Βλέποντας τους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ να εισβάλλουν στο Καπιτώλιο με τις παράξενες στολές, τις σημαίες και τα… χρώματα του πολέμου βαμμένα στο πρόσωπό τους, γεννιέται αυτόματα ένα εύλογο ερώτημα: Μα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και πώς έφτασαν μέχρι αυτό το σημείο; Γράφοντας στους Times της Νέας Υόρκης, ο Μπεν Σμιθ μας λύνει ένα μέρος αυτής της απορίας, αφηγούμενος την ιστορία ενός πρώην συναδέλφου του, τον οποίο εντόπισε στις εικόνες που μεταδόθηκαν από τα συγκλονιστικά γεγονότα της Τετάρτης.
Ο Σμιθ γνωρίστηκε με τον Άνθιμ Τζόζεφ Τζάιονετ στο Buzzfeed, όπου εργαζόταν ως αρχισυντάκτης, όταν προσελήφθη στην εταιρεία το 2015.
Όπως εξηγεί, ο Τζάιονετ ήταν ό,τι χρειαζόταν για τη θέση, αφού ήταν ικανός να κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει τα «ανόητα, αστεία βίντεο» που πρωταγωνιστούσαν στην πλατφόρμα. Υποστηρίζει ότι η άμεση γλώσσα του Buzzfeed εξακολουθεί να ασκεί επίδραση στον Τζάιονετ, ο οποίος μετέδωσε live εικόνες από την εισβολή λέγοντας στους ακολούθους του: «Μας βλέπουν πάνω από 10.000 άτομα αυτή τη στιγμή, πάμε! Πατήστε το κουμπί του follow. Σας εκτιμώ, παιδιά».
Σύμφωνα με τον Σμιθ, η μετάδοση του Τζάιονετ έγινε μέσα από μια πλατφόρμα που αγαπά η ακροδεξιά, επειδή τα περισσότερα κοινωνικά δίκτυα τον είχα ήδη αποκλείσει. Στα πλάνα του φαινόταν το κατεστραμμένο γραφείο του Γερουσιαστή Τζεφ Μέρκλι από το Όρεγκον, αλλά και διάφοροι υποστηρικτές του Τραμπ που έπαιζαν με το τηλέφωνο και τα έπιπλα που βρίσκονταν εκεί. «Έμοιαζε με ταιριαστή κατάληξη της πρόσφατης καριέρας του, που ορισμένοι μπορεί να αντιμετωπίζουν ως trolling ή διαδικτυακές φάρσες, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως επιτελεστική βία», γράφει ο Σμιθ.
«Αφού είδα τον Τζάιονετ πήρα τηλέφωνο μερικούς παλιούς μου συναδέλφους που τον θυμούνταν με ένα μείγμα σύγχυσης και απέχθειας.
»Ήταν ευαίσθητος και ήθελε σχεδόν απελπισμένα να γίνει συμπαθής, μου είπαν, και μια φορά αναστατώθηκε υπερβολικά πολύ επειδή κάποιος του έκανε ένα αστείο για το παχύ του μουστάκι και την ξανθιά του χαίτη. Δύο από τους πιο στενούς του φίλους στο γραφείο εκείνη την εποχή είχαν διαφορετική εθνική προέλευση και ταυτότητα φύλου από εκείνον και καμιά φορά συνδέονταν επειδή αισθάνονταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους. Ένας από αυτούς τους φίλους τον θυμάται ως θλιβερό χαρακτήρα που στην πραγματικότητα δεν εξέφραζε πολιτικές απόψεις και ο οποίος του είχε εμπιστευτεί ότι δεν είχε ξεπεράσει τη μοναχική του παιδική ηλικία στην Αλάσκα. Όπως λένε και οι τρεις, έμοιαζε να του λείπει κάτι –να χαρακτηρίζεται από ένα εσωτερικό κενό.
»Στην πορεία εκείνης της χρονιάς έφυγε από το BuzzFeed για να εργαστεί ως «υπεύθυνος για τα τουρ» του Μάιλο Γιαννόπουλος, του αγαπημένου της ρατσιστικής και αντισημιτικής «εναλλακτικής δεξιάς». Οι συνάδελφοί του στην αρχή σοκαρίστηκαν. Μετά έψαξαν λίγο στον λογαριασμό του Τζάιονετ στο Twitter, διάβασαν τις όλο και πιο τοξικές αναδημοσιεύσεις του από προσωπικότητες της ακροδεξιάς και συνειδητοποίησαν ότι θα έπρεπε να το περιμένουν.
»Ακόμη δεν είναι βέβαιο τι πιστεύει πραγματικά ο Τζάιονετ ή αν πιστεύει κάτι. Και για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να μάθω», γράφει ο Σμιθ.
«Δεν πρόκειται για ένα προφίλ που γράφεται με συμπάθεια, για έναν νεαρό που έκανε ένα λάθος. Δεν έχω αρκετό οίκτο για έναν τύπο που πριν επιτεθεί στο Καπιτώλιο περνούσε τον χρόνο του πετώντας κάποιας μορφής ερεθιστική ουσία (την αποκάλεσε «σπρέι περιεχομένου») στα μάτια αθώων για να πάρει κλικ στο YouTube και ο οποίος ούρλιαζε σε ταμίες που του ζητούσαν απλώς να φορέσει τη μάσκα του.
»Για μένα, αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία, για τη δύναμη των κοινωνικών δικτύων που έμαθε καλά στο BuzzFeed και η οποία μπορεί να δημιουργήσει μια σχεδόν ακαταμάχητη έλξη.
»Αν δεν έχετε βιώσει την εμπειρία του να αναρτάτε κάτι στα κοινωνικά δίκτυα και αυτό να γίνεται πραγματικά viral, το πιθανότερο είναι πως δεν καταλαβαίνετε πόσο έντονη συναισθηματική επίδραση ασκεί. Ξαφνικά είστε το κέντρο ενός ψηφιακού σύμπαντος, παίρνετε προσοχή από περισσότερους ανθρώπους από ό,τι έχετε πάρει ποτέ στη ζωή σας. Η έξαψη που δημιουργεί αυτή η επιβεβαίωση μπορεί να γίνει ανίκητη και εθιστική. Και αν δεν έχετε από κάπου αλλού να πιαστείτε, είναι εύκολο να χάσετε τον εαυτό σας.
»Ακόμη και όταν προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε τέτοιο περιεχόμενο στο BuzzFeed, είχαμε ορισμένα όρια: Την εγκυρότητα, όταν επρόκειτο για το ειδησεογραφικό τμήμα ή τη συμμόρφωση σε ένα πλέγμα θετικών αξιών, σε ό,τι αφορά το ψυχαγωγικό μας κομμάτι. Όμως ο Τζάιονετ έσπασε αυτά τα όρια, ακολουθώντας τα σημάδια που λάμβανε από τα κοινωνικά δίκτυα χωρίς αρχές. Προωθούσε τον Μπέρνι Σάντερς πριν αρχίσει να φωνάζει αντισημιτικά συνθήματα στο Σάρλοτσβιλ, μόνο και μόνο για να αποποιηθεί στη συνέχεια αυτές τις ακραίες απόψεις και εντέλει να καταλήξει στην τέλεση βίαιων εγκλημάτων για να πάρει κλικ στο YouTube. Δημιούργησε ένα κοινό από αρνητές κοροναϊού και μετά, όταν κόλλησε την ασθένεια, ανάρτησε το ίδιο του το θετικό τεστ στο Instagram με ένα emoji που έκλαιγε. Λίγες εβδομάδες αργότερα, βρισκόταν στην εισβολή στο Καπιτώλιο».
«Οι πολιτικές του απόψεις καθοδηγούνται από τις μετρήσεις των κοινωνικών δικτύων», υποστηρίζει ο Άντριου Γκοτιέ, που είχε συνεργαστεί με τον Τζάιονετ στο BuzzFeed. «Πάντα πιστεύεις ότι το κακό θα προέλθει από έναν κινηματογραφικό κακό και μετά σκέφτεσαι, ω όχι, το κακό μπορεί να ξεκινήσει απλώς από κακά αστεία και μηδενιστική συμπεριφορά που τροφοδοτείται από θετικές αντιδράσεις στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα».
«Έτσι, η ιστορία του Τζάιονετ δεν είναι εκείνη του μοναχικού νεαρού άνδρα που κάθεται μόνος του στο δωμάτιό του και πέφτει στη μαύρη τρύπα των τοξικών βίντεο που δηλητηριάζει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο», συνεχίζει ο Σμιθ. «Είναι η ιστορία ενός άνδρα που επιβραβεύεται για το γεγονός ότι είναι ένας βίαιος λευκός εθνικιστής και τραβά την προσοχή και την επιβεβαίωση τις οποίες εμφανώς επιθυμεί απελπισμένα.
»Όταν τον συνέλαβαν τον περασμένο μήνα στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνα επειδή έριξε ερεθιστικό σπρέι στα μάτια ενός πορτιέρη, ένας αστυνομικός ανέφερε ότι ο Τζάιονετ «με ενημέρωσε ότι είναι influencer και έχει πολλούς ακολούθους στα κοινωνικά δίκτυα», σύμφωνα με αναφορά της αστυνομίας. Αφέθηκε ελεύθερος εν αναμονή της δίκης του. Κι όμως, στο Καπιτώλιο ούρλιαζε συνθήματα υπέρ της αστυνομίας.
»Η ιστορία του με κάνει να αναρωτιέμαι σε τι βαθμό ευθυνόμαστε εμείς που σταθήκαμε πρωτοπόροι στη χρήση των κοινωνικών δικτύων. Ήμασταν κι εμείς, εκτός από τους δημιουργούς τους, που ανοίξαμε το κουτί της Πανδώρας;
»Δεν συνεργαζόμουν άμεσα με τον Τζάιονετ. Όμως το 2012, προσέλαβα έναν συντάκτη, τον Μπένι Τζόνσον, που είχε καλλιεργήσει ένα ύφος που αποτελούσε μίξη της εξοικείωσης με τα κοινωνικά δίκτυα και της ενασχόλησης με τη δεξιά. Πίστευα, λανθασμένα, ότι οι απόψεις του ήταν απλώς συντηρητικές. Και τον φαντάστηκα να διαγράφει μια εξαιρετική καριέρα, όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν ολόκληρες γενιές συντηρητικών συντακτών σε κεντρώα ΜΜΕ και οι οποίοι μοιράζονταν το ίδιο ενδιαφέρον με τους συναδέλφους τους για τον εντοπισμό στοιχείων.
»Άργησα να καταλάβω ότι τα ενδιαφέροντά του δεν ήταν δημοσιογραφικά, ούτε καν ιδεολογικά, αλλά μάλλον αισθητικά, ένας ενθουσιασμός προς την εικονοποιΐα της ωμής δύναμης. Στην παράδοση των αυταρχικών προπαγανδιστών, εντυπωσιαζόταν από τα νεοκλασικά κτίρια, τα όπλα και, αργότερα, τα πλήθη που παρακολουθούσαν τις ομιλίες του Τραμπ. Και, αφού απολύθηκε για λογοκλοπή το 2014, έγινε επικεφαλής της νεολαίας του Τραμπ που ασχολιόταν με τη δημιουργία περιεχομένου, της Turning Point USA και κατέληξε να παρουσιάζει εκπομπή στην τηλεόραση. Την περασμένη εβδομάδα, συνεχάρη τις προσπάθειες ανατροπής των εκλογών, παρά το γεγονός ότι τα «μάζεψε» όταν άρχισε η βία και στη συνέχεια προσπάθησε να κατηγορήσει τους αριστερούς για αυτή. Προωθεί τον εαυτό του ως ικανό στη δημιουργία «viral πολιτικών αφηγήσεων».
Σύμφωνα με τον Σμιθ, οι πρώην συνεργάτες του αποτελούν παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο η αμερικανική εναλλακτική δεξιά αξιοποίησε πολύ συνειδητά τα εργαλεία της σύγχρονης διαδικτυακής κουλτούρας, για να παράγει τις δικές της εναλλακτικές αλήθειες και να προπαγανδίσει τις θέσεις της.
«Ήδη ακούω ότι υπάρχουν δύο ανταγωνιστικές ερμηνείες των συμβάντων της περασμένης Τετάρτης: Ότι ο όχλος που αποτελούνταν στη συντριπτική του πλειοψηφία από λευκούς και συχνά ανοιχτά ρατσιστές, προσωποποιεί το παλιό, βαθύ αμερικανικό «κακό», όταν αυτό δεν είναι λογοκριμένο. Ή ότι τα κοινωνικά δίκτυα διαμόρφωσαν τις άγραφες ταυτότητες ορισμένων Αμερικανών, ριζοσπαστικοποιώντας τους.
»Όμως η ιστορία του Τζάιονετ δείχνει ότι αυτές οι εξηγήσεις στην πραγματικότητα δεν συγκρούονται μεταξύ τους. Ένας τύπος που σύμφωνα με τους συναδέλφους του ήταν «κενός» και σε αδιέξοδο, μετέτρεψε την ταυτότητά του σε καθρέφτη αυτού του παλιού αμερικανικού κακού και έγινε εκείνος που πολλοί Αμερικανοί του έδειξαν ότι ήθελαν να γίνει.
»Κάποια στιγμή στη διάρκεια της μετάδοσής του, μια φωνή από το περιθώριο προειδοποιεί ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα «αναστατωνόταν πάρα πολύ» από τη συμπεριφορά των διαδηλωτών.
«Όχι, θα χαρεί πολύ», απάντησε ο Τζάιονετ. «Παλεύουμε για τον Τραμπ».