Σαν σήμερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1863 γεννιέται στο χωριό Άνταλσμπρουκ της Νορβηγίας ο Έντβαρτ Μουνκ, ο ζωγράφος της συγκλονιστικής «Κραυγής», ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους πίνακες όλων των εποχών. Ποια είναι όμως η ιστορία πίσω από το έργο;
Η ζωή του ζωγράφου
Ο Μουνκ μεγάλωσε με τους γονείς και την αδερφή του στο Όσλο αλλά σε πολύ νεαρή ηλικία ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο. Η μητέρα του, Laura Cathrine και λίγα χρόνια αργότερτα η αδερφή του, Johanne Sophie πέθαναν από φυματίωση.
Μετά από το θάνατο της μητέρας τους, ο πατέρας του Μουνκ που ανέλαβε την ανατροφή τους ενστάλαξε σε εκείνον και τα αδέρφια του τον φόβο της αμαρτίας, λέγοντάς τους επανειλημμένα πως εάν αμαρτήσουν με οποιαδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην κόλαση χωρίς πιθανότητα συγχώρεσης.
Μια από τις νεότερες αδελφές του ζωγράφου είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Από τα πέντε αδέρφια, μόνο ο Peter Andreas παντρεύτηκε, αλλά πέθανε μερικούς μήνες μετά από το γάμο.
Ο Μουνκ θα έγραφε αργότερα: «Κληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας – την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης – η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου».
Αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου.
Το 1880, άφησε το κολλέγιο για να γίνει ζωγράφος και το 1881 γράφτηκε Βασιλική Σχολή Σχεδίου. Η προσωπική του εμπειρία και τα δύσκολα συναισθηματικά βιώματα του ίδιου και της οικογένειάς του τον οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός στυλ ζωγραφικής που δεν εστίαζε στο περιβάλλον και την απεικόνισή του αλλά στο συναίσθημα και τις εσωτερικές διεργασίες.
Δεν αποσκοπούσε στην απεικόνιση μιας τυχαίας στιγμής της πραγματικότητας, αλλά σε καταστάσεις με έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο και εκφραστική ενέργεια. Υπολόγιζε μάλιστα προσεκτικά τις συνθέσεις του ώστε να δημιουργούν μια ανήσυχη, τεταμένη ατμόσφαιρα.
Η Κραυγή
Η «Κραυγή», ο πίνακάς του που έχει χαρακτηριστεί ως «το πιο αναγνωρίσιμο έργο τέχνης μετά τη «Μόνα Λίζα» απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο ουρανό σε χρώμα κόκκινο του αίματος.
Ο ίδιος, σε μια σελίδα του ημερολογίου του περιγράφει την σύλληψη της σύνθεσης με ανατριχιαστικό τρόπο: «Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δυο φίλους – ο ήλιος έπεφτε – ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα – σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη – αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη – οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία – κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση.»
Αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα τυπικό απόγευμα στη Νορβηγία, μια χαλαρωτική βόλτα την ώρα του ηλιοβασιλέματος στο έργο του Μουνκ μετουσιώνεται στην απόλυτη έκφραση της ανθρώπινης υπαρξιακής αγωνίας. Οι αναφορές στο αίμα και τις βίαιες εικόνες φωτιάς σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς τέχνης σχετίζονται πιθανά με ένα σφαγείο που λειτουργούσε κοντά στο σημείο ενώ σε μικρή απόσγταση βρισκόταν και το ψυχιατρικό άσυλο όπου νοσηλευόταν η αδελφή του.
Ο ζωγράφος δημιούργησε αρκετές εκδοχές της «Κραυγής» με διάφορα μέσα. Το Μουσείο Μουνκ έχει στην κατοχή του μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές, αυτήν του 1910, και ένα παστέλ. Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή απ’ το 1893 ενώ μια τέταρτη εκδοχή, σε παστέλ, ανήκει στον Νορβηγό δισεκατομμυριούχο Πέττερ Όλσεν. Μια λιθογραφία της εικόνας δημιουργήθηκε από τον ίδιο το 1895.
Ο Μουνκ πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1944, έναν μήνα μετά από τα 80ά γενέθλιά του.