Τα τραύματα της πανδημίας είναι βαριά για όλα τα κράτη, καθώς η απρόσμενη και δριμεία οικονομική ύφεση βρίσκει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αποδυναμωμένα και αντιμέτωπα με διττή πρόκληση: αφενός να επιβιώσουν από την ραγδαία μείωση εσόδων ενός δωδεκαμήνου, αφετέρου να σχεδιάσουν το άμεσο μέλλον κατά την προσδοκώμενη περίοδο της επανεκκίνησης.
* Δικηγόρος – Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων – Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007 – τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α – Υποψ. Βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα Αθηνών (Ν.Δ.)
Ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις, η πρόκληση αυτή είναι ζωτική, καθώς η προοπτική να ανακάμψουν και να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος δεν εξαρτάται μόνο από τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τις τρέχουσες και σωρευμένες παρελθούσες υποχρεώσεις τους, αλλά και από τα περιθώρια να επενδύσουν και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και τον κύκλο εργασιών τους. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας έχει στρατηγική σημασία για την εθνική οικονομία προκειμένου να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι εξαγωγές που παρά την ανθεκτικότητα και την ευελιξία τους το 2020 (τους 9 πρώτους μήνες έφτασαν τα 17,5 δις ευρώ υπερβαίνοντας κατά 253 εκατομμύρια ευρώ την αντίστοιχη επίδοση του 2019) , η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ από 38% σήμερα θα πρέπει να φτάσει στο 48% μέχρι το 2023 και η βιομηχανική παραγωγή από 9,5% στο 12%.
Μέχρι στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιτύχει, εκμεταλλευόμενη τους κοινοτικούς πόρους και την εμπιστοσύνη των αγορών, που δανείζουν τη χώρα με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, να συνδυάσει τους δύο στόχους της στήριξης των επιχειρήσεων με προγράμματα αναβολών και ρυθμίσεων καταβολής υποχρεώσεων και παροχής δανείων και επιδοτήσεων, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, αλλά και ενισχύοντας θεαματικά την απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ, η οποία έφτασε το 62% φέρνοντας τη χώρα μας στην 6η καλύτερη θέση μεταξύ των 28 εταίρων της Ε.Ε.
Κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων έχει και θα έχει στο άμεσο μέλλον η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, που ήδη το 2020 «μόχλευσε» κοινοτικούς και εθνικούς πόρους 2,78 δισ., με αποτέλεσμα τη διοχέτευση στην αγορά –μαζί με τις συναφείς τραπεζικές δανειοδοτήσεις- συνολικής ρευστότητας 8,6 δισ. ευρώ. Τα ποσά αυτά διατέθηκαν μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας COVID-19 και αποτέλεσαν κρίσιμη αρωγή στις επιχειρήσεις προκειμένου να αντεπεξέλθουν κατά την πρωτόγνωρη σε δυσκολία περίοδο από τον Μάρτιο 2020 μέχρι σήμερα.
Κατά την περίοδο της ανάκαμψης, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα αλλά και το σύνολο των χρηματοδοτικών μηχανισμών της χώρας θα κληθούν πλέον, με την υποστήριξη του κυβερνητικού σχεδιασμού, να στηρίξουν όχι απλώς την επιβίωση των επιχειρήσεων, αλλά την ανάπτυξή τους. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί ήδη, προς την κατεύθυνση αυτή, και το νέο Ταμείο Εγγυοδοσίας Επενδύσεων το οποίο θα εγγυάται επενδυτικά δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε ποσοστό έως και 80%, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις αυτές να επενδύσουν και να αναπτυχθούν. Μαζί με την τραπεζική μόχλευση, ο προϋπολογισμός του Ταμείου θα ανέλθει σε 500 εκατ. ευρώ.
Στο ευρύτερο, στρατηγικό επίπεδο, η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο να διοχετευθούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις τα 12,5 δισ. των δανειοδοτήσεων, που θα πάρει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψηςτης Ε.Ε.. Η χρηματοδότηση αυτή, παράλληλα με την συνεπή πολιτική προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μία νέα περίοδο αυξημένης ανταγωνιστικότητας και δυναμισμού, ώστε η πρωτοφανής δοκιμασία της πανδημίας να αποτελέσει ευκαιρία οικονομικής αναγέννησης. Βεβαίως, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας θα πρέπει να ανασχηματισθεί με όχημα τους συνολικούς οικονομικούς πόρους των 32 δις από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης. Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που έχουν ήδη συντάξει Εθνικό Σχέδιο. Και σε αυτό προβλέπεται γενναία ενίσχυση της εξωστρέφειας και στροφή των εξαγωγών μας προς προϊόντα έντασης γνώσης και τεχνολογικής αιχμής. Αρκεί οι ευκαιρίες και τα κονδύλια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης να οδεύσουν προς επενδύσεις με υψηλό «πολλαπλασιαστή» εισοδήματος – ώστε μετά την επιβίωση των επιχειρήσεων, που αναπόφευκτα έχει προταχθεί, να στηριχθεί και η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς το μέλλον. Για τη στήριξη αυτή, όμως, δεν αρκούν η κοινοτική αρωγή και ο κυβερνητικός σχεδιασμός. Χρειάζεται και η έμπρακτη συμβολή του τραπεζικού συστήματος, που πρέπει να ανακτήσει και πάλι τον στόχο του ως δανειοδοτικού μηχανισμού παραγωγικών επενδύσεων. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε την κρίση σε ευκαιρία.