Tι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Αδυνατώντας να κατανοήσουμε τις διαρκώς μεταβαλλόμενες γεωστρατηγικές πραγματικότητες, επιμένοντας ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, χωρίσαμε πάλι τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε τουρκόφιλες, ελληνόφιλες και αδιάφορες. Επικεφαλής των πρώτων είναι, φυσικά, η κακή (αλλά πολύτιμη) Γερμανία, με «δορυφόρους» της όχι πια χώρες της Mitteleuropa όπως η Αυστρία (την οποία πήραμε με το μέρος μας), αλλά μέλη του άλλοτε «υπερήφανου Νότου», όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Απέναντί τους στέκεται όμως αγέρωχος ο δίκαιος Μακρόν, που θα διαφυλάξει τα συμφέροντά μας (και θα ανταμειφθεί γι’ αυτό με γενναίες εξοπλιστικές συμφωνίες).
Διακομματικός είναι αυτός ο τρόπος σκέψης, οι «αιρετικοί» στα κόμματα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Απλώς για πολιτικούς λόγους η εκάστοτε αντιπολίτευση επιτίθεται στην εκάστοτε κυβέρνηση επειδή δεν υπερασπίζεται αρκετά μαχητικά τα εθνικά συμφέροντα. Κάπου-κάπου υπάρχουν και οάσεις. Η πρωτοβουλία 53 ελλήνων και γερμανών ευρωβουλευτών να απευθύνουν επιστολή στην καγκελάριο Μέρκελ με την οποία της ζητούν να ανασταλεί η πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία είναι ενδιαφέρουσα και ρεαλιστική. Αν η ιδέα ανήκει στη Μαρία Σπυράκη, εύγε στη Μαρία Σπυράκη!
Τέτοιες κινήσεις όμως δεν έχουν άμεσα αποτελέσματα. Και το ζητούμενο τώρα είναι να μην αρχίσουν νέες περιοδείες τουρκικών πλοίων στην ανατολική Μεσόγειο, που μας σπάνε τα νεύρα, εμπεριέχουν κίνδυνο ατυχήματος και απομυζούν πόρους που θα ήταν καλύτερα να δαπανηθούν στον πόλεμο κατά της πανδημίας. Τον Ερντογάν τον ξέρουμε, τις νεο-οθωμανικές του φιλοδοξίες τις έχουμε αναλύσει εξαντλητικά. Το θέμα είναι τι θέλουμε εμείς. Πιστεύουμε πραγματικά, για παράδειγμα, ότι η εμμονή μας με τις κυρώσεις, και την ευρωπαϊκή υποκρισία απέναντι στις κυρώσεις, συνιστά μια μακροπρόθεσμη στρατηγική;
Η αμηχανία δεν είναι μόνο ελληνική. O Ντέιβιντ Γκάρντνερ έγραφε χθες στουςFinancial Timesότι η Ευρώπη έχει υποτιμήσει τον «σποραδικό πραγματισμό» του Ερντογάν και την υπαρξιακή του ανάγκη να είναι ο βασικός συνομιλητής της Δύσης από την πλευρά του μουσουλμανικού κόσμου. Ο Μακρόν προσπάθησε να παίξει τον μεσολαβητή στην αρχή της θητείας του, αλλά η επίσκεψη του τούρκου προέδρου στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 2018 εξελίχθηκε σε φιάσκο. Από τότε οι σχέσεις των δύο ανδρών πάνε από το κακό στο χειρότερο και οι γέφυρες που αποπειράθηκε να χτίσει η Μέρκελ δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Και πάλι. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές είναι υπαρκτές, σοβαρές και πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να συζητηθούν. Ας λένε οι Τουρκοι «άνευ όρων», ας λέμε εμείς «με αυστηρούς όρους», αρκεί να επαναληφθούν οι επαφές. Κρίμα που διαψεύστηκε η επικοινωνία της Ελένης Σουρανή με τον Ιμπραήμ Καλίν με αντικείμενο την επανέναρξη του διαλόγου, έδινε μια προοπτική.
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που επιμένουν ότι με την Τουρκία του Ερντογάν δεν μπορεί να γίνει κανένας διάλογος. Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα. Και η «άλλη» Τουρκία; Και μετά;