Η νέα αμερικανική διοίκηση θα βρεθεί ενώπιον τεράστιων προκλήσεων. Στο εξωτερικό, θα αντιμετωπίσει ένα πολύ διαφορετικό διεθνές περιβάλλον, αρκετά πιο δυσμενές για τις ΗΠΑ. Θα χρειαστούν πειστικές κινήσεις για να αποκατασταθεί το τρωθέν γόητρο της Ουάσιγκτον, ουσιαστικές πρωτοβουλίες προς εταίρους για να επανέλθει η εμπιστοσύνη και αποφασιστικότητα έναντι των ανταγωνιστών της ώστε να λάβουν το μήνυμα ότι οι ΗΠΑ επανακάμπτουν στο διεθνές γίγνεσθαι. Πολλά, όμως, θα εξαρτηθούν από τη διαχείριση της εσωτερικής κατάστασης, η οποία έχει επιδεινωθεί σε ανησυχητικά επίπεδα. Είναι, συνεπώς, βέβαιο ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι για κάποιο καιρό προσηλωμένη στο εσωτερικό, με έμφαση σε τρεις άξονες: τη συγκράτηση της πανδημίας, η οποία έχει ξεφύγει από τον έλεγχο, την ανάταξη της οικονομίας με νέα χρηματοδοτικά πακέτα και την αντιμετώπιση του Τραμπ, ο οποίος θεωρείται ηθικός αυτουργός της προσπάθειας κατάλυσης της δημοκρατίας.
Στην εξωτερική πολιτική, Κίνα και Ρωσία θα αποτελέσουν τις προτεραιότητες για τις ΗΠΑ. Το μαρτυρούν όσα έχει δηλώσει κατά καιρούς ο εκλεγμένος πρόεδρος Μπάιντεν, η παραδοσιακά σκεπτικιστική στάση των δημοκρατικών έναντι της Ρωσίας, αλλά και οι νέες διεθνείς πραγματικότητες που φέρνουν την Κίνα να αμφισβητεί πιο συστηματικά την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Θα πρέπει, βέβαια, πρώτα να μπει μία τάξη στο υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο δυσλειτουργούσε τα τελευταία τέσσερα χρόνια και να πληρωθούν καίρια πόστα. Στα αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, δύσκολα θα δούμε κάποια πρωτοβουλία από μεριάς ΗΠΑ τουλάχιστον το πρώτο εξάμηνο του 2021. Ομως, έχει αξία να εντοπίσουμε κάποια από τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν σημαντικές θέσεις περί την εξωτερική πολιτική.
Πολλά άλλαξαν
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Μπλίνκεν, όπως και ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, Σάλιβαν, κατά την προηγούμενη θητεία τους στις κυβερνήσεις Ομπάμα (από άλλα πόστα), ανήκαν στην παραδοσιακή σχολή των δημοκρατικών, που δεν ήθελε να απωλέσει την Τουρκία, θεωρώντας τη σημαντικό εταίρο εντός του ΝΑΤΟ και έναντι της Ρωσίας. Εκτοτε, βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει στη διεθνή σκακιέρα, αλλά το πιθανότερο σενάριο είναι πως θα δώσουν μία ακόμη (τελευταία;) ευκαιρία στην Αγκυρα. Ομως, αυτό θα γίνει με τους όρους της Ουάσιγκτον, ενώ τα ακόλουθα βάζουν δύσκολα στον Ερντογάν: η εκπεφρασμένη πρόθεση Μπλίνκεν να ταξινομήσει τις χώρες βάσει της φύσης των καθεστώτων τους (κάτι που εκ των πραγμάτων θα τοποθετήσει απέναντι την Τουρκία), το φρένο που θα μπει στην προμήθεια εξοπλισμών – δεσμευτικές οι αποφάσεις του Κογκρέσου – και η θεσμοποίηση της σχέσης Μπάιντεν – Ερντογάν. Μάλιστα, με ανοιχτή την υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στην τουρκική ηγεσία, τόσο στο οικονομικό/χρηματοπιστωτικό πεδίο όσο και στο προσωπικό, εφόσον φέρεται να υπάρχει εμπλοκή μελών του κύκλου Ερντογάν στην εν λόγω υπόθεση.
Ο ρόλος του Μενέντεζ
Ενα ακόμη σημαντικό κομμάτι του παζλ είναι ο γερουσιαστής Μενέντεζ, αποδεδειγμένα φίλος του ελληνοαμερικανικού λόμπι, το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα, ξεπερνώντας τα λάθη και τον κατακερματισμό του παρελθόντος, έχει σημαντική συμβολή στη βελτίωση της εικόνας – ρόλο σε αυτό έχουν ασφαλώς παίξει οι ενέργειες της Τουρκίας, που όμως έχουν εύστοχα αναδειχθεί, όπως και η εμβάθυνση των σχέσεών μας με το Ισραήλ και το εβραϊκό λόμπι. Αν, λοιπόν, ο Μενέντεζ αναλάβει την προεδρία κάποιας επιτροπής σχετιζόμενης με την εξωτερική πολιτική και την άμυνα, τότε θα συνδιαμορφώνει το νομοθετικό έργο, που θα αφορά σε συμφωνίες, κυρώσεις, εξοπλιστικά προγράμματα, ελέγχοντας την εκτελεστική εξουσία.
Τις τελευταίες μέρες είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες ότι η έμπειρη διπλωμάτης Νούλαντ, προαλείφεται για τη θέση της ν. 3 του υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για μία πολύ συγκροτημένη προσωπικότητα, με καλή γνώση της περιοχής μας και ισχυρές (αρνητικές) απόψεις για τη Ρωσία. Υπηρετούσε στο ΝΑΤΟ στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008 όταν κλονίστηκαν οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ λόγω της τότε ΠΓΔΜ, ενώ έχει υποστηρίξει στο παρελθόν τη λύση του Κυπριακού, οπότε θα μπορούσε, αν τελικά αναλάβει, να ενθαρρύνει ή ακόμη και να πιέσει για λύση, υπό το πρίσμα της ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στην περιοχή.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ