάλασσα είτε επειδή δεν άντεχαν την πίεση που είχε διαμορφωθεί μετά από ώρες στο πλοίο είτε για να φτάσουν μία στιγμή νωρίτερα στον προορισμό που φάνταζε και η λύση στην απραξία και στην απελπισία που είχε διαμορφωθεί στην χώρα τους. Με τα δάχτυλα τους σχημάτιζαν το σήμα της ειρήνης (και της νίκης) φωνάζοντας “Italia, Italia”.
Δυστυχώς όμως για αυτούς το ταξίδι δεν είχε το αίσιο τέλος που θα επιθυμούσαν. Αρχικά το λιμενικό τους συγκεντρώνει στα ελάχιστα μέτρα της προβλήτας. Μετά από λίγες ώρες και χωρίς να γνωρίζουν τίποτα τους μεταφέρουν στο εγκαταλελειμμένο γήπεδο “La Vittoria”. Μένουν εκεί για ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο χωρίς νερό, χωρίς τροφή και χωρίς πρόσβαση σε τουαλέτες.
Αραιά και που ελικόπτερα που πετούσαν από επάνω τους έριχναν ψωμί και νερό. Και κάπου εκεί κάποιοι αστυνομικοί ανακοινώνουν στους εξαθλιωμένους Αλβανούς ότι πρόκειται να τους απελάσουν.
Πίστευαν ότι προσφορά σε ρουχισμό και 50.000 λιρέτες (40 δολάρια ) θα τους ικανοποιούσε. Εκείνοι όμως εξαγριώνονται, σπάνε τα κιγκλιδώματα και ξεχύνονται στους γύρω δρόμους, μέσα σε λίγη ώρα όμως η αστυνομία με χρήση κλομπ και εκφοβιστικών πυροβολισμών τους συγκεντρώνει ξανά στο γήπεδο.
Τις επόμενες ώρες και κάτω από την κατακραυγή τόσο των Ιταλών δημοσιογράφων όσο και ανθρωπιστικών οργανώσεων οργανώνεται ο επαναπατρισμός με «αεροπλάνα και βαπόρια». Στις 14 Αυγούστου στους 2.555 εναπομείναντες ότι θα τους επιτραπεί η παραμονή στην χώρα.
Οι ιταλικές Αρχές θα τους παρέχουν καθαρά ρούχα θα τους μοιράσουν σε άλλες ιταλικές πόλεις όμως και σε αυτή την περίπτωση το παραμύθι είχε δράκο. Δύο ημέρες αργότερα θα τους ξυπνούσαν χαράματα και θα τους έστελναν πίσω στην Αλβανία.
Από την περιπέτεια του Vlora υπολογίζεται ότι περίπου 300 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους είτε από ατυχήματα τις κακουχίες και την αστυνομική βία. Ένας μικρός αριθμός μόνο μπόρεσε να ξεφύγει.
Τους ανθρώπους αυτούς όπως και τον καπετάνιο του Vlora και τον Κλέντι Κάντιου – έναν θαρραλέο 17χρόνο τότε επιβάτη – που έγινε διάσημος χορευτής στην Ιταλία συγκέντρωσε είκοσι χρόνια μετά ο σκηνοθέτης Ντανιέλε Βικάρι ώστε να αφηγηθούν την ιστορία τους στο ντοκιμαντέρ «La Nave Dolce» (Tο γλυκό πλοίο)