Η διακήρυξη των απόστρατων ανώτατων αξιωματικών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού με την οποία ανοιχτά εκφράζουν την ανησυχία τους για την «τύχη» της Συνθήκης του Μοντρέ και παράλληλα κατηγορούν το καθεστώς Ερντογάν για ισλαμοποίηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι το τελευταίο σε μια σειρά επεισοδίων που αποκαλύπτουν ότι η κατάσταση στην Τουρκία ίσως δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί οριακή. Το κράτος δικαίου βρίσκεται σε αποδρομή. Η νομισματική και οικονομική αστάθεια υποσκάπτει την ευημερία της μεγάλης μερίδας των Τούρκων πολιτών. Στο διπλωματικό πεδίο, η Αγκυρα εξαντλεί με γοργούς ρυθμούς την εμπιστοσύνη και καλή πίστη φίλων και συμμάχων, ενώ σε στρατηγικό επίπεδο οι ανταγωνιστές της συσπειρώνονται σε μια προσπάθεια ανάσχεσης των νεοθωμανικών φιλοδοξιών του προέδρου Ερντογάν.
Η σύλληψη των δέκα (πρώτων;) απόστρατων ναυάρχων δεν είναι παρά το προανάκρουσμα ενός νέου κύματος εκκαθαρίσεων με τη βοήθεια μιας δικαιοσύνης που μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση ελέγχεται πλήρως από τον πρόεδρο. Υπό το πρίσμα της κατάστασης ανασφάλειας που έχει καταλάβει το καθεστώς μετά το 2016 και που το κάνει ολοένα και περισσότερο να μοιάζει με τα μετασοβιετικά κεντροασιατικά καθεστώτα που τόσο ελκύουν τον πρόεδρο Ερντογάν, η κίνηση των «104» είναι ένα δώρο. Επιτρέπει στον πρόεδρο να πολώσει ακόμη περισσότερο την πολιτική κατάσταση ελπίζοντας ότι έτσι θα συσπειρώσει την εκλογική του βάση και θα σταθεροποιήσει τη φυλλορροούσα δημοφιλία του. Φέρνει σε δύσκολη θέση την αντιπολίτευση, η οποία αν και συμφωνεί με την ουσία του περιεχομένου της διακήρυξης δεν μπορεί παρά να απορρίψει το ιδιότυπο αυτό «προνουντσιαμέντο». Δίνει την ευκαιρία στον Ρ. Τ. Ερντογάν να προχωρήσει σε νέες μαζικές διώξεις και συλλήψεις σε όλα τα πεδία της δημόσιας σφαίρας τρομοκρατώντας αντιπάλους και απονομιμοποιώντας την κριτική που δέχεται για την αντιδημοκρατική διολίσθηση της Τουρκίας. Το χαρτί της ασφάλειας και των εχθρών εντός και εκτός των τειχών θα κυριαρχήσει και πάλι σε μια δημόσια σφαίρα της οποίας ο έλεγχος είχε αρχίσει να παρουσιάζει ρήγματα τον τελευταίο καιρό.
Πέρα όμως από το τι σημαίνει και τις όποιες προβλέψεις για το τι ενδεχομένως θα προκαλέσει στο εσωτερικό της γείτονος, υπάρχει ένα πραγματικό ζήτημα που μπορεί να αλλάξει δεδομένα δεκαετιών στην περιοχή. Το φαραωνικό κανάλι που απελπισμένα θέλει να προωθήσει ο πρόεδρος Ερντογάν θεωρεί ότι θα του επιφέρει πολλαπλά οφέλη. Πρώτον, θα φέρει μεγάλα έσοδα από τα τέλη διέλευσης. Αυτά τα έσοδα μπορούν να εγγυηθούν τη χρηματοδότηση και υλοποίηση του έργου. Δεν μπορεί να υπάρξει χρηματοδότηση του τουρκικού «Σουέζ» χωρίς εγγυημένα έσοδα. Αλλά για να είναι ρεαλιστική αυτή η προοπτική πρέπει η Τουρκία να απεγκλωβιστεί από την πρόβλεψη του καθεστώτος ελεύθερης ναυσιπλοΐας που επιβάλλει η Συνθήκη του Μοντρέ του 1936. Σήμερα δεκάδες χιλιάδες εμπορικά πλοία περνούν ελεύθερα και δωρεάν.
Ομως, η αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ συνδέεται και με τη φιλοδοξία για πλήρη γεωπολιτικό έλεγχο της επικοινωνίας μεταξύ Μαύρης Θάλασσας, Καυκάσου και Κεντρικής Ασίας και Μεσογείου. Η Αγκυρα υπό τον Ρ. Τ. Ερντογάν θεωρεί ότι ο πλήρης και χωρίς κανέναν περιορισμό έλεγχος των Στενών θα τη φέρει σε θέση ισχύος στη διαπραγμάτευσή της με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τη Ρωσία. Στο μυαλό του προέδρου, αυτός ο έλεγχος θα καταστήσει την Τουρκία όχι απλώς ισότιμο συνομιλητή, αλλά έναν γεωπολιτικό παράγοντα με τεράστια αυτονομία. Η Ρωσία θα κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει ότι οι ΗΠΑ και η Δύση δεν θα έχουν στρατιωτική πρόσβαση σε μια περιοχή που από τον Κριμαϊκό Πόλεμο αποτελεί πρόβλημα για τη ρωσική ασφάλεια. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να ετοιμάζονται να «αγοράσουν» πολύ ακριβά την πρόσβαση στην περιοχή.
Γιατί όμως αντέδρασαν οι απόστρατοι ναύαρχοι; Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι θα ήταν αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι αυτή η ομάδα, και όποιοι άλλοι, εκφράζουν την παραδοσιακή Κεμαλική κληρονομιά. Εκπροσωπούν μια αντιδυτική και εθνικιστική αντίληψη που αναπτύχθηκε υπό την εικοσαετή κηδεμονία του προέδρου Ερντογάν. Η κοσμοθεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας» που συνδέεται με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης είναι κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής τους κουλτούρας, αλλά καταλαβαίνουν ότι η αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην Τουρκία, τέτοια και τόσα που θα υποσκάψουν τη θέση της και θα υπονομεύσουν τις φιλοδοξίες της. Γι’ αυτούς το τρόπαιο είναι η αναθεώρηση της Λωζάννης και όχι του Μοντρέ. Την πρώτη η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να την επιβάλει στην Ελλάδα. Η εμμονή στην τελευταία θα απομονώσει ακόμη περισσότερο την Αγκυρα και θα της στερήσει και τα τελευταία αποθέματα αξιοπιστίας. Το ζήτημα τώρα ξεκινάει. Ο Τούρκος πρόεδρος θα ήθελε να είναι αυτός που θα εγκαινιάσει το κανάλι (που πιθανότατα θα φέρει το όνομά του) και θα διαμορφώσει τις νέες ισορροπίες με την Τουρκία στο κέντρο. Χωρίς τη σαφή προοπτική της αναθεώρησης του Μοντρέ, το όραμά του πολύ δύσκολα θα υλοποιηθεί.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ερευνητικός εταίρος του ΙΔΙΣ.
Τουρκία
Ερντογάν