Κυνήγι προσφορών, αγορά λιγότερων και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων, αναβολή αγορών που θεωρούνται όχι πρώτης ανάγκης, περιορισμός των δαπανών για διασκέδαση εκτός σπιτιού, αυξημένη χρήση πιστωτικών καρτών, αλλά και των νέων μοντέλων πληρωμής σε δόσεις. Είναι τα μέτρα που λαμβάνουν οι καταναλωτές τον τελευταίο χρόνο και κυρίως από τον Μάρτιο κι έπειτα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης λόγω ακρίβειας, απώλεια που κυμαίνεται από 9% για τα μεσαία εισοδήματα και φτάνει ακόμη και το 40% για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ.
Πρώτα «θύματα» των περικοπών, βεβαίως, όπως συνέβη και κατά τη δεκαετή οικονομική κρίση, είναι οι δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά, είτε μικρές, όπως για είδη ένδυσης – υπόδησης, είτε μείζονες, όπως για την αγορά ενός αυτοκινήτου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τζίρος στον κλάδο ένδυσης – υπόδησης σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής υποχώρησε τον Σεπτέμβριο κατά 4,4% με τη μείωση του όγκου πωλήσεων να είναι ακόμη μεγαλύτερη σε ετήσια βάση (7,2%), παρά το γεγονός ότι φέτος δεν ισχύουν περιοριστικά μέτρα για την είσοδο στα φυσικά καταστήματα, όπως υπήρχαν τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Σύμφωνα δε με την έρευνα καταναλωτικής εμπιστοσύνης που διενεργεί το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το 55% των καταναλωτών δηλώνει ότι θα προβεί σε λιγότερες δαπάνες το προσεχές διάστημα για μείζονες αγορές.
Οι περικοπές, όμως, σε δαπάνες και οι εκπτώσεις σε ποιότητα περνούν και στα τρόφιμα, με τους καταναλωτές να αγοράζουν λιγότερα και φθηνότερα προϊόντα. Συνολικά το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022 ο όγκος πωλήσεων έχει υποχωρήσει κατά 1,3% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ενώ στις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων παρατηρείται πολύ μεγαλύτερη μείωση του όγκου πωλήσεων.
Οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερα προϊόντα είτε πρόκειται για αλκοολούχα ποτά (μείωση όγκου πωλήσεων κατά 5,1%) είτε για γάλα και γιαούρτι (μείωση του όγκου πωλήσεων στα γαλακτοκομικά 4,6%), ενώ ακόμη μεγαλύτερη, 6,2%, είναι η μείωση του όγκου πωλήσεων σε απορρυπαντικά και καθαριστικά.
Με κριτήριο την τιμή
Σε μια προσπάθεια να έχουν τα ντουλάπια και τα ψυγεία τους γεμάτα, χωρίς όμως να τιναχτούν στον αέρα οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί, οι καταναλωτές στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με τα premium προϊόντα να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Σύμφωνα με στοιχεία της Nielseniq, το ποσοστό των καταναλωτών στην Ελλάδα που δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται για την ποιότητα των προϊόντων και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα χρήματα για καλύτερη ποιότητα υποχωρεί φέτος στο 38% από 44% το 2021 και 64% το 2019.
Η ενδεδειγμένη λύση εν προκειμένω είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με τους καταναλωτές, πάντως, να δηλώνουν σε ποσοστό 72% ότι τα επιλέγουν διότι η ποιότητά τους βελτιώνεται ή ότι είναι ακόμη και εφάμιλλα των αντίστοιχων επώνυμων. To κριτήριο, βεβαίως, που ενισχύεται φέτος και παίζει σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις των καταναλωτών, είναι αυτό της τιμής με το 65% των καταναλωτών έναντι 56% πέρυσι να δηλώνει ότι επιλέγει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, διότι απλώς είναι λιγότερο ακριβά από τα αντίστοιχα επώνυμα.
Το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας διαμορφώνεται το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022 στο 16,1%, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό του 2011, όταν ήδη είχε ξεκινήσει η ανοδική πορεία των πωλήσεων σε αυτά τα προϊόντα, αφού και τότε το διαθέσιμο εισόδημα είχε μειωθεί όχι λόγω ανατιμήσεων, αλλά λόγω των δημοσιονομικών μέτρων και της εκτεταμένης ανεργίας. Εάν συμπεριληφθεί και το μερίδιο της Lidl, που αποτελεί την κυρίαρχη εκπτωτική αλυσίδα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα, τότε το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας ανέρχεται σε 23,6% από 22,6% ένα χρόνο πριν.
Τι άλλο κάνουν οι καταναλωτές; Επιδίδονται στο κυνήγι των προσφορών μη διστάζοντας να πηγαίνουν σε διαφορετικά σούπερ μάρκετ αναζητώντας τις πιο συμφέρουσες εκπτώσεις. Η πρακτική αυτή, μάλιστα, ακολουθείται από το 29% των καταναλωτών, ποσοστό ρεκόρ στα χρόνια που διενεργεί τη σχετική έρευνα στην Ελλάδα η Nielseniq.
Το ζήτημα, βεβαίως, είναι για πόσο ακόμη οι καταναλωτές θα «σφίγγουν το ζωνάρι» κατά το κοινώς λεγόμενον, για πόσο ακόμη θα ζούμε στη δίνη αυτής της περίφημης «permacrisis», όπως χαρακτηρίζεται η παρατεταμένη περίοδος αστάθειας και ανασφάλειας που διανύουμε. (Η λέξη permacrisis προέρχεται από την αγγλική λέξη permanent που σημαίνει μόνιμη και τη λέξη crisis που σημαίνει κρίση.) Και αυτό διότι η παρατεταμένη υποχώρηση της κατανάλωσης οδηγεί σε ύφεση, δεδομένου, μάλιστα, ότι στην Ελλάδα η κατανάλωση παραμένει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ και δη το 65% έναντι 50% στην Ε.Ε.
Διαβάστε επίσης:
Ένδυση: Ο πληθωρισμός φρέναρε την ανάκαμψη
Εποχές… μνημονίου στα σούπερ μάρκετ: Private label και μείωση πωλήσεων
ΕΛΣΤΑΤ: Μείωση του τζίρου και του όγκου πωλήσεων στο λιανεμπόριο τον Σεπτέμβριο
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News