«Ένα υπόλειμμα από μολύβι είναι σχεδόν σαν ένας μικρός άνθρωπος» αναφέρει ο πρωταγωνιστής στην «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν μόλις συνειδητοποιεί πως το μοναδικό του μολύβι έχει ξεχαστεί στην μέσα τσέπη του γιλέκου του. Λίγο πριν, για να εξασφαλίσει μιάμιση κορώνα, έχει δώσει το γιλέκο του στο ενεχυροδανειστήριο. Η μόνη λύση είναι να επιστρέψει στην οδό Πίλεστραντ ώστε να πάρει πίσω το μολύβι του. Πρέπει όμως να χρησιμοποιήσει ένα κραυγαλέο ψέμα ώστε να ζητήσει ένα υπόλειμμα μολυβιού που ξεχάστηκε στη μέσα τσέπη ενός ασήμαντου ενέχυρου. «Δεν είναι ένα τιποτένιο άνευ σημασίας αντικείμενο, με αυτό το μολύβι συνέγραψε την τρίτομη φιλοσοφική πραγματεία του». Ο ενεχυροδανειστής πείθεται. Ο ήρωας φεύγει με ψηλά το κεφάλι και με το μολύβι στο χέρι.
Δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αυτό το μολύβι όσο μικρό κι αν είναι αποτελεί το μοναδικό του όπλο, το μοναδικό του μέσο να επιβιώσει, να εξασφαλίσει το ψωμί του… Πρέπει πάση θυσία να υπερασπιστεί το «πιρούνι» του, τη «μπουκιά» του, το μολύβι του. Αυτό μαζί με τα τσαλακωμένα του χαρτιά, μια δανεική κουβέρτα που κουβαλά υπό μάλης και έξι κουπόνια κουρείου που προσπαθεί να πουλήσει, είναι όλα του τα υπάρχοντα.
Αυτός ο πεινασμένος άνθρωπος, ένας διανοούμενος ο οποίος επιβιώνει δίνοντας άρθρα σε εφημερίδες, είναι κι ο ήρωας του βιβλίου, ενός βιβλίου χωρίς πλοκή που να είναι ικανή να μας σαγηνεύσει. Στο μυθιστόρημα άλλωστε του Χάμσουν το βάρος της αφήγησης μετατοπίζεται στην ψυχολογία του ήρωα. Αποθεώνοντας την τεχνική του stream of consciousness, o συγγραφέας επιλέγει για ήρωα έναν νέο, με σαφείς αναφορές στον Ρασκόλνικωφ και στον κάτοικο του Υπογείου, ο οποίος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στην πόλη της Χριστιάνιας ,αγωνιώντας και πασχίζοντας να πουλήσει τη μεγάλη ιδέα, ένα δοκίμιο ή ένα διήγημα. που θα του επιτρέψει να βγάλει το μήνα και να κοιμηθεί αξιοπρεπώς σε ένα ανθρώπινο κρεβάτι.
Δεν τα καταφέρνει πάντα κι έτσι περιπλανώμενος στους δρόμους, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην παράνοια, στην πείνα για φαγητό διατηρώντας όμως πάντα στη χούφτα του μια αξιοπρέπεια που τον φορτώνει άλλοτε με ενοχές άλλοτε με πωρωμένη αυτοεκτίμηση.
Η συνεχής περιφορά μέσα στην πόλη, η συνεχής αναζήτηση ενός μέρους ήσυχου για να μπορέσει να γράψει τα δοκίμια του, τα οποία συνήθως απορρίπτονται, ο συνεχής αγώνας για επιβίωση, είναι κυρίως οι πρωταγωνιστές που θριαμβεύουν μέσα από τον ανώνυμο ήρωα.
Αντιθέτως όμως όνομα έχει η πόλη. Η Χριστιανία, το σημερινό Οσλο, είναι μια πόλη που σε πολλά ίσως μας θυμίζει την σύγχρονη Αθήνα, φιλική και συνάμα αδιάφορη, κρύα και παγωμένη.
«Ξαφνικά, μου έρχεται η ιδέα να πάω στην Κρεαταγορά και να ζητήσω ένα κομμάτι ωμό κρέας. Σηκώνομαι, κατεβαίνω τα σκαλιά και κατευθύνομαι προς την Αγορά. Μόλις φτάνω στους πρώτους πάγκους, αρχίζω να φωνάζω και να χειρονομώ, σαν να μιλούσα σε ένα σκυλί που βρισκόταν πίσω μου. Και με θράσος, απευθύνομαι στον πρώτο κρεοπώλη που συναντώ.
-Θα είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε ένα κόκαλο για το σκυλί μου, λέω. Μόνον ένα κόκαλο, δεν χρειάζεται να έχει κρέας πάνω του· έτσι, για να έχει κάτι να κουβαλάει στο στόμα του.
Μου έδωσε ένα κόκαλο, ένα υπέροχο μικρό κόκαλο, όπου είχε μείνει λίγο κρέας, και το έχωσα κάτω απ’ το σακάκι μου. Ευχαρίστησα εκείνον τον άνθρωπο, τόσο θερμά, που με κοίταξε έκπληκτος…
-Παρακαλώ, είπε.
-Μην το λέτε, ψέλλισα, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
Κι έφυγα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Χώθηκα στην πάροδο των Σιδηρουργών, όσο πιο μακριά μπορούσα, και σταμάτησα μπροστά στη σαραβαλιασμένη πόρτα μιας αυλής. Δεν υπήρχε καθόλου φως, ένα ευλογημένο σκοτάδι βασίλευε γύρω μου· άρχισα να μασουλάω το κρέας που υπήρχε πάνω στο κόκαλο. Δεν είχε γεύση· έβγαζε μια αηδιαστική μυρωδιά αίματος που μ’ έκανε να ξεράσω αμέσως. Προσπάθησα πάλι. Αν τουλάχιστον το στομάχι μου κρατούσε εκείνο το κομματάκι κρέας θα ένοιωθα καλύτερα· το πρόβλημα ήταν να το κάνω να μείνει μέσα. Όμως πάλι μου ήρθε τάση για εμετό. Έγινα έξαλλος, δάγκωσα άγρια το κρέας, ξεκόλλησα ένα κομματάκι και το κατάπια με το ζόρι. Όμως δεν χρησίμευε σε τίποτα· μόλις έμεινε για λίγο στο στομάχι μου άρχισε πάλι ν΄ ανεβαίνει. Έσφιξα με λύσσα τις γροθιές, άρχισα να κλαίω από απόγνωση και να δαγκώνω το κόκαλο σαν δαιμονισμένος· έκλαψα τόσο που το κόκαλο μούσκεψε από τα δάκρυα, ξέρασα, έβριζα και μασουλούσα βάζοντας τα δυνατά μου, έκλαιγα λες και η καρδιά μου είχε σπάσει, και ξέρασα γι’ άλλη μια φορά. Τότε, με δυνατή φωνή, καταράστηκα όλες τις δυνάμεις του κόσμου να πάνε στο πυρ το εξώτερο».
Πορτραίτο του συγγραφέα του Hans Heyerdahl
Η πόλη συρρικνώνεται διαρκώς, το ίδιο και το στομάχι. Ο ήρωας περιπλανιέται στα ίδια μέρη, σαν να μηρυκάζει μια πολύτιμη μπουκιά, στριφογυρίζει σαν την πείνα στο στομάχι του που δεν τον αφήνει σε ησυχία, κυριευμένος από μια μόνιμη αγωνία που δεν παύει να ξεσηκώνει την τρέλα του: πρέπει να βρει χρήματα για να φάει, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει πώς κάτι τόσο αφηρημένο όσο είναι το χρήμα μπορεί να είναι ανταλλάξιμο με κάτι τόσο χειροπιαστό όσο το φαΐ. Η πόλη μοιάζει κλειστοφοβική, σαν ένα τεράστιο στομάχι στο οποίο ο ήρωας δεν είναι άλλο από ένα μικροσκοπικό ψίχουλο. Μόνο που η πόλη αδυνατεί να τον χωνέψει. Τον παρατά σ’ ένα ζοφερό πανδοχείο μέχρι την ύστατη στιγμή, που τον πετάει στη θάλασσα, πάνω σ’ ένα καράβι, μακριά από την ψυχρή θαλπωρή της.
Η πείνα του Χάμσουν όπως αναφέρει και ο ίδιος δεν είναι ένα μυθιστόρημα. Είναι ένα βιβλίο που δεν στηρίζεται στην πλοκή, αλλά στην έλλειψη της, αντιπροτείνοντας μάλιστα μια γραφή που αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα και όχι μια γραφή που είναι αναγκασμένη ν’ αναπτύσσει μια ιστορία. Είναι περισσότερο μια ιδιάζουσα ψυχική διαδικασία κατά την οποία ένας άνθρωπος, πολύ πιθανότατα ο ίδιος ο συγγραφέας, περνά μέσα από μία εσωτερική δοκιμασία, μία πάλη αντιμετώπισης της ανέχειάς του, της θέλησής του για εξεύρεση τροφής και εν τέλει της μη ικανοποίησης της.
Ο Χάμσουν κατάφερε να επηρεάσει τόσο διαφορετικούς συγγραφείς. Από τον Τσαρλς Μπουκόφσκι (που περισσότερο διψούσε), τον Χουάν Ρούλφο (που ζούσε στο Μεξικό και λαχταρούσε μια πιο κρύα χώρα), μέχρι και τον Τόμας Μπέρνχαρντ (που, όντας πνευμονοπαθής, αγωνιούσε για την επόμενη ανάσα του), όλοι τους είδαν τον Χάμσουν σαν μια σκάλα που μετέφερε τους μυθιστορηματικούς ήρωες του 19ου αιώνα στον επόμενο. Τους μετέτρεψε σε ήρωες που περπατάνε αθόρυβα δίπλα μας, αόρατοι άνθρωποι που δύσκολα θα τους πιάσει το μάτι μας.
Κάτοχος του Νόμπελ λογοτεχνίας το 1920 με αφορμή το βιβλίο του «Η ευλογία της γης» γραμμένο το 1917, ο Χάμσουν έρχεται με την «Πείνα» που γράφτηκε το 1890 σε ανοιχτό πόλεμο με τα ίδια του τα φαντάσματα και αυτοαναλύεται σε έναν δρόμο συνομιλίας με τον τρόμο και τον κίνδυνο της ίδιας του της απώλειας είτε πραγματική είτε συνειδησιακή.
Στη διάρκεια της ζωής του ο Κνουτ Χάμσουν υπήρξε αμφισβητούμενη προσωπικότητα. Ο πολυκύμαντος βίος του αντανακλάται ως και στο όνομά του: γεννήθηκε ως Κνουτ Πέντερσεν, υπέγραψε το πρώτο του βιβλίο ως Κνουτ Πέτερσεν, αργότερα πρόσθεσε και το επώνυμο της μητέρας του κι έγινε Κνουτ Πέτερσεν-Χάμσουντ, ύστερα έκοψε τελείως το Πέτερσεν και, τέλος, ένα τυπογραφικό λάθος στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσε τού παράφρασε το όνομα Κνουτ Χάμσουν το οποίο και κράτησε.
Όταν παίρνει το βραβείο Νόμπελ, ο πολυταξιδεμένος Χάμσουν, ανασαίνει οικονομικά αλλά η υγεία του είναι πια κλονισμένη. Το 1926 είναι ήδη βαρήκοος και υποφέρει από κρίσεις νεύρων. Η κόντρα του με το πολιτικό κατεστημένο τής εποχής τον οδηγεί στο απέναντι άκρο και γίνεται θαυμαστής τού Χίτλερ. Αιφνιδιάζοντας τον κόσμο, ο Χάμσουν εξυμνεί τον ναζισμό, δικαιολογεί τον αντισημιτισμό, στηρίζει τον Βίντκουν Κουίσλιγκ και καλεί τους συμπατριώτες του να υποταχθούν στην ανωτερότητα του Ράιχ. Λίγο αφόρου τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τής Νορβηγίας παραδίδονται, στην πρώτη σελίδα της -πρώτης σε κυκλοφορία- εφημερίδας «Άφτεν πόστεν» δημοσιεύεται δίστηλη φωτογραφία του Χίτλερ με νεκρολογία του Χάμσουν.
Μετά τον πόλεμο, ο Χάμσουν κάθεται στο εδώλιο και καταδικάζεται σε εγκλεισμό σε ψυχιατρείο και δήμευση της – ούτως ή άλλως μικρής – περιουσίας του. Είναι πλέον 88 ετών. Πεθαίνει 5 χρόνια αργότερα, το 1952, μόνος και καταφρονημένος. Παρά την προσωπική του διαδρομή, όμως, το λογοτεχνικό του έργο είναι σημαντικότατο. «Η πείνα» παραμένει έργο αναφοράς, αποτελώντας τομή στην ιστορία της λογοτεχνίας. Το έργο που μετατόπισε το βάρος της αφήγησης στην ψυχολογία του ήρωα, και θεωρείται μέχρι και σήμερα ένα μνημείο μοντερνισμού που επηρέασε όσο λίγα τους συγγραφείς που ακολούθησαν.
Πηγή: http://www.newsbeast.gr/entertainment/book/arthro/826555/ta-100-vivlia-pou-prepei-na-eheis-diavasei-prin-pethaneis/