Ο Ιωάννης Αγγός κατηγορείται για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία Φύσσα, για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και οπλοκατοχή.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Άγγος ήταν μέλος Ασφάλειας της τοπικής Νίκαιας τη Χρυσής Αυγής και αυτός που εντόπισε τον Παύλο Φύσσα στην καφετερία το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013.
Ο ‘Αγγος, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ειδοποίησε τον ιεραρχικά ανώτερο του Ιωάννη Καζαντζόγλου και αυτός με τη σειρά του τον υπεύθυνο της τοπικής, Γιώργο Πατέλη. Αυτός με τη σειρά του ειδοποίησε τον βουλευτή Ιωάννη Λαγό.
Μέσα σε εννιά λεπτά από το τηλεφώνημα του ‘Αγγου, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία από την ανάλυση των τηλεφωνημάτων που αναγνώστηκαν στο δικαστήριο, ειδοποιήθηκαν με μήνυμα τα μέλη της οργάνωσης να μεταβούν στα γραφεία της Νίκαιας και είκοσι λεπτά αργότερα άρχισε να συγκροτείται η ομάδα που καταδίωξε τον Φύσσα και τους φίλους του.
«Εγώ έκανα το τηλεφώνημα»
Στις 20 Ιουνίου 2019, έξι χρόνια μετά την δολοφονία Φύσσα, ξεκίνησαν οι απολογίες των 18 κατηγορουμένων με πρώτο τον Ιωάννη Άγγο.
Στην απολογία του ο Αγγος μετά από βροχή ερωτήσεων της προέδρου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Μαρίας Λεπενιώτη παραδέχθηκε πως ήταν αυτός που έκανε το κρίσιμο τηλεφώνημα που κινητοποίησε την ομάδα Χρυσαυγιτων η οποία καταδίωξε τον Παύλο Φύσσα και την παρέα του.
Ο Αγγος αναφέρθηκε σε όσα συνέβησαν το βράδυ της ημέρας εκείνης, όταν βρέθηκε στην καφετέρια «Κοράλλι» για να παρακολουθήσει ποδοσφαιρικό αγώνα, δίπλα στην παρέα του μουσικού, και στις συνθήκες που τον οδήγησαν στο κρίσιμο τηλεφώνημα.
Αρχικά στην απολογία του ο Άγγος είπε πως όλα τα τηλεφωνήματα που έκανε σε μέλη της τοπικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια, που ήταν και ο ίδιος μέλος, αφορούσαν είτε τον αγώνα είτε κάποια θέματα ενόψει της ίδρυσης Σωματείου στην Ζώνη του Περάματος.
Χρειάστηκε να γίνουν δεκάδες ερωτήσεις της προέδρου μέχρι τελικά ο κατηγορούμενος να παραδεχτεί, ότι όσο ήταν στην καφετέρια τηλεφώνησε στον συγκατηγορούμενο του Ιωάννη Καζαντζόγλου, στέλεχος της τοπικής Νίκαιας, για να του πει πως «είναι κάποιοι που μας ενοχλούν και θα φύγουμε».
Σύμφωνα με το ίδιο η παρέα του Φύσσα τους προκάλεσε λεκτικά χωρίς εκείνος αλλά και ο συγκατηγορούμενός του Λέοντας Τσαλίκης να αντιδράσουν.
«Έφυγα τελικά πριν το τέλος του αγώνα και πήγα στο σπίτι μου. Πριν τις 12 άκουσα φασαρία και τα ουρλιαχτά της κοπέλας του Φύσσα. Κατέβηκα με τις πιτζάμες για να δω τι συμβαίνει κι ένας αστυνομικούς μου είπε, «Μαχαίρωσαν ένα παλικάρι κι έπιασαν κάποιον Ρουπακιά». Τον Ρουπακιά τον γνώριζα από τη Χρυσή Αυγή, είχαμε μιλήσει. Γύρισα στο σπίτι και πήρα τηλέφωνο τον Πατέλη, για να μάθω τι είχε συμβεί», είπε ο Άγγος.
Η παραδοχή αυτή θεωρείται κρίσιμη για την υπόθεση, καθώς το επίμαχο τηλεφώνημα σύμφωνα με την δικογραφία προκάλεσε την κινητοποίηση του Τάγματος Εφόδου που πήγε στο «Κοράλλι» και καταδίωξε τον Φύσσα λίγο πριν πέσει νεκρός από το μαχαίρι του Ρουπακιά.