Υπάρχει ένα αριστουργηματικό μονόπρακτο του Λουίτζι Πιραντέλο με τίτλο «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα». Σε έναν σταθμό του τρένου, όπου στη μικρή πλατεία έξω από το οίκημα υπάρχει ένα υπαίθριο καφενείο που εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες που αναμένουν τον συρμό για να πάνε στην πόλη τους, συνήθως έμποροι, παραγγελιοδόχοι, δάσκαλοι και πολίτες που έχουν επισκεφτεί γιατρούς, όταν ανοίγει η αυλαία με αυτό το σκηνικό, βλέπουμε ένα τραπεζάκι, δυο καρέκλες και στο βάθος ζωγραφιστή η εκκλησία της πόλης, ενώ από το καφενείο ξεκινάει ένας δρόμος που πάει προς το κέντρο της πόλης.
Σε λίγο, στην έρημη σκηνή, λαχανιασμένος και κρατώντας μια βαλίτσα, έρχεται και ρίχνεται σε μια από τις καρέκλες ένας μεσόκοπος άντρας που σαφώς επρόκειτο να ταξιδέψει και δεν πρόλαβε το τρένο και, πιθανόν, έκανε ολιγόλεπτη στάση στον συγκεκριμένο σταθμό. Μάλλον βρισκόμαστε σε γειτονιά της Ρώμης, από όπου διέρχεται το τρένο που οδεύει προς την επαρχία. Ο απελπισμένος ταξιδιώτης, που πρέπει να περιμένει την επόμενη διέλευση, παραγγέλνει καφέ και σε λίγο εμφανίζεται ένας καθωσπρέπει πολίτης μεσήλικας, τον πλησιάζει και του ζητά, αν του επιτρέπει, να καθίσει στο κενό κάθισμα.
Ενοχλημένος ο αναμένων ταξιδιώτης ενδίδει και τότε ο απροσδόκητος ομοτράπεζος αρχίζει και του απευθύνεται, δείχνοντάς του στα χείλη του μια περίεργη σαν μπουμπούκι που σκάει πληγή και ύστερα, με κάθε λεπτομέρεια, του περιγράφει πως είδε μια υπάλληλο σε ζαχαροπλαστείο να τυλίγει με ακρίβεια στις κινήσεις της ένα πακέτο και πως επιδέξια έδεσε τον φιόγκο και ίσιασε τις άκρες της κορδέλας. Υστερα περιέγραψε μιαν αόρατη και ως τώρα απαρατήρητη από τους κατοίκους σχισμή στο καμπαναριό της εκκλησίας.
Στην απορία του ενοχλημένου συντράπεζου τι τον ενδιαφέρουν όλα αυτά, ο απροσδόκητος σύντροφος του αποκαλύπτει πως η πληγή, δίκην τριαντάφυλλου, στο χείλος του είναι επιθυλίωμα, δηλαδή ένας θανατηφόρος καρκίνος. Ο απροσδόκητος επισκέπτης, βαίνοντας προς το μοιραίο, αποχαιρετούσε τον κόσμο και τώρα πια ανακάλυπτε καθημερινές δραστηριότητες ή γεγονότα, πριν αδιάφορα, να παίρνουν γιγαντιαία αξία.
Σε ένα διήγημα του Βικέλα, ο εφημέριος του ναού μιας κωμόπολης καλείται να μεταλάβει έναν συντοπίτη που πεθαίνει από χολέρα. Και πρέπει να ξεπεράσει τη φοβία του και τον πιθανό κίνδυνο να κολλήσει. Στο έργο του Ιψεν «Μπραντ» ένας ιερέας, του οποίου το παιδί είναι ετοιμοθάνατο, καλείται να μεταλάβει έναν επίσης ετοιμοθάνατο ποιμένα σε μακρινή περιοχή. Δίλημμα τραγικό. Αλλά επιλέγει το καθήκον του ιερέα και πορεύεται προς τον ξένο ασθενή.
Αυτές τις άγριες μέρες που βιώνουμε με συνταξιδιώτη τον ιό, ο θάνατος άρχισε, δυστυχώς, να γίνεται αριθμητική πληροφορία, όπως παλιότερα το πόσα δέντρα έκαψε η πυρκαγιά, πόσα στρέμματα αμπέλια ή στάρι ή καλαμπόκι αρρώστησαν και ξεράθηκαν από φυλλοξήρα. Δεν είμαι χριστιανός των τελετών και των μυστηρίων, αλλά οφείλω να σέβομαι όσους πιστεύουν και ελπίζουν στη σωτηρία της ψυχής με την αγία μετάληψη. Πάνω απ’ όλα, όμως, τρέμω στην ιδέα, που τώρα όλοι βιώνουμε, να πεθαίνει κανείς χωρίς ένα αγαπημένο χέρι να τον κρατά την ώρα της αποδημίας.
Εζησα σε επαρχία παιδί και θυμάμαι τις τελευταίες ώρες της γιαγιάς με όλο το σόι στο χαγιάτι. Ενας – ένας, τέκνα, νύφες, γαμπροί, εγγόνια σιωπηλά έμπαιναν στο δωμάτιο που χαροπάλευε η μητέρα, η πεθερά, η γιαγιά, ακόμη και η κουμπάρα, για να σφίξουν το χέρι, να αποχαιρετήσουν και να πάρουν μιαν ευχή. Τώρα, μέσα στην πάνοπλη από μηχανήματα αίθουσα του νοσοκομείου, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι. Δεν μπορούν, αν πιστεύουν, να μεταλάβουν, να ζητήσουν συγχώρεση. Δεν μπορούν να αποχαιρετήσουν παιδιά και εγγόνια, να ζητήσουν συγγνώμη, να συμφιλιωθούν με ανθρώπους που πίκραναν ή τους πίκραναν. Δεν μπορούν να δουν τα δακρυσμένα μάτια των δικών τους που βουβά υπόσχονται να τους θυμούνται.
Ο μαθητής δεν μπορεί να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο δάσκαλο, το αφεντικό τον πιστό υπάλληλο ή εργάτη, ο εργάτης το γενναιόδωρο αφεντικό, ο μάστορας το μαστορόπουλο και το μαστορόπουλο τον μάστορα. Είναι από παλιά ειπωμένο πως όλοι μας πεθαίνουμε μόνοι, παρόλ’ αυτά είναι μια παρηγοριά να φεύγεις, αποχαιρετώντας αγαπημένα πρόσωπα και να σχωράς τους εχθρούς σου.
Μαθαίνω και βλέπω να ετοιμάζονται τάφοι για τους αναμενόμενους νεκρούς μακριά από τους γνωστούς τάφους στα νεκροταφεία, άρα συμπεραίνω δεν επιτρέπεται μια σύζυγος να ταφεί στον τάφο που κοιμάται ο σύζυγός της που πέθανε παλιότερα. Ούτε παιδί στον οικογενειακό τάφο. Η καραντίνα ισχύει και για τους νεκρούς, όπως παλιά για τους λεπρούς και τους χολεριασμένους.
Περάσανε 2.800 χρόνια και το τοπίο του θανάτου θυμίζει τις πρώτες σελίδες της «Ιλιάδας» με τις εκατόμβες των νεκρών που καίγονταν.