Καθώς οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο Καπιτώλιο το βράδυ της Τετάρτης, σοκάροντας ολόκληρο τον πλανήτη, δημοσιογράφοι του CNN επισήμαιναν ότι η τελευταία φορά που συνέβη κάτι ανάλογο απείχε περισσότερα από 200 χρόνια. Σε εκείνη την περίπτωση, όμως, ήταν οι Βρετανοί, μια εχθρική δύναμη, που βρίσκονταν πίσω από τα γεγονότα.
Τον Αύγουστο του 1814, βρετανοί στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Ρόμπερτ Ρος κατέλαβαν την πόλη της Ουάσινγκτον για δύο ημέρες και άρχισαν να καταστρέφουν μεθοδικά τα δημόσια κτίρια. Ανάμεσά τους, το Καπιτώλιο και ο Λευκός Οίκος.
Ο Πόλεμος του 1812 μαινόταν ήδη επί δύο χρόνια. Ήταν ένας πόλεμος που οι Βρετανοί θα προτιμούσαν να είχαν αποφύγει. Για εκείνους, οι αιτίες αφορούσαν τα θαλάσσια δικαιώματα, από τα οποία είχαν παραιτηθεί στις παραμονές της σύγκρουσης, όμως η είδηση των υποχωρήσεών τους διέσχισε τον Ατλαντικό μόνο αφού οι ΗΠΑ είχαν ήδη κηρύξει τον πόλεμο.
Οι αμερικανοί πολιτικοί περίμεναν ότι θα νικούσαν γρήγορα, ενώ πολλοί ήλπιζαν ότι θα κατάφερναν να κατακτήσουν και τον βρετανικό Καναδά. Οι Αμερικανοί έκαψαν αρκετές καναδικές πόλεις, μεταξύ των οποίων και η πρωτεύουσα του βόρειου Καναδά, που τότε λεγόταν Γιορκ και σήμερα Τορόντο. Όμως ο πόλεμος παρέμενε αμφίρροπος.
Μέχρι την άνοιξη του 1814, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι είχαν τελειώσει στην Ευρώπη. Στις 30 Μαρτίου, οι Ρώσοι μπήκαν στο Παρίσι και ο Ναπολέων βρέθηκε στην εξορία. Επιτέλους, οι Βρετανοί ένιωσαν ότι είχαν το περιθώριο να στρέψουν την προσοχή τους στον πόλεμο με τις ΗΠΑ.
Χρειάστηκε καιρός για να αποστείλουν στρατιώτες από την Ευρώπη, όμως μέχρι το καλοκαίρι του 1814 οι Βρετανοί είχαν αποκτήσει το ναυτικό πλεονέκτημα. Το αξιοποίησαν με καταστροφικά αποτελέσματα στην Ακτή Τσέσαπικ, πραγματοποιώντας επιδρομές σε φυτείες καπνού και ενθαρρύνοντας τους σκλάβους να συμμετέχουν στον αγώνα τους. Ο φόβος μιας ενδεχόμενης ανταρσίας των σκλάβων ήταν τόσο μεγάλος, πολλές πολιτοφυλακές που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα προστάτευαν την πρωτεύουσα, περιπολούσαν σε περιοχές πιο κοντινές προς τα σπίτια τους.
Τον Αύγουστο του 1814, μια βρετανική ναυτική δύναμη υπό τις εντολές του Αντιναύαρχου Σερ Αλεξάντερ Κόκμπερν έπλευσε μέσω του Ποταμού Πατουξέντ στη βόρεια πλευρά της Ακτής Τσέσαπικ και προχώρησε στην απόβαση 4.500 ανδρών κοντά στο χωριό Μπένεντικτ του Μέριλαντ.
Στην αρχή δεν ήταν ξεκάθαρη η τοποθεσία στην οποία σκόπευαν να επιτεθούν οι Βρετανοί. Η Ουάσινγκτον απείχε λιγότερα από 50 χιλιόμετρα, όμως δεν ήταν στρατηγικά σημαντική, με αποτέλεσμα οι άμυνες γύρω της να είναι χαμηλές. Οι αμερικανικές δυνάμεις απέτυχαν να σταματήσουν την προέλαση στο Μπάντενσπουργκ, όπου οι Βρετανοί διέσχισαν την ανατολική κοίτη του ποταμού Ποτομάκ. Ήταν τόσο πολλοί οι αμερικανοί πολιτοφύλακες που απέδρασαν από το πεδίο της μάχης, που οι βρετανοί στρατιώτες αποκάλεσαν το γεγονός «Αγώνες Δρόμου του Μπλάντεσνμπουργκ» και έκτοτε δεν συναντούσαν παρά ελάχιστη αντίσταση.
Πλέον στην Ουάσινγκτον επικρατούσε ο πανικός. Η σύζυγος του προέδρου, Ντόλι Μάντισον, οργάνωσε βιαστικά την εκκένωση παίρνοντας μαζί της μόνο τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το Σπίτι του Προέδρου, που ακόμη δεν αποκαλούνταν Λευκός Οίκος. Η εκκένωση ήταν τόσο βιαστική, που όταν έφτασαν οι Βρετανοί, βρήκαν στρωμένο τραπέζι και σερβιρισμένο φαγητό
Τρομερό θέαμα
Καθώς οι Βρετανοί προέλαυναν προς την Πλατεία του Καπιτωλίου, ήρθαν αντιμέτωποι με διάσπαρτα πυρά ελεύθερων σκοπευτών. Ρίχνοντας στα τυφλά, προς το κτίριο του Καπιτωλίου για να αποθαρρύνουν τους σκοπευτές, κατάφεραν να εισβάλουν αντιμετωπίζοντας ελάχιστες δυσκολίες. Οι άνδρες εντυπωσιάστηκαν από το μεγαλειώδες εσωτερικό του κτιρίου. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν να δουν: Το κτίριο είχε επιβλητικές διαστάσεις, ψηλά ταβάνια, κολώνες εμπνευσμένες από την κλασική εποχή, αλλά στολισμένες στην κορυφή τους με άκρως αμερικανικά καλαμπόκια. Τα ευρύχωρα δωμάτια ήταν γεμάτα με κομψά έπιπλα.
Παράλληλα, το κτίριο δεν ήταν όσο… εύφλεκτο περίμεναν. Η οροφή ήταν φτιαγμένη από σίδερο και τα πατώματα και οι τοίχοι ήταν πέτρινοι. Οι στρατιώτες δημιούργησαν σορούς με όλα τα έπιπλα, τα βιβλία και τα έγγραφα στο εσωτερικό του και εντέλει κατάφεραν να βάλουν φωτιά, που φώτισε τον νυχτερινό ουρανό της αμερικανικής πρωτεύουσας.
Όταν είδε τις φλόγες, ο γάλλος υπουργός στις ΗΠΑ, Λουί Σερουριέ, παρατήρησε: «Δεν είχα ξαναδεί άλλο θέαμα, τόσο φρικτό και παράλληλα τόσο όμορφο». Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού καταστράφηκε ολοσχερώς. Η θερμοκρασία ήταν τόσο υψηλή που σε ορισμένα σημεία οι πέτρινες κολώνες και το δάπεδο έγιναν σκόνη και η οροφή κατέρρευσε.
Οι Βρετανοί δεν ικανοποιήθηκαν με την καύση του Καπιτωλίου και συνέχισαν καίγοντας και το Σπίτι του Προέδρου. Ο θρύλος, ο οποίος είναι λανθασμένος, υποστηρίζει ότι έκτοτε το κτίριο αποκαλείται Λευκός Οίκος εξαιτίας της λευκής μπογιάς που χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τις μαυρίλες που άφησε η φωτιά.
Η πιο διαβόητη πράξη τους ήταν πιθανότατα η καταστροφή της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και όλων των βιβλίων και των εγγράφων στο εσωτερικό της. Οι βρετανοί διοικητές έδωσαν εντολή στους άνδρες τους να επιτίθενται μόνο σε δημόσια κτίρια και να αφήσουν αλώβητες τις ιδιωτικές ιδιοκτησίες. Η αμερικανική υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και πολλοί κάτοικοι της πόλης αργότερα επαίνεσαν τον βρετανικό στρατό για την αυτοσυγκράτηση που επέδε4ιξε.
Όμως στα τυπογραφεία της εφημερίδας National Intelligencer, σε ένα επεισόδιο που θυμίζει την… απενεργοποίηση ενός λογαριασμού στο Twitter, ο Ναύαρχος Κόκμπερν έδωσε εντολή στους άνδρες του να καταστρέψουν όλα τα γράμματα «C», προκειμένου η εφημερίδα να μην μπορεί πια να γράφει για εκείνον, υποστηρίζοντας ότι είχαν προηγηθεί ψευδή δημοσιεύματα.
Πύρρειος νίκη
Πέρασαν μόλις δύο ημέρες μέχρι την αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων. Η καύση της Ουάσινγκτον ήταν μάλλον συμβολική παρά στρατηγική πράξη, αφού η πόλη είχε πληθυσμό μόλις 8.000 ατόμων και τα μακροχρόνια προβλήματα που προκάλεσε στην κυβέρνηση ήταν ελάχιστα. Ίσως η μεγαλύτερη στρατηγική απώλεια για τις ΗΠΑ να ήταν η καταστροφή του ναυπηγείου της Ουάσινγκτον και αρκετών πλοίων που βρίσκονταν υπό κατασκευή σε αυτό. Όμως δεν ήταν πράξη των βρετανών στρατιωτών, αλλά των αμερικανικών δυνάμεων που κατ’ εντολή του υπουργού ναυτιλίας προσπαθούσαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο πολύτιμες προμήθειες να καταλήξουν στα χέρια του εχθρού.
Από πολλές απόψεις, ο εμπρησμός της Ουάσινγκτον έπληξε εντέλει τους Βρετανούς, δημιουργώντας συμπάθεια στην Ευρώπη για τα αμερικανικά αιτήματα. Η καύση δημόσιων κτιρίων δεν είχε σημαντικά μακροχρόνια αποτελέσματα.
Το Καπιτώλιο επιβίωσε της επίθεσης. Ο σχεδιασμός του το καθιστούσε εξαιρετικά ανθεκτικό και η δομή του παρέμεινε αλώβητη. Μετά από μόλις μια πενταετία αποκατάστασης, το Κογκρέσο μπορούσε να συνεδριάσει και πάλι στο ευρύχωρο εσωτερικό του.
Πηγή: The Conversation