Την πήρε ιδιαιτέρως η γιαγιά μας και της συνέστησε γλυκά – γλυκά να βάζει κάτι, ένα μπλουζάκι, ένα πουκάμισο, κάτω από την τζιν φόρμα με την οποία ερχόταν στο μαγαζί – κάναμε και οι δυο μας μεροκάματα τα καλοκαίρια στο οικογενειακό υφασματοπωλείο. «Κι εγώ υπήρξα νέα…» της είπε. «Και είχα τέτοιο σώμα που στον γάμο μου, το 1930, στον Αγιο Νικόλαο στα Πευκάκια, δεν φορούσα σουτιέν.
Το δε νυφικό μου μισοδιάφανο! Τα αδέλφια μου είχαν φρίξει, ο άντρας μου όμως με καμάρωνε. Εκείνος μόνο μέτραγε, η δική μας μέρα ήταν. Μα εσύ εδώ… στη δουλειά… Δεν το καταλαβαίνεις, κοριτσάκι μου» της το είπε τελικά η γιαγιά έξω από τα δόντια «πως ο κόσμος πλέον μπαίνει στο κατάστημα όχι για να ψωνίσει κασμίρια αλλά για να κοιτάξει το στήθος σου; Κι ότι έτσι όπως σκύβεις πάνω από τον πάγκο με τα τόπια, φαίνεται ολόκληρο;». Η ξαδέλφη μου τότε αγρίεψε. «Ε και λοιπόν; Δικό μου είναι, όσο θέλω θα το δείχνω! Κλεμμένο το ‘χω;».
Μπορεί η γιαγιά να είχε, στη συγκεκριμένη φάση, κάποιο δίκιο. Η φράση ωστόσο της Λίνας με σημάδεψε. Τριάντα πέντε χρόνια τώρα τη θυμάμαι κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με αυτό το μείγμα υποκριτικής σεμνοτυφίας και κακοκρυμμένου φθόνου που διαπερνά – που διαπερνούσε ανέκαθεν – την κοινωνία.
Το βλέπουμε όποτε κάποιος – νέος ειδικά – δοξάζεται σε έναν τομέα, πλην επιμένει να συμπεριφέρεται κατά τα γούστα και την ηλικία του. «Τόσο ελαφρύς είναι λοιπόν; Αντί να δείξει την ευαισθησία, την κοινωνική ευθύνη που αρμόζει σε έναν αθλητή, σε έναν καλλιτέχνη του διαμετρήματός του, ανεβάζει σαχλές φωτογραφίες στο Διαδίκτυο! Ποζάρει στη Μύκονο, στην Ντίσνεϊλαντ, αγκαλιά με κάτι μοντέλες λέει – θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου! Αλλοι στη θέση του θα αναλάμβαναν φιλανθρωπικές δράσεις, θα έδιναν το παράδειγμα. Δεν θα σκόρπιζαν έτσι τα λεφτά τους…». «Κλεμμένα τα ‘χει;» θέλω να τους πω. Ξέρω όμως την απάντησή τους.
Οι καλοπροαίρετα συντηρητικοί θα θυμηθούν πόσες περιουσίες έχουν δει να εξανεμίζονται, πόσους αστέρες να ξεπέφτουν και να γερνούν φτωχοί, λησμονημένοι, αναπολώντας τα παλιά τους μεγαλεία.
Οι φαρμακόγλωσσες δεν θα διστάσουν να διεκδικήσουν – ως φίλαθλο ή φιλότεχνο κοινό – μερίδιο στα τρόπαια. «Αγωνίζεται με τα εθνικά μας χρώματα. Μας εκπροσωπεί όλους!». Ή αν δεν κυματίζει η γαλανόλευκη όταν ανεβαίνει στο βάθρο, «έχει πάντως μεγαλώσει εδώ, εμείς τον στηρίξαμε στα πρώτα του βήματα…» .
Σιγά μην τον στηρίξανε! Του πεταματού τον είχαν. Στούρνο που έχει μυαλό μόνο για μπάλα τον ανέβαζαν, ονειροπαρμένο που αντί να μελετάει Αλγεβρα, μουτζουρώνει χαρτιά… Ο τόπος μας είναι κλειστός, ευνοεί τον κομφορμισμό και τη μετριοκρατία. Εδώ κοτζάμ Νίκο Σκαλκώτα – έναν από τα τέσσερα κορυφαία σίγμα στη μουσική του 20ου αιώνα διεθνώς, μαζί με τον Στραβίνσκι, τον Σοστακόβιτς και τον Σένμπεργκ – τον είχαν να παίζει βιολί στα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας. Και όχι για πολιτικούς λόγους.
Πέρα από την ανθρώπινη μικρότητα που ερεθίζεται, επαναστατεί, άμα ο διπλανός διαπρέπει ή – ακόμα χειρότερα – ευτυχεί, υπάρχει μια πρόληψη πανάρχαια. Ενας φόβος βαθιά ριζωμένος. Της ύβρεως. Που επιφέρει νομοτελειακά τη νέμεση. Τη θεία τιμωρία.
Ε λοιπόν όχι! Υβρις δεν είναι να γλεντάς τα νιάτα, να μοιράζεσαι τα δώρα σου, να φωτίζεις τον κόσμο με τις χάρες σου και τις χαρές σου. Να εκθέτεις ό,τι ωραίο διαθέτεις, το στήθος σου, το ταλέντο σου, την πηγαία σου αναίδεια – έως και ασέβεια – απέναντι στα όσια και στα ιερά.
Υβρις είναι να κρύβεσαι, να περπατάς σεμνά δήθεν και ταπεινά μην και στραβοπατήσεις, μην τυχόν και προκαλέσεις. Να αυτολογοκρίνεσαι, να παίρνεις πόζες μεγαλίστικες, να υπολογίζεις διαρκώς το κόστος της κάθε παρεκτροπής.
Το γήρας και ο θάνατος κοινή μοίρα όλων μας. Κάλλιο να φτάσουμε εκεί χορτάτοι, ζαλισμένοι απ’ το κρασί. Παρά έχοντας περάσει μια ζωή στη δίαιτα για να μη δυσαρεστήσουμε τον κόσμο ή τη γιαγιά μας. Κλεμμένα τα ‘χουμε στο κάτω – κάτω;