Ο δρόμος που επελέγη από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή για την οριστική ρύθμιση του γλωσσικού ζητήματος ήταν η ψήφιση νόμου «περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως», του νόμου 309/1976, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 2: «Γλώσσα διδασκαλίας, αντικείμενον διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων εις όλας τας βαθμίδας της Γεν. Εκπαιδεύσεως είναι από του σχολικού έτους 1976/77 η Νεοελληνική. Ως Νεοελληνική γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του Ελληνικού λαού και των δοκίμων συγγραφέων τού Εθνους Δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων».Η θέση του γράφοντος απέναντι στη γλωσσική μεταρρύθμιση του ’76 υπήρξε σαφής και σταθερή: Η μεταδικτατορική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή με υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη έλαβε και εφάρμοσε στην πράξη μιαν ιστορική για τη γλώσσα απόφαση, αυτήν που περιελήφθη στον νόμο 309/1976. Η απόφαση του ’76 αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, αφού είναι αυτή που οδήγησε στην καθιέρωση της νεοελληνικής ή δημοτικής ως επίσημης γραπτής και προφορικής γλώσσας των Ελλήνων, πρώτα στην εκπαίδευση και αμέσως μετά στη διοίκηση. Ετσι λύθηκε το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, που δίχασε τους Ελληνες τους δύο τελευταίους αιώνες, προσλαμβάνοντας από τα τέλη του 19ου αιώνα τη μορφή «γλωσσικού εμφυλίου»! Μέσα στην ωριμότητα, τη σύνεση και τη συναίνεση –πολιτική, κοινωνική και πνευματική–, που επέδειξαν οι Ελληνες τα πρώτα χρόνια μετά την πικρή εμπειρία της Επταετίας, ήταν και η επίσημη αναγνώριση μιας άλλης εθνικής πραγματικότητας, της πραγματικότητας της γλώσσας, με την άρση ενός άλλου διχασμού, του γλωσσικού διχασμού.
Οι τρεις περίοδοι της μεταρρύθμισης
Τα σχεδόν πενήντα χρόνια που δια-νύσαμε από τη γλωσσική μεταρρύθμιση μέχρι σήμερα, προτείνω να τα διακρίνουμε (σχηματικά και γενικευτικά κατ’ ανάγκην) σε τρεις περιόδους: Στην α΄ περίοδο της μεταρρύθμισης, την περίοδο της σύγχυσης, των λαθών και της οξύτητας (μέσα δεκαετίας ’70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80), στη β΄ περίοδο της μεταρρύθμισης, την περίοδο της δουλειάς, της σύνεσης και των πρώτων επιτευγμάτων (μέσα δεκαετίας του ’80 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90) και στη μακρότερη, υπερδιπλάσια σε αριθμό ετών, γ΄ περίοδο της μεταρρύθμισης (μέσα δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα), την περίοδο της μεγαλύτερης ωριμότητας, της άρσης ακροτήτων, αλλά και ενός εφησυχασμού σε συνδυασμό με μια βαθμιαία υποτίμηση της γλώσσας ως αξίας. Η α΄ περίοδος (1976-1986). Μια πολιτική απόφαση για ένα ζήτημα που είχε διχάσει επί χρόνια τους Ελληνες, για τη γλώσσα που μιλάει και γράφει, δεν μπορούσε να μην προκαλέσει κραδασμούς. Οτι οι κραδασμοί δεν ήταν τόσοι και τέτοιοι που να προκαλέσουν βαθιά εθνικά ρήγματα και αγεφύρωτες ρήξεις οφείλεται αφενός στην ωρίμαση του θέματος και αφετέρου στην αμηχανία των ανθρώπων που αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση. Μόλις, όμως, συνειδητοποιήθηκαν οι αλυσιδωτές επιπτώσεις που είχε η γλωσσική μεταρρύθμιση (στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς, στους γονείς, στους δημοσίους υπαλλήλους, στους δημοσιογράφους, στους ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.) και μόλις βρέθηκαν όλοι ξαφνικά υποχρεωμένοι να εκφράζονται (κυρίως να γράφουν στην επίσημη τυπική επικοινωνία τους) στη δημοτική γλώσσα, τότε ήλθαν στο προσκήνιο τα προβλήματα.
Οδηγίες προς τους συντάκτες με τους «Κανόνες για την προσαρμογή της “Καθημερινής” στη νέα ορθογραφία». Ισχυσαν από τις 13.3.1976.
Οι αδυναμίες που τότε για πρώτη φορά έγιναν αισθητές και επιδείνωσαν την κατάσταση ήταν, πάνω απ’ όλα, η έλλειψη της απαραίτητης γλωσσικής υποδομής: μιας σύγχρονης (για τη γλώσσα της δεκαετίας του ’80) γραμματικής, ενός σύγχρονου συντακτικού, ενός σύγχρονου λεξικού. Τότε έγινε επίσης έντονα αισθητή η έλλειψη κατάλληλων διδακτικών βιβλίων και η έλλειψη δασκάλων προετοιμασμένων να διδάξουν τη δημοτική.
Η εύλογη άγνοια των μη ειδικών ως προς την έννοια της δημοτικής οδήγησε σε μια τάση –σε μερικούς συνειδητή, στους περισσότερους ασυνείδητη– αποφυγής της «ύποπτης» καθαρεύουσας. Φτάσαμε εκείνα τα χρόνια σ’ έναν «δημοτικιστικό καθαρισμό» της γλώσσας, που αποσκοπούσε στον καθαρισμό της δημοτικής από τα λόγια στοιχεία της. Παράγονταν κείμενα που έδιναν έντονη την αίσθηση (ιδίως σε έγγραφα και διοικητικά γενικώς κείμενα) μιας «δημοτικής από μετάφραση» (της καθαρεύουσας) και, γενικά, η γλώσσα έφτασε σε αυτό ακριβώς που επέμενε και ο νόμος ότι έπρεπε να αποφευχθεί – σε μια δημοτική με ακρότητες! Αποτέλεσμα: Στην α΄ φάση της μεταρρύθμισης λύσαμε το γλωσσικό ζήτημα και βρεθήκαμε με ένα οξύ γλωσσικό πρόβλημα: το πρόβλημα να συλλάβουμε σωστά την έννοια της δημοτικής γλώσσας και κυρίως το πρόβλημα της εξασφάλισης μιας ποιότητας στη χρήση της δημοτικής.
Οδηγίες του υπουργείου Προεδρίας για τη χρήση της δημοτικής στο Δημόσιο, το 1977.
Η β΄ περίοδος (1986-1996). Η πείρα από τη χρήση της δημοτικής κατά την προηγηθείσα περίοδο, οι συχνές και έντονες συζητήσεις, η αντίδραση του κόσμου στις ακρότητες, η οποία βρήκε και ευρεία δημόσια έκφραση (άρθρα, δημόσιες συζητήσεις, συνέδρια), το ξεσήκωμα πνευματικών ανθρώπων απέναντι στη στρέβλωση της γλώσσας και στις κακοποιήσεις που διαπράττονταν εν ονόματι δήθεν της δημοτικής και, γενικότερα, η ευαισθητοποίηση του κόσμου μπροστά σε μιαν αλλόκοτη κατάσταση που προέκυψε τα πρώτα χρόνια της μεταρρύθμισης, άρχισαν να δίνουν καρπούς στη β΄ περίοδο.
Συνειδητοποιήθηκε βαθμηδόν ότι το λόγιο στοιχείο –πλην ακραίων περιπτώσεων– δεν αποτελεί «νόθευση» της νεοελληνικής κοινής, αλλά επικοινωνιακά γόνιμο και ιστορικά νόμιμο γλωσσικό υλικό. Εγινε επίσης αντιληπτό ότι γνήσια και ποιοτική χρήση της δημοτικής δεν μπορεί να είναι «μια δημοτική από μετάφραση» λόγιων δομών της γλώσσας. Οπως έγινε αντιληπτό και ότι η πολυτυπία (φωνολογική, μορφολογική, συντακτική και, προπάντων, λεξιλογική) δεν αποτελεί κατάρα, αλλά ευλογία της ελληνικής γλώσσας, καταξιωμένη μέσα από τη μακρόχρονη καλλιέργεια της ελληνικής σε ποικίλα εκφραστικά επίπεδα.
Παράλληλα, η συστηματική διδασκαλία της δημοτικής στο σχολείο (κι εδώ βοήθησε αποφασιστικά το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), η εντονότερη ενασχόληση των εκπαιδευτικών, επιστημόνων και από άλλους κλάδους, δημοσιογράφων, έμπειρων διοικητικών κ.ά. με την πρακτική χρήση της γλώσσας και με την ανάπτυξη ενός ειλικρινούς προβληματισμού για τα θέματα της γλώσσας οδήγησαν στο να καταρρεύσει ο μύθος ότι τάχα η δημοτική δεν έχει γραμματική (σαν να υπήρξε ποτέ στον κόσμο γλώσσα χωρίς γραμματική δομή!) ή ότι η δημοτική δεν μπορεί να εκφράσει σύνθετες έννοιες, όντας κατάλληλη –και σχεδόν «εκ Θεού» προορισμένη– μόνο για τη λογοτεχνία και απλούστερες μορφές προφορικής επικοινωνίας!
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ένας από τους εισηγητές της χρήσης της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη δημόσια διοίκηση.
Η γ΄ περίοδος (1996-σήμερα). Στην γ΄ περίοδο (υπερδιπλάσια σε έκταση περίοδο) συνεχίζεται «το παράδοξον της γλώσσας»: από τη μία υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της έλλειψης ποιότητας στη γλώσσα και ευρύτερη επιθυμία και φωνές για βελτίωση, αλλά από την άλλη μεριά η υποχώρηση μιας γενικότερης καλλιέργειας και ουσιαστικής παιδείας σε ευρύτερα στρώματα, η βαθμιαία επικράτηση μιας χρησιμοθηρικής αντίληψης εις βάρος της γλώσσας και δη και της γλώσσας ως αξίας, επιφέρουν πτώση στην ποιότητα χρήσης της γλώσσας.
Είναι παρήγορο, πάντως, ότι όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται ευρύτερα η ανάγκη για μια καλύτερη γνώση και χρήση της γλώσσας, και πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να αντιμετωπισθούν οι δυσμενείς για τη γλώσσα παράγοντες. Το θέμα συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, κατά την οποία ένα από τα κύρια ζητούμενα είναι η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από τους μαθητές με συστηματικό και πιστοποιημένο τρόπο.
Σήμερα το ζητούμενο είναι η ποιότητα
Προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν και στη σημερινή χρήση της γλώσσας μας, με κοινό παρονομαστή το πρόβλημα της ποιότητας της γλώσσας. Τα προβλήματα αυτά και η αντιμετώπισή τους είναι, κατά τη γνώμη μου:
1) Το πρόβλημα της καλύτερης διδασκαλίας της γλώσσας στο σχολείο. Χρειάζεται βελτίωση της εφαρμογής της δομολειτουργικής-επικοινωνιακής μεθόδου, με ανανέωση όλων των βιβλίων διδασκαλίας της γλώσσας στο σχολείο.
2) Το πρόβλημα της γλωσσικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών. Δάσκαλοι (στην πρωτοβάθμια) και καθηγητές (στη δευτεροβάθμια) δεν έχουν καταρτισθεί γλωσσολογικά, δηλαδή επιστημονικά, γι’ αυτό που κάνουν. Απαιτείται κατάλληλη κατάρτιση και συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης και διδασκαλίας της γλώσσας.
3) Το πρόβλημα της εξοικείωσης των μαθητών με τα παλιότερα ελληνικά μας. Σε μια γλώσσα όπως η ελληνική, όπου οι επιβιώσεις και οι αναβιώσεις δομικών και λεξιλογικών κυρίως συστατικών έχουν δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην παλιότερη και τη σύγχρονη ελληνική, δεν μπορείς να μιλάς για απαιτητική κατάκτηση της γλώσσας χωρίς επαφή και εξοικείωση με «τα παλιότερα ελληνικά μας» (Γ. Σεφέρης), τον αρχαίο λόγο και τη λόγια γλωσσική παράδοση.
4) Το πρόβλημα της επαφής των μαθητών με πρότυπα κείμενα. Εννοώ κείμενα επιστημονικά, δοκιμιογραφικά, λογοτεχνικά, δημοσιογραφικά κ.ά. όπου η γλώσσα αξιοποιείται με δημιουργικό τρόπο, ο οποίος διδάσκει από μόνος του, αναδεικνύοντας τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας μας.
5) Το πρόβλημα της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης του κόσμου για τη γλώσσα. Πρέπει να πεισθεί ο ομιλητής της ελληνικής ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, είναι πάνω απ’ όλα αξία, είναι δηλαδή πολιτισμικό μέγεθος (ιστορία, ταυτότητα, σκέψη, νοοτροπία) που υπερβαίνει κάθε απλή «εργαλειακή αντίληψη» της γλώσσας.
1.2.1976. Ο ενθουσιασμός του πνευματικού κόσμου για την καθιέρωση της δημοτικής αποτυπώνεται στο φύλλο της «Κ».
Προοπτικές
Σήμερα κυριαρχεί αρκετή νηφαλιότητα, άγνωστη στο παρελθόν, που αυξάνεται μάλιστα και σταθεροποιείται όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από το ’76. Η λόγια παράδοση της γλώσσας έχει πάψει να αποτελεί το «κόκκινο πανί» και η χρησιμότητα της διαχρονικής προσέγγισης της γλώσσας μας δεν αμφισβητείται σήμερα στον ευρύτερο χώρο της εκπαίδευσης. Τη «μυθολογία» και την «κινδυνολογία» που είχε αναπτυχθεί περί το γλωσσικό διέψευσε η πράξη, αποκαθιστώντας την αλήθεια και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Σήμερα στην ελληνική ένα και μόνο πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει: το πρόβλημα της ποιότητας της γλώσσας, των ελληνικών που μιλούμε και γράφουμε. Και όλα δείχνουν πως έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε για να επιτύχουμε καλύτερη ποιότητα ελληνικών από περισσότερους Ελληνες. * Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ιστορία