Home / ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Κ» / Η κρυφή ζωή του Λούβρου

Η κρυφή ζωή του Λούβρου

Μια τυπική μέρα στο μουσείο του Λούβρου, περνούσαν από τις πόρτες του περίπου 40.000 επισκέπτες. Τελευταία, ο αριθμός έχει πέσει στους 250. Δεν είναι επισκέπτες, αλλά συντηρητές έργων τέχνης, που βρήκαν τον χώρο και τον χρόνο να κάνουν τη δουλειά τους ανενόχλητοι, εν μέσω του γαλλικού λοκντάουν που «τρέχει» από τον Οκτώβριο. Κανείς δεν είναι χαρούμενος με την πανδημία, όμως τουλάχιστον το πιο πολυσύχναστο μουσείο του κόσμου μπορεί να πάρει μια ανάσα.

Μέσα στο 2020, το Λούβρο έμεινε για έξι μήνες κλειστό, γεγονός που αποτυπώθηκε σε μια πτώση της τάξης του 72% όσον αφορά το πλήθος των επισκεπτών του σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά: 2,7 εκατ. επισκέπτες σε σύγκριση με τα 9,6 εκατ. του 2019, μια διαφορά που οικονομικά μεταφράζεται σε απώλειες 90 εκατ. ευρώ. Το ρεκόρ επισκεψιμότητας, πάντως, καταγράφηκε το 2018 (10,2 εκατ.), γεγονός που εν μέρει συνδέεται με το εξαιρετικά δημοφιλές βιντεοκλίπ που γύρισαν χορεύοντας και ραπάροντας ανάμεσα στα εκθέματα η Μπιγιονσέ και ο Τζέι Ζι, συστήνοντας τους χώρους του μουσείου σε ένα καινούργιο κοινό. Εκφράστηκαν διάφορες αντιρρήσεις για την απόφαση να παραχωρηθεί το Λούβρο στους συγκεκριμένους μουσικούς, οι οποίοι, όπως έγραψε η Ντορίν Στ. Φέλιξ στο περιοδικό New Yorker, «έμοιαζαν να υπαινίσσονται ότι το δικό τους αποτύπωμα θα είναι τόσο ανεξίτηλο όσο ολόκληρου του δυτικού κανόνα της τέχνης». Οι ίδιοι οι υπάλληλοι του μουσείου πιθανόν να είχαν στο μυαλό τους το περιστατικό αυτό όταν, λίγο καιρό αργότερα, σε ανακοίνωση του σωματείου τους διατύπωσαν την αντίθεσή τους στη μεταμόρφωση του Λούβρου σε Ντίσνεϊλαντ.

H Salle des États, το «δωμάτιο της Μόνα Λίζα», με κόσμο (Οκτώβριος 2019) και χωρίς κόσμο (Δεκέμβριος 2000). Περίπου το 80% των επισκεπτών του μουσείου περνούν τις πόρτες του για να δουν από κοντά τον διάσημο πίνακα του Ντα Βίντσι. © Elliott Verdier/The New York Times
Τον Μάιο του 2019, μάλιστα, οι εργαζόμενοι στην υποδοχή και στην ασφάλεια του μουσείου έκλεισαν τις πύλες κηρύσσοντας απεργία – στα αιτήματά τους κυριαρχούσε το γεγονός ότι ο συνδυασμός των ελλείψεων σε προσωπικό και της διαρκούς αύξησης του κόσμου είχε κάνει τη δουλειά τους ανέφικτη. Μέρος του προβλήματος ήταν και η μετακόμιση της «Μόνα Λίζα» στην αίθουσα Galérie Médicis, για να μπορέσουν να γίνουν ορισμένες απαραίτητες εργασίες στη Salle des États όπου συνήθως εκτίθεται. Η αλλαγή αυτή προκάλεσε χάος, καθώς ο διάσημος πίνακας δεν ήταν το ίδιο εύκολα προσβάσιμος και οι χιλιάδες επισκέπτες (το 80% των καθημερινών επισκεπτών υπολογίζεται ότι μπαίνουν στο Λούβρο για τον συγκεκριμένο πίνακα) έπρεπε να περιμένουν αρκετές ώρες σε μια ατέλειωτη ουρά για να μπορέσουν τελικά να θαυμάσουν το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα μόνο για μερικά δευτερόλεπτα και να προλάβουν να τραβήξουν μια βιαστική φωτογραφία με το κινητό τους.

ΣΚΟΝΗ ΣΕ 4.500 ΚΟΡΝΙΖΕΣ
Η ανακαίνιση της Salle des États ήταν μόνο μία από τις πολλές επεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν στο μουσείο και οι οποίες τώρα μπορούν να προχωρήσουν με μια σχετική άνεση· από τυπικές επιδιορθώσεις και ένα «απλό» ξεσκόνισμα σε 4.500 κορνίζες μέχρι το προσεκτικό καθάρισμα των ιερογλυφικών στις επιτύμβιες στήλες. Πιο συγκεκριμένα, όπως εξήγησαν οι άνθρωποι του μουσείου στο «Κ», αυτή τη στιγμή λαμβάνουν χώρα 11 μεγάλα πρότζεκτ, συμπεριλαμβανομένης της αναδιαμόρφωσης του τμήματος Ετρουσκικών και Ιταλικών αρχαιοτήτων, αλλά και η αποκατάσταση του αιγυπτιακού μασταμπά του Akhéthetep. «Το λοκντάουν μάς επέτρεψε να κάνουμε σε πέντε μέρες ό,τι θα χρειαζόταν πέντε εβδομάδες», είπε στους New York Times ο Σεμπαστιάν Αλάρντ, επιμελητής και διευθυντής του Τμήματος Ζωγραφικής του μουσείου. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του Βινσέν Ροντό, διευθυντή του Τμήματος των Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων. «Κανείς δεν πανηγυρίζει για τον ιό, αλλά μπορούμε να καλοδεχτούμε αυτή την κατάσταση, επειδή μας επιτρέπει να συγκεντρωθούμε στη δουλειά μας».
Στιγμιότυπο από τις εργασίες υπό τη σκιά των επιβλητικών έργων της αρχαιότητας. 
     Οι εργασίες πάντως δεν γίνονται σε ιδανικές συνθήκες, αφού τα πρωτόκολλα ασφαλείας θέτουν πολλούς περιορισμούς, ωστόσο προχωρούν και αναμένεται να ολοκληρωθούν μέσα στον μήνα. «Παρά την Covid-19, συνεχίζουμε να δουλεύουμε όπως πάντα», σχολίασε ο κ. Αλάρντ. «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποδεχτούμε πάλι πίσω το κοινό». Το πότε θα συμβεί αυτό παραμένει άγνωστο, αφού μετά τις πρόσφατες τοποθετήσεις του Εμανουέλ Μακρόν και παρά τις έντονες πιέσεις τα μουσεία φαίνεται ότι θα παραμείνουν κλειστά επ’ αόριστον. Μέχρι τότε θα πρέπει ο κόσμος να περιοριστεί στις εικονικές ξεναγήσεις και στη διαδικτυακή δραστηριότητα του μουσείου μέσω του χάσταγκ #LouvreChezVous.
Παραδόξως άδεια η συνήθως γεμάτη από κόσμο μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στη Νίκη της Σαμοθράκης. 
Η επίσημη σελίδα του μουσείου σήμερα δέχεται περίπου 330.000 επισκέπτες τη μέρα, ενώ οι διαδικτυακοί χρήστες που ακολουθούν το Λούβρο στα κοινωνικά δίκτυα έχουν φτάσει τα 9.3 εκατ. – ο αριθμός αυξήθηκε πάνω από 1 εκατ. σε σχέση με τον καιρό πριν από την πανδημία. «Το ψηφιακό περιεχόμενο μας επιτρέπει να μένουμε συνδεδεμένοι με επισκέπτες από όλο τον κόσμο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την επαφή με την ομορφιά των έργων τέχνης και τον χώρο», σχολίασαν στο «Κ» οι εκπρόσωποι του μουσείου.

Παρών στις εργασίες ο διευθυντής του μουσείου, Ζαν Λικ Μαρτινέζ, πρώην διευθυντής του Τμήματος Ελληνικών, Ετρουσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων.
Εν τω μεταξύ οι αίθουσες του Λούβρου βρίσκονται σε πρώτο πλάνο στα επεισόδια του «Lupin»· η νέα δημοφιλής αστυνομική σειρά του Netflix περιστρέφεται εν πολλοίς γύρω από το μουσείο. Διαχρονικά το Λούβρο έχει υπάρξει τόπος έλξης για κινηματογραφικές (κυρίως) και τηλεοπτικές παραγωγές, ωστόσο μετά τον κρότο που προκάλεσε ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» το 2006 (δημιουργώντας τότε νέα ρεκόρ επισκεψιμότητας), οι αίθουσες του μουσείου άρχισαν να εμφανίζονται σε μυθοπλαστικά έργα όλο και συχνότερα – από το «Frantz» του Φρανσουά Οζόν μέχρι το «Wonder Woman» και φυσικά το βιντεοκλίπ των Μπιγιονσέ και Τζέι Ζι. Το Λούβρο έχει αγκαλιάσει την ποπ κουλτούρα και έχει γίνει μέρος της, ένας χώρος εμβληματικός όχι μόνο για την ιστορική σημασία και το περιεχόμενό του, αλλά πλέον και για τις ποικίλες αναπαραστάσεις του. Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί «ντισνεϊλαντοποίηση» ούτε αν κάτι τέτοιο είναι επιλήψιμο, ούτε αν όλη αυτή η προβολή καλλιεργεί έναν καλλιτεχνικό φετιχισμό που ικανοποιείται με μια πετυχημένη σέλφι. Ενδιαφέροντα ερωτήματα μέχρι να περάσει η πανδημία, μέχρι να ξεσκονιστεί η «Μόνα Λίζα».

Πηγή

About kathimerini