Τα ξημερώματα της 20ής Φεβρουαρίου του 1992 σε μια οικοδομή της στους Αγίους Αναργύρους εντοπίστηκε το πτώμα ενός άνδρα. Ήταν καθισμένος στα σκαλοπάτια της εισόδου, στο ένα χέρι του κρατούσε έναν αναπτήρα και στο άλλο ένα τσιγάρο. Πάνω του ήταν πρόχειρα ριγμένο ένα λευκό μπουφάν. Το κρύο ήταν τσουχτερό και είχε χιονίσει.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Οι γείτονες έπαθαν σοκ όταν στο πρόσωπο του νεκρού αναγνώρισαν τον 42χρονο Π.Τ., σύζυγο της Ο.Τ., που έμενε στο σπίτι απέναντι από την οικοδομή. Το ζευγάρι βρισκόταν σε διάσταση και η 27χρονη γυναίκα είχε μετακομίσει, μαζί με τα δυο παιδιά τους, στο πατρικό της σπίτι, όπου έμενε μαζί με τη μητέρα της.
Η έρευνα έδειξε πως ο άνδρας είχε δολοφονηθεί, καθώς είχε δεχθεί βίαια χτυπήματα, στο κεφάλι και το σώμα, από μια σιδερόβεργα, ενώ αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι μέσα από το παντελόνι του φορούσε ένα γυναικείο εσώρουχο. Οι αρχές ψάχνοντας την άκρη του νήματος δεν άργησαν να φτάσουν στη νεαρή σύζυγο του θύματος η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο των ερευνών.
Είχαν παντρευτεί το 1984 από προξενιό. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα, καθώς ο 42χρονος ζήλευε παθολογικά τη γυναίκα του λόγω της διαφοράς ηλικίας που είχαν και δημιουργούσε με τη συμπεριφορά του ένα πιεστικό πλαίσιο. Επιπλέον, άνθρωποι από το περιβάλλον της γυναίκας έλεγαν πως το θύμα ήταν πότης και τα βίαια επεισόδια στο σπίτι τους ήταν τακτικά και ακραία. Οι συγγενείς, πάλι, του 42χρονου υποστήριζαν πως εκείνη τον απατούσε με άλλους άνδρες. Ωστόσο, εκείνος την αγαπούσε παθολογικά και της ζητούσε να ξανασμίξουν.
Η 27χρονη Ο.Τ. οδηγήθηκε στην ασφάλεια και λίγες ώρες αργότερα ομολόγησε πως ήταν εκείνη που χτύπησε μέχρι θανάτου τον σύζυγο της. Εκείνο το βράδυ, όπως είπε, είχε σκαρφαλώσει στα κάγκελα του σπιτιού και την παρακολουθούσε από τον τζαμόπορτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά, την παρακολουθούσε συνεχώς. Όταν βγήκε έξω για να του ζητήσει το λόγο εκείνος, όπως ισχυρίστηκε, αφού την έβρισε άσχημα την άρπαξε από τα μαλλιά και της είπε ότι θα τη σκοτώσει.
«Θόλωσε το μυαλό μου, νευρίασα πολύ και αφού βρήκα μπροστά μου μια σιδερόβεργα της οικοδομής, την πήρα και τον χτύπησα…», είπε στους αστυνομικούς η 27χρονη Ο.Τ.. Λίγο αργότερα, ενώπιον του ανακριτή, η 27χρονη αναίρεσε την αρχική της ομολογία λέγοντας πως ήταν προϊόν ψυχολογικής και σωματικής βίας που της ασκήθηκε στην Ασφάλεια.
«Σατανική γυναίκα»
Η Ο.Τ. οδηγήθηκε στη φυλακή και τα παιδιά της στους συγγενείς του δολοφονημένου συζύγου της. Τον Ιούνιο του 1993, η γυναίκα κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, κατηγορούμενη για τη δολοφονία του συζύγου της, την οποία αρνιόταν κατηγορηματικά.
Από το βήμα του μάρτυρα παρέλασαν συγγενείς και φίλοι οι οποίοι αναφέρθηκαν στη εκρηκτική σχέση του ζευγαριού.
Η αδελφή του θύματος, καταθέτοντας στο δικαστήριο, χαρακτήρισε την κατηγορουμένη «σατανική γυναίκα» και εμφανίστηκε πεπεισμένη πως εκείνη ήταν η δολοφόνος: «Πολλές φορές μας έλεγε “Θα τον σκοτώσω, δεν τον αντέχω”. Ο αδελφός μου έπινε από τις στεναχώριες που του είχε φορτώσει αυτή… Είχε σχέσεις με άλλους άνδρες και ήταν ψυχρή με τα παιδιά της… Ξέρουμε ότι ο αδελφός μου ήταν φορτικός στην κατηγορούμενη επειδή της είχε παθολογική αγάπη… Ήταν ψηλός, άντρακλας, όπως λέμε, και καθόταν και τον έδερνε η γυναίκα του για να μην την αγριέψει, ακόμη και η μάνα της τον είχε χτυπήσει.
Η κατηγορούμενη είναι αυτή που τον σκότωσε και τον σκότωσε γιατί ανέβηκε στα κάγκελα και την παρακολουθούσε. (…) Αυτή η γυναίκα είναι για όλα ικανή, είναι σατανική. Μπορεί και οι ίδιες να του έβαλαν το γυναικείο εσώρουχο από μέσα. Πήγαινε στην γειτονιά και τον έλεγε μ… Η ίδια, λέει, ότι την ώρα του φόνου την άρπαξε από τα μαλλιά, τη χτύπησε λίγο και τότε, λέει η ίδια, πήρε τη σιδερόβεργα και τον χτύπησε».
Ο γαμπρός του θύματος, αναφερόμενος στο μοιραίο βράδυ, υποστήριξε πως η κατηγορούμενη είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι του και σε έξαλλη κατάσταση του είχε πει: «μαζεύτε τον γιατί θα τον μαζέψετε με το κουταλάκι, θα του σπάσω το κεφάλι με το σίδερο, είναι έξω από το σπίτι ανεβασμένος στα κάγκελα. (…) Ο κουνιάδος μου την υπεραγαπούσε, αλλά αυτή ήταν σατανική γυναίκα, γυρνούσε με διάφορους άνδρες. Τον Π. τον είχα δει χτυπημένο και μου είχε πει ότι τον χτύπησε η γυναίκα του. Αυτός δεν την ακουμπούσε καθόλου γιατί την υπεραγαπούσε και τα δεχόταν όλα ακόμα και το ξύλο… Κοιτούσε να μαζέψει το σπίτι του και ίσως να ανεχόταν και τους εραστές της. Για εμένα ήθελε να τον βγάλει από τη μέση για να κάνει τη ζωή της».
«Ούτε σκυλί δεν σκοτώνουν έτσι»
«Τον εκτέλεσαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, ούτε σκυλί δεν σκοτώνουν έτσι. Επανειλημμένα τον χτυπούσε, αλλά και μαζί με την αδελφή της τον μαύριζαν στο ξύλο κι αυτός τα δεχόταν όλα γιατί της είχε παθολογική αγάπη. Τον ήθελε μόνο για εκμετάλλευση», κατέθεσε ο αδελφός του θύματος Χ.Τ., ο οποίος έκανε λόγο για προμελετημένο έγκλημα, αφήνοντας υπόνοιες ότι η κατηγορουμένη είχε βοήθεια για να εκτελέσει το σχέδιο της.
Η ανιψιά του θύματος, καταθέτοντας, υποστήριξε πως είχε επαφές με την κατηγορουμένη η οποία πήγαινε στο κομμωτήριο όπου εργαζόταν: «Συνέχεια μου έλεγε: “θα τον σκοτώσω κοίτα ο μ… περιμένει απέξω. Του λέω ότι θα σμίξουμε και μου φέρνει χρήματα. Τον χτυπάω και κάθεται σαν γυναικούλα και δεν σηκώνει πάνω μου. Φέρεται σαν γυναικούλα και θα δείτε ότι θα του φορέσω και εσώρουχο”. (…) Ο θείος μου δεχόταν τους εραστές της επειδή ήθελε να τα ξαναφτιάξει μαζί της».
«Όταν έπινε έχανε τον εαυτό του»
Η μητέρα της κατηγορούμενης έδωσε μια άλλη διάσταση στη σχέση του ζευγαριού. «Ήταν καλός άνθρωπος ο Π., αλλά όταν έπινε, έχανε τον εαυτό του. Συνέχεια χτυπιόντουσαν και αυτό γινότανε από το ποτό. Η κόρη μου έφυγε από το σπίτι της και ήρθε στο δικό μου γιατί την τελευταία ημέρα λιποθύμησε από το ξύλο και όταν συνήλθε μου είπε “εγώ θα φύγω”», είπε η μητέρα της κατηγορούμενης και εξέφρασε την βεβαιότητα πως η κόρη της δεν σκότωσε το γαμπρό της.
Αναφερόμενη δε στο πρωινό που έγινε γνωστό το έγκλημα, υποστήριξε πως η ίδια τηλεφώνησε στην κόρη της στη βιοτεχνία, όπου εργαζόταν ως γαζώτρια, για να την ενημερώσει: «Της είπα για τον άνδρα της, και όπως έμαθα, όταν το άκουσε λιποθύμησε και την πήγαν στο νοσοκομείο». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, τόνισε πως «από τα κορίτσια είχα ακούσει ότι χάνουν τα εσώρουχα τους, αλλά δεν ξέρω τι γινότανε».
Ως θύμα κακοποίησης εμφάνισε την κατηγορούμενη και μια φίλης της. Όπως υποστήριξε, η 27χρονη τής είχε εξομολογηθεί ότι το θύμα τής φερόταν άσχημα και την χτυπούσε: «Εκείνος έπινε και έκανε συνέχεια φασαρίες και γι’ αυτό ήθελε να τον χωρίσει. Όταν μιλούσε για εκείνη γινόταν χυδαίος, αλλά της είχε παθολογική αγάπη. Το θύμα έπινε πολύ. Αν ο Π. την έβλεπε με κάποιον άλλον θα την σκότωνε».
Τον ισχυρισμό ότι η κατηγορούμενη απατούσε το σύζυγο της, απέκρουσε στην κατάθεση της, και η αδελφή της κατηγορουμένης καταθέτοντας στο δικαστήριο: «Η κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια του γάμου της ήταν υπόδειγμα συζύγου, μετά έκανε δυο σχέσεις. Ο Π. ήταν συνεχώς μεθυσμένος και δημιουργούσε φασαρίες. Τους ξυλοδαρμούς και οι δυο τους κάνανε και οι δυο είχαν μώλωπες… Όταν άπλωνα τα εσώρουχα μου στη απλώστρα τα έχανα και μια φορά τα βρήκε η αδελφή μου στο σπίτι και εκείνος, όταν τον ρώτησε, παραδέχτηκε ότι ήταν δικά μου. Νομίζω ότι είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα αφού έπαιρνε τα εσώρουχα μου… Μου έκανε εντύπωση ότι βρέθηκε να φοράει μέσα από το εσώρουχο του το γυναικείο εσώρουχο, παρότι γνώριζα ότι μας έπαιρνε τα εσώρουχα».
«Τις φασαρίες ο Π. τις άρχιζε και την χτυπούσε. Μάλιστα, είχε καταλήξει στο νοσοκομείο από το ξύλο… Το ζευγάρι ήταν σε διάσταση 18 μήνες. Έπινε πολύ και το πρωί, αντί για καφέ, έπινε ούζο», κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου η άλλη αδελφή της κατηγορούμενης η οποία, εκείνη την περίοδο, έμενε, επίσης, στο πατρικό τους σπίτι.
«Ήταν ο πατέρας των παιδιών μου, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο»
Η 27χρονη απολογούμενη δήλωσε αθώα. Αρνήθηκε ότι διέπραξε το έγκλημα και ισχυρίστηκε ότι η αρχική της ομολογία ήταν προϊόν βασανιστηρίων από αστυνομικούς. Η γυναίκα παραδέχτηκε πως είχε συνεχίσει τη ζωή της κάνοντας σχέση, μετά το χωρισμό της, με έναν άλλο άνδρα. Μάλιστα, όπως είπε, μια εβδομάδα πριν το έγκλημα, είχε κάνει άμβλωση.
Η νεαρή γυναίκα περιέγραψε όλα όσα διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ. Υποστήριξε ότι λίγο πριν το μοιραίο, το θύμα είχε επισκεφθεί την ίδια και τα παιδιά τους στο σπίτι και τότε του χάρισε το λευκό μπουφάν που είχε πάρει από τη βιοτεχνία όπου δούλευε, γιατί ο 42χρονος φορούσε μόνο ένα πουκάμισο και έκανε παγωνιά. «Αν ήθελα να το κάνω αυτό, θα το έκανα όταν ήμασταν μαζί και μάλιστα όταν από το ξύλο με έστειλε στο νοσοκομείο… Ήταν ο πατέρας των παιδιών μου, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο», ισχυρίστηκε και συνέχισε:
«Από το σπίτι μας έφυγα γιατί με έδιωξε ο άνδρας μου λέγοντας μου “δεν θέλω να σε βλέπω” και όταν του είπα “πού να πάω”, μου είπε, “όπου θέλεις”. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι της αδελφής μου και μου ζητούσε να γυρίσω πάλι πίσω, αλλά δεν πήγα. Πάλι με είχε διώξει για τρεις ημέρες και γύρισα στο σπίτι… Ο αδελφός μου με χτυπούσε για να γυρίσω στον άνδρα μου, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό γιατί, ενώ τον πρώτο καιρό ήταν καλός, μετά άρχιζε να κάνει πάλι τα ίδια». Η κατηγορούμενη, μάλιστα, εμμέσως, πλην σαφώς, άφησε να εννοηθεί ότι το θύμα είχε σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. «Έπαιρνε τα εσώρουχα μου και τα φορούσε», είπε.
Στις 25 Ιουνίου 1993, το δικαστήριο, με οριακή πλειοψηφία 4-3, έκρινε την κατηγορούμενη αθώα, λόγω αμφιβολιών. Η γυναίκα κατάφερε να πείσει για την αθωότητα της και τους τέσσερις ενόρκους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όμως, η Ο.Τ. κάθισε και πάλι στο εδώλιο, καθώς ο εισαγγελέας άσκησε έφεση υπέρ του νόμου. Η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν διαφορετική. Πέντε μέλη του δικαστηρίου ψήφισαν υπέρ της μετατροπής του κατηγορητηρίου από ανθρωποκτονία από πρόθεση σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Με την ομόφωνη αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου τής επιβλήθηκε κάθειρξη 8 ετών και 3 μηνών.
Στο άκουσμα της απόφασης η κατηγορουμένη κατέρρευσε και ξέσπασε σε λυγμούς. Το ίδιο και οι αδελφές της. «Τα παιδιά μου…», φώναξε η κατηγορούμενη και λιποθύμησε. Η 31χρονη, πλέον, γυναίκα λίγο πριν οδηγηθεί στη φυλακή, βλέποντας τους συγγενείς του θύματος, προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια των αστυνομικών για να τους επιτεθεί. «Καταραμένοι…», φώναξε. «Σου άξιζαν ισόβια…», της απάντησαν.
newbeast.gr