Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1930, 13 χρόνια μετά την εφαρμογή της, καταργείται η 21η τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που απαγόρευε την πώληση, την παρασκευή και τη μεταφορά αλκοολούχων ποτών.
Παρότι η καθολική του εφαρμογή επετεύχθη το 1920, το μέτρο της ποταπαγόρευσης είχε πολλούς οπαδούς ήδη από το μέσα του 19ου αιώνα κι έτσι πολλές κοινότητες είχαν απογορεύσει την κατανάλωση ποτού πολύ νωρίτερα
Οι «στεγνοί»
Oι «στεγνοί» (drys), όπως αποκαλούσαν τους οπαδούς της ποταπαγόρευσης χαρακτήριζαν τις προσπάθειές τους ως μάχη για τη δημόσια ηθική και την υγεία.
Κύριοι εκφραστές των «στεγνών» ήταν η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Salοon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» ( Women’s Christian Temperance Union), ενώσεις οι οποίες σχημάτισαν και το Κόμμα της Απαγόρευσης, που συμμετείχε στις προεδρικές εκλογές του 1872, χωρίς ωστόσο να πετύχει κάτι.
Η ποταπαγόρευση εφαρμόστηκε τελικά 50 σχεδόν χρόνια αργότερα, φέρνοντας όμως μάλλον αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Εκείνο που βύθισε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη χειρότερη περίοδο της αναρχίας ήταν το περιβόητο ‘ψήφισμα Βόλστεντ’ – περισσότερο γνωστό ως ποταπαγόρευση», σημειώνει ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 31ης Μαΐου 1974.
«Όταν στις 16 Ιανουαρίου 1920 οι πουριτανοί και σεμνότυφοι έπειθαν την Γερουσία των ΗΠΑ να απαγορεύση κάθε οινοπνευματώδες ποτό, νόμιζαν πως εγκαινίαζαν μια εποχή ‘καθαρής σκέψης και καθαρής ζωής’. Άντί γι’ αυτό έβαζαν στα χέρια των γκάγκστερ την θηλιά, με την οποία θα στραγγάλιζαν ολόκληρη τη χώρα.
»Ιρλανδέζικες και ιταλικές συμμορίες ρίχτηκαν με πάθος και ορμή στη λεία τους. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1920 οι Ιταλοί είχαν ξεκαθαρίσει σχεδόν τελείως τους Ιρλανδούς και κυριαρχούσαν στον κόσμο του εγκλήματος, οργανώνοντάς το ολοένα καλύτερα και πιο αποτελεσματικά».
Το «δώρο» στη Μαφία
Η ποταπαγόρευση αποτέλεσε τη χρυσή εποχή του οργανωμένου εγκλήματος. Το αλκοόλ έγινε απαγορευμένο είδος πολυτελείας, η ζήτηση αυξήθηκε και η παρασκευή και διακίνησή του βρισκόταν στα χέρια της μαφίας.
O «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 29ης Δεκεμβρίου 1967, δημοσιεύει κείμενο του δημοσιογράφου M. Kinsglay.
«Με την ποτοαπαγόρευση είχε γεννηθεί ένα νέο αδίκημα: το bootlegging, το λαθρεμπόριο των οινοπνευματωδών ποτών.
»Ένα αδίκημα, ένα έγκλημα που θα δώση μεγάλα κέρδη από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο παραγωγό ποτών στις Ηνωμένες Πολιτείες και θα κάνη να χυθή πολύ αίμα.
»Κατά τη δεκαετία 1920 – 1930 έγιναν 600 φόνοι μόνο στο Σικάγο για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ανάμεσα σε αντίζηλες συμμορίες λαθρεμπόρων οινοπνευματωδών ποτών.
Οι βασιλιάδες του Σικάγο
«Το 1919 ‘αφεντικό’ του Σικάγου είναι ο ‘Μπιγκ» Τζιμ Κολίζιμο, ένας Σικελός από το Παλέρμο, που έκανε περιουσία εκμεταλλευόμενος οίκους ανοχής.
»Βασιλεύει σε 50 ‘κορίτσια’. Είναι ένας ‘αρχηγός’. Αντιπροσωπεύει τη Μαφία. Εκτός από το λαθρεμπόριο, τη ληστεία, τα τυχερά παιχνίδια και τους οίκους ανοχής, ο Μπιγκ Τζιμ έχει μεγάλα εισοδήματα από τα οινοπνευματώδη ποτά.
Συνέταιρος του Μπιγκ Τζιμ είναι ο συμπατριώτης του Τζόνι Τέριο. Ο Τέριο έχει ως σωματοφύλακα έναν άνδρα που θα εξελιχθεί σε εμβληματική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ.
«Ο Τζόνυ έχει έναν σωματοφύλακα, που τον ακολουθεί σαν να είναι η σκιά του, έναν νεαρό Ναπολιτάνο που έχει μεταναστεύσει πριν από λίγο καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες: τον Αλ Καπόνε»
Στα μέσα του 1920, η ιεραρχίαστο Σικάγο αλλάζει με τον συνηθιστέρο τρόπο αλλαγής ιεραρχίας στους κόλπους της μαφίας.
«Τον Μάιο του 1920 ο Μπιγκ Τζιμ, οργανωτής της αυτοκρατορίας των οινοπνευματωδών ποτών σκοτώνεται από ριπή οπλοπολυβόλου μέσα στο καφενείο του.
»Ο Τζόνυ Τόριο γίνεται τότε ο αρχηγός των Σικελών και βασιλεύει, μαζί με τον σωματοφύλακά του στη νότια συνοικία του Σικάγου».
Το βόρειο Σικάγο ελέγχεται από τον Ντην Ο Μπάνιον. Όχι όμως για πολύ.
Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» της 8ης Μαρτίου 1968 δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα συνέντευξη ενός παλιού συνεργάτη του Αλ Καπόνε, με το όνομα Σαμ.
Μαρτυρία
«Ως το 1921 το τρίο Ο’ Μπάνιον, Τόριο Καπόνε είχε την απόλυτη κυριαρχία στη διακίνησι των οινοπνευματωδών και μπύρας. Φαινόταν πώς δεν επρόκειτο να συγκρουσθούν. Αλλά ξαφνικά ο Ο’ Μπάνιον έκανε κάτι σαν προδοσία και απεφάσισε να ξεφορτωθη τους Σικελούς.
»Παρά τη ρητή συμφωνία, ο Ιρλανδός έβαλε στο νου του να στήση καρτέρι και να ξαλαφρώση τα καμιόνια του Αλ Καπόνε, που κουβαλούσαν τη μπύρα του Ντητρόιτ. Οι άνθρωποι του βόρειου τομέως τα περίμεναν στους αυτοκινητοδρόμους, τα μπλοκάρηζαν και πουλούσαν το φορτίο τους για λογαριασμό τους. Το παιχνίδι αυτό ήταν πολύ προσοδοφόρο για να το παίζη κανείς με τον Αλ Καπόνε.
»Έτσι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου 1924, δύο κομψότατοι νεαροί μπήκαν στο ανθοπωλείο του Ο’ Μπάνιον. Ο Ντην τούς υποδέχτηκε εγκάρδια, τους έτεινε μάλιστα το χέρι. Αλλά η χειραψία δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθή γιατί μέσα από τα παλτά είχαν ξεπροβάλει οι κάννες των πιστολιών.
»Ο Ιρλανδός έγινε σκόνη από τις σφαίρες. Πέθανε χωρίς να καταλάβη τι συμβαίνει και χωρίς να προλάβη να κλείση το στόμα του. Συνέχισε να χαμογελάη εγκάρδια ακόμη και νεκρός. Αυτός ο φόνος ήταν σωστή και απερίφραστη κήρυξη πολέμου. (…)
»Σ’ αυτήν την περίοδο ο Αλ έγινε απόλυτος άρχοντας της πόλεως. Γιατί ο γερο – Τόριο, που είχε πληγωθή σε μία συμπλοκή, αποσύρθηκε στο περιθώριο και δεν έδωσε πια σημεία ζωής»
Η δεκαετία 1920 – 1930, η δεκαετία της ποταπαγόρευσης, βουτήχτηκε στο παράνομο αλκόολ και βάφτηκε από το αίμα εκατοντάδων μελών της ιταλικής και ιρλανδικής μαφίας.
Ο Αλ Καπόνε όμως που φτάνει να έχει πάνω από «21.200 πρατήρια που πωλούν κρυφά οινοπνευματώδη ποτά» αντιλαμβάνεται πόσο «αντιοικονομικές» είναι οι έριδες μεταξύ των μαφιόζων του Σικάγου και επιβάλει εκεχειρία.
Σύντομα θα είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ και όπως αναφέρει ο Μ. Kingslay ο Καπόνε παρέμεινε ένα θρυλικό πρόσωπο «επειδή ορθώθηκε εναντίον σ’ έναν ηλίθιο νόμο που τον ψήφισαν πουριτανοί και που αρνιόταν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να πίνη ελεύθερα.
Αυτό τραγουδούσε η Μπήσι Σμιθ σ’ ένα από τα «μπλουζ» της: ‘Κάθε λαθρέμπορος οινοπνευματωδών ποτών είναι φίλος μου».