Μια γυναίκα συγγραφέας τολμά δυναμική εμφάνιση στον ανδροκρατούμενο χώρο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, με αφηγηματικό φόντο ένα καθαρά νεοελληνικό λαϊκό μύθο στο χώρο του τραγουδιού: Τον Στέλιο Καζαντζίδη! Και μάλιστα τον Στέλιο της μετανάστευσης, «τραγουδώντας» τον σήμερα, σε μια εποχή νέας μετανάστευσης.
Είναι η Μαριλένα Πολιτοπούλου.
Γεννημένη το 1950 στην Αθήνα, με σπουδές Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δημοσιογράφος στην «Αυγή», στα «Νέα» και στην «ΕΡΑ», διδάσκουσα δημοσιογραφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μεταφράστρια έργων από τα γερμανικά, μετά τα μυθιστορήματά της «Η μνήμη της πολαρόιντ» και «Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά», κυκλοφόρησε πρόσφατα το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η Πηνελόπη των τρένων»,από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο Παύλος Γεωργούλας, αρχιτέκτονας και σκιτσογράφος της αστυνομίας, γιος του τέως διοικητή Ασφαλείας Αθηνών, συνεργάζεται ως ειδικός σύμβουλος με το Τμήμα Ανθρωποκτονιών και δεν τον αφήνει ήσυχο ένας φάκελος που του άφησε κληρονομιά ο πατέρας του.
Τον ανοίγει και αρχίζει να μπαίνει στον κόσμο της ξενιτειάς και του καζαντζιδικού τραγουδιού- αυτός ένας λάτρης της τζαζ- ενώ θα γνωρίσει την Ημαθία της Κατοχής με ερωτικά μυστήρια, προδότες και αγωνιστές, σε αντίστιξη με την Ελλάδα της κρίσης που έχει γεμίσει με συνθήματα κατά των τροϊκανών.
Μια βραδινή καταδίωξη ενός ύποπτου μελαμψού μετανάστη στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο της Columbia στον Περισσό, σε χώρο όπου βρέθηκε ένας λευκός δολοφονημένος, του στοιχίζει ένα κάταγμα στο πόδι από πτώση στα άθλια ερείπια .
Έτσι- λες και προκάλεσε τη πτώση του – έχει την ευκαιρία να διαβάσει τον φάκελο της έρευνας με τίτλο «Η Πηνελόπη των τρένων» που παραμένει στο αέρα εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, παρότι ο πατέρας του είχε πάει στη Γερμανία για να εξιχνιάσει το αξεδιάλυτο φόνο.
Καθώς στην κατ΄οίκον νοσηλεία του συμπαραστέκεται μια παλιά του ερωμένη, γυρίζει πίσω και?
Λοιπόν: Την ημέρα που φτάνει ο Καζαντζίδης στο σταθμό του Μονάχου για να κάνει συναυλίες και οι Έλληνες τον υποδέχονται σαν αρχηγό του ελληνικού κράτους, ένας έλληνας εργάτης βρίσκεται νεκρός στην αποβάθρα του σταθμού , με ένα παραδοσιακό ελληνικό υφαντό τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του.
Ο ιατροδικαστής αποφαίνεται ότι ο θάνατος επήλθε από θανατηφόρο χτύπημα με σίδερο σιδερώματος στο πίσω μέρος του κρανίου.
Η έρευνα δείχνει ότι ο νεκρός είχε γυναίκα, κόρη και ερωμένη. Το όνομά του: Στρατής Κοκκινίδης. Συνδικαλιστής σε εργοστάσιο αυτοκίνητο στο Μόναχο.
Τον αντάρτη πατέρα του τον είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί.
Λίγο πριν τον θάνατό του είχε έρθει σε άγρια σύγκρουση με τον εκπρόσωπο της εργοδοσίας Γιόχαν, ο οποίος κατηγόρησε τους έλληνες εργάτες για απειθαρχία.
‘Αραγε ο Στρατής γνώριζε κάτι σημαντικό, ίσως επικίνδυνο για κάποιον και είχε φτάσει στο σταθμό για να το πει στον Θεό- Καζαντζίδη; Ή μήπως είναι άλλοι οι λόγοι; Ο γερμανός επιστάτης Γιόχαν, μετανιωμένος για τα βαριά λόγια που αντάλλαξε με τον Έλληνα, πηγαίνει στην κηδεία και εκεί, με την πρώτη ματιά, ερωτεύεται την αδελφή του Στρατή την Ρένα.
Εκείνη αρνείται πεισματικά κάθε σχέση, αλλά χάρη στην γερμανική επιμονή υποκύπτει. Τον παντρεύεται και ζουν ευτυχισμένοι.
Ο ερευνητής Παύλος του τηλεφωνεί από την Αθήνα και του ζητάει να τον δεχθεί και να του μιλήσει για το φόνο.
Στην έρευνα του τον συνδράμει ο στενός του φίλος Περικλής Γιατζόγλου, διευθυντής του τμήματος ανθρωποκτονιών και- τρελαμένος καζαντζιδικός καθώς – είναι τον προμηθεύει με τραγούδια του Καζαντζίδη: «Κοινωνία ένοχη, παλιοκοινωνία είσαι σκάρτη και άδικη και σε κατηγορώ».
-Καλό είναι να ανασκαλεύεις τα παλιά; Ρωτάει ο ερευνητής?
– Καλό, κακό το έχουμε ανάγκη να κλείνουμε τα κενά στις οικογενειακές ιστορίες.
? Και μέχρι την σελίδα 418 που τελειώνει η ιστορία, ο αναγνώστης απολαμβάνει την αφήγηση της Πολιτοπούλου , αποδεικνύοντας πως υπάρχει ελληνικό φιλμ νουάρ που υπερβαίνει το φόνο, φωτίζοντας ελληνικές, ψυχικές και κοινωνικές καταστάσεις του μαύρου χθες με ένα μοντέρνο στυλ.