Είναι σπάνιο να ακούς έναν δημιουργό να μιλάει για πέρα από το δικό του έργο. Να εκφράζει θαυμασμό και αφοσίωση για τη δουλειά κάποιου άλλου. Και να εκδηλώνει την πρόθεσή του να αναδείξει την προσφορά του και να του δώσει χώρο στη συλλογική μνήμη της μόδας. Ο Βρεττός Βρεττάκος είναι αυτή η σπάνια περίπτωση ενός ταλαντούχου designer, με τίτλους σπουδών στην Ακαδημία Μόδας και Κοστουμιού στη Ρώμη και στο Royal College of Art στο Λονδίνο και πλούσιο βιογραφικό από ειδικές συνεργασίες με τους σταρ της pop culture. Καθώς κάποιες από τις αντανακλάσεις των κρυστάλλων Swarovski στις γκλάμορ εμφανίσεις της Μπιγιόνσε, της Τζένιφερ Λόπεζ, της Σακίρα έχουν τη δική του σχεδιαστική υπογραφή, η οποία ανανεώνεται στο πέρασμα των χρόνων και προσδίδει στον έλληνα δημιουργό αναγνώριση για την ειδίκευσή του στο θεαματικό ύφος. Οπως η τουαλέτα του για το visual album της Μπιγιόνσε «Black is King», που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με την Disney, στην καρδιά του φετινού καλοκαιριού. Οταν η Μπιγιόνσε παρουσίασε τη νέα της μουσική δουλειά διαδικτυακά επιλέγοντας για κάθε νέο της βιντεοκλίπ κι από ένα διαφορετικό ενδυματολογικό σύνολο, το όνομα Vrettos Vrettakos παρουσιάστηκε στο κλιπ του τραγουδιού «Find your way back». Ανάμεσα σε εκείνα γνωστών οίκων μόδας και νέων αφροαμερικανών δημιουργών, οι οποίοι συνέδεσαν ιδέες και δεξιοτεχνικές ικανότητες με το δικό της ταλέντο.
Τι σε χαρακτηρίζει;
«Η δική μου πορεία στο κομμάτι της μόδας είναι ανισόρροπη. Για το εξωτερικό η περίπτωσή μου θεωρείται αιρετική. Ημουν ένα παιδί που ξεκίνησε σπουδές στο εξωτερικό και αυτές διαμόρφωσαν τη νοοτροπία μου για τη μόδα, ενώ για λόγους συναισθηματικούς επέστρεψα στη χώρα μου και ξανάχτισα την καριέρα μου διαμένοντας σε μία χώρα που είναι εκτός «παιχνιδιού». Είναι πανέμορφη χώρα και πηγή έμπνευσης. Αν λοιπόν η Ελλάδα κατόρθωνε να ζει σε δώδεκα μήνες τον ρυθμό που έχουν τα νησιά μας τους τρεις μήνες του καλοκαιριού, τότε ναι, θα ήμασταν κι εμείς μέσα σε αυτό το παιχνίδι της σύγχρονης μόδας. Αν γινόμασταν όπως τα κοσμοπολιτικά νησιά μας όπου συγκεντρώνεται διεθνής κόσμος και θα δινόταν η δυνατότητα να γίνονται δρώμενα για τη μόδα τότε θα είχαμε ενεργό ρόλο στα πράγματα. Επειδή λοιπόν αυτό δεν υφίσταται, έχω μπει σε διαδικασία να γίνομαι δύο διαφορετικές προσωπικότητες. Ως δημιουργός μιας διεθνούς συλλογής που ανταποκρίνεται σε εγχώριες απαιτήσεις και ως σχεδιαστής μίας συλλογής που ξέρω ότι μπορεί να σταθεί σε οποιαδήποτε χώρα».
Και που φτάνουν στη σκηνή της Μπιγιόνσε…
«Οι συνεργασίες μας έχουν ξεκινήσει από το 2013, αλλά η φετινή ήταν πιο καλλιτεχνική στην προσέγγισή της. Δεν αφορούσε μόνο μία εμφάνιση της σουπερστάρ του πλανήτη. Ηταν μία επιλογή δημιουργών όλου του φάσματος της μόδας, ρούχων και αξεσουάρ, με πειραματική διάθεση με θεματικό άξονα την αφρικανική κουλτούρα. Αισθάνθηκα γαλήνη και ανακούφιση ότι κατόρθωσα να είμαι για χρόνια μέσα στις επιλογές αυτής της ομάδας. Οι συνεργασίες έχουν επεκταθεί και σε άλλες ποπ σταρ και είμαι στη διαδικασία να δοκιμαστώ σε κινηματογραφικές παραγωγές. Θα ήθελα να μπω σχεδιαστικά στη δημιουργία κοστουμιών για μία ταινία. Είναι διαφορετικό από τις υπερ-luxury λαμπερές δημιουργίες. Εχουμε δώσει σε αυτό τον χώρο εξετάσεις και νομίζω ότι περάσαμε τη δοκιμασία, βγαίνοντας αλώβητοι κι έχοντας χτίσει μία ταυτότητα».
Μήπως επιδιώκεις να κατευθυνθείς σε νέο πεδίο;
«Για ένα μεγάλο διάστημα με ενοχλούσε να με χαρακτηρίζει μόνο το γκλάμορ. Ξεπέρασα την αρχική ενόχληση, αφού σκοπός μου ήταν να αναδείξω αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου. Ομως ποτέ δεν ήμουν μόνο αυτό. Θέλω να περάσω σε μία νέα σελίδα. Και αυτή η συγκεκριμένη Covid-19 εποχή βοηθάει. Θέλω να δείξω ότι ο Βρεττός είναι ντιζάινερ και ότι το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο εκφράζεται στη μεγάλη του αγάπη για το δέρμα, τις πιέτες, τα πλισέ, τα νέα επεξεργασμένα υφάσματα, τα prints».
Επιστροφή στην αθηναϊκή πραγματικότητα και στο μοναχικό – λόγω αυγουστιάτικης παύσης – ατελιέ του στο Παλιό Φάληρο, όπου οι μεταξωτές print τουαλέτες του σε χθόνιες αποχρώσεις αντιμάχονταν τους αστραφτερούς κρυσταλλικούς αντιπάλους τους πάνω στις ειδικών περιστάσεων συνθέσεις του. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η συνάντηση του βλέμματος με τα ρούχα του Βρεττού Βρεττάκου δηλώνει τη μοναδικότητά τους. Κι όμως, μέσα σε αυτή την περιοριστική ατμόσφαιρα της κυριαρχίας του γκλάμορ ο σχεδιαστής δείχνει προς ένα print μεταξωτό φόρεμα του με nude δερμάτινο σφιχτό κορσάζ. Η συζήτηση μας γι’ αυτό απελευθερώνει πτυχές της αγάπης του στο έργο της αλησμόνητης Σοφίας Κοκοσαλάκη.
«Αγγίζουμε έναν μύθο. Η Σοφία ΕΙΝΑΙ! Εχουμε την πρόθεση να υπάρξει ένα υλικό όλης της έρευνας και του αρχείου της Σοφίας πάνω στο ένδυμα. Εχω μιλήσει σε ανθρώπους που την ήξεραν στο Λονδίνο, νιώθοντας ταυτόχρονα ντροπή και δισταγμό. Θεωρώ ότι όποιος καταπιαστεί με την αναβίωση ενός οίκου ή ενός σχεδιαστή πρέπει να είναι απόλυτα ταγμένος σε αυτό. Πρέπει να κάνεις ιδιαίτερη έρευνα. Το έχω, ξέρω ότι το έχω, χωρίς να επηρεαστεί η δική μου δουλειά. Είναι σημεία που το luxury μπορεί να μπει με ιδιαίτερη τεχνοτροπία, με εικόνες… Η Σοφία έκανε σε σύντομο διάστημα πάρα πολλά και διαφορετικά πράγματα, γι’ αυτό και την αναφέρω ως legend. Για μένα σχεδιαστής μόδας στα υφάσματα, στη ραφή, την ταυτότητα, την επιλογή των υλικών ήταν η Σοφία. Η μάλλον όχι ήταν, είναι. Μέχρι στιγμής είναι ανέγγιχτο το έργο της, το οποίο δείχνει στο διεθνές κοινό την εικόνα μιας ολοκληρωμένης σχεδιάστριας. Διεθνής καριέρα είναι να σε ξέρει ο τελευταίος άνθρωπος που ζει στα ψηλά βουνά της Ιαπωνίας μέχρι τον αμερικανό καουμπόι στη Μοντάνα. Αυτό για εμένα αφορά τη δουλειά της Σοφίας. Προσωπικά κάνω απόπειρες διεθνούς καριέρας.
Είναι ο νόμος της αγοράς που σου δίνει το χρίσμα του σχεδιαστή;
«Πολύς κόσμος μπερδεύεται με αυτό. Δεν σημαίνει ότι ένα luxury ρούχο κεντημένο με χιλιάδες κρύσταλλα θεωρείται απαραίτητα και κομμάτι haute couture. Ακόμη και ένα ζέρσεϊ κεντητό ή τόσο καλά δουλεμένο με πτυχές και ντραπέ φόρεμα μπορεί να θεωρηθεί υψηλή ραπτική. Οπως συμβαίνει με τα ρούχα της Σοφίας. Θέλω να πω ότι οι τιμές της δεν ανταποκρίνονταν σε φτηνά ρούχα. Το αντίθετο, ήταν πολύ δουλεμένα ρούχα που σήμερα δεν θα συγκαταλέγονταν στο πρετ α πορτέ, αλλά στο πρετ α πορτέ πολυτελείας με τάσεις από υψηλή ραπτική. Γι’ αυτό και η ίδια είχε αλλάξει τον ρυθμό στη δημιουργία τους, αφού όταν έδινε τα δείγματά της στα εργοστάσια παραγωγής πρετ α πορτέ δεν είχε τα αποτελέσματα του ατελιέ της. Αντιλήφθηκε ότι δεν έβγαινε το αποτέλεσμα που ήθελε, γιατί η έμπνευσή της ήταν από Ελλάδα χωρίς αυτό να γίνεται φολκλόρ στις συλλογές της. Αυτό εννοώ όταν επιμένω ότι η Κοκοσαλάκη είναι ξεχωριστή. Γιατί αυτό δεν γίνεται τόσο εύκολα. Ο Κριστιάν Ντιόρ για παράδειγμα αντέγραψε υπέροχες αρχαιοελληνικές γλυπτικές πτυχώσεις και τις μετέτρεψε σε αιθέριες οπτασίες. Ποτέ δεν το έβλεπες αυτό το καθαρόαιμο αρχαιοελληνικό στο στυλ της Σοφίας. Είμαι λοιπόν στο ξεκίνημα μιας συζήτησης για το πώς θα μπορέσω να κάνω κάτι για εκείνη, χωρίς να γνωρίζω αν θα πάρει εμπορική διάσταση. Είναι ωραίο να μη χάνεται η νεότερη ιστορία της μόδας και να μαθευτεί η συμμετοχή της Σοφίας σε αυτή».
Είναι ωραίο που γύρισες τη συζήτηση από τη δική σου δραστηριότητα προς την περίπτωση της Σοφίας Κοκοσαλάκη.
«Μα στον τομέα της μόδας δεν είμαστε μία χώρα όπως η Γαλλία, η Ιταλία. Δεν είμαστε ούτε καν λιβανέζοι σχεδιαστές, οι οποίοι έχουν δείξει δείγματα δουλειάς τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τον συγχωρεμένο τον Γιάννη Τσεκλένη έως τη Σοφία μεσολάβησαν πενήντα χρόνια έως τη στιγμή που εκείνη συμμετέχει με τη σειρά της στο καινούργιο στη διεθνή μόδα, έχοντας διοχετεύσει με τον τρόπο της τόσα ελληνικά χαρακτηριστικά. Αυτό θα έπρεπε να το μάθουν όσοι σήμερα πηγαίνουν εδώ σε μία σχολή μόδας, αρχικά για να υποψιαστούν και στη συνέχεια για να αναμετρηθούν μέσα σε αυτό τον δημιουργικό χώρο».