Γράφει ο Παναγιώτης Περάκης – Δικηγόρος*
1.Είναι γνωστό ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα γεννούν ή επιταχύνουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας μας.
Αυτό είναι που συμβαίνει και τώρα, με το κλείσιμο των λογαριασμών του απερχόμενου Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, μετά την εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο,το οποίο παρακολούθησε σε απευθείας μετάδοση άναυδος ολόκληρος ο πλανήτης. Παρότι το ζήτημα έχει πάρα πολλές πλευρές, στον πυρήνα του κατά τη γνώμη μου είναι απλό, αλλά και συνταρακτικό: Πρόκειται για το επίσημο πέρασμα σε μια νέα εποχή, όπου σ’ αυτό που εννοούμε ως δημοκρατία, το οποίο μέχρι σήμερα ήταν υπόθεση αποκλειστικά των θεσμών του κράτους, οιτεχνολογικοί κολοσσοί της επικοινωνίαςαναλαμβάνουν πλέον μερίδιο ευθύνης.
Της ευθύνης που τους αναλογεί, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς.
Η κρίσιμη λέξη είναι η λέξη ευθύνη. Διότι η αλήθεια είναι πως μερίδιο εξουσίας, και πολύ μεγάλο μάλιστα, οι εταιρείες αυτές όλοι ξέραμε ότι είχαν. Αυτό που χρόνια τώρα τους ζητούσαμε (ιδίως η ΕΕ τους ζητούσε) να κάνουν, κι αυτές αρνούνταν, ήταν να αναλάβουν και το μερίδιο ευθύνης που αναλογούσε στην εξουσία αυτή.
Τώρα λοιπόν το έκαναν, την ανέλαβαν, σηματοδοτώντας μία τεράστιας σημασίας εξέλιξη, με διαστάσεις όχι μόνο νομικές ή κοινωνικές, αλλά, προφανώς, και πολιτικές. Γι’ αυτό είναι εύλογες οι πολιτικές αντιδράσεις που διατυπώθηκαν, συμπυκνούμενες στο εξής ερώτημα:«Μα είναι δυνατόν μία ιδιωτική εταιρεία να μπορεί να φιμώνει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ;» και, γενικότερα, τον εκλεγμένο πρόεδρο μιας χώρας;
Όχι λέει η κυρία Μέρκελ (που χαρακτήρισε ως «προβληματικό» το κλείσιμο των λογαριασμών του Τραμπ) και άλλοι ευρωπαίοι, δεν μπορεί ν’ αποφασίζει καμιά εταιρεία, αυτός που μπορεί ν’ αποφασίζει είναι μόνο ο νόμος.
Σωστά. Μόνο που αυτό είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι ο ίδιος ο νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα στις πλατφόρμες αυτές,σε ορισμένες δε περιπτώσεις τις υποχρεώνει κιόλας (όπως σε σχέση με την τρομοκρατία ή τη ρητορική μίσους), να μην φιλοξενούν κείμενα με παράνομο περιεχόμενο.
2. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παλιότερη συζήτηση, στην οποία δεν ήταν ποτέ εύκολο να διακρίνεις ποιός ήταν ο προοδευτικός και ποιος όχι: από τη μία ήταν το αίτημα προστασίας της νομιμότητας μέσα στο διαδίκτυο (από τη διακίνηση παράνομου περιεχομένου, παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, διευκόλυνση παράνομων συναλλαγών κλπ) και απότην άλλη η επίκλησητης ελευθερίας της έκφρασης.
Νομικά, το ζήτημα ρυθμίστηκε από το έτος 2000 και μετά, με το βλέμμα στραμμένο κυρίως προς την οικονομική ανάπτυξη στην ψηφιακή εποχή και τον αντίστοιχο κομβικό ρόλο των παρόχων υπηρεσιών διαμεσολάβησηςστο διαδίκτυο, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι πάροχοιφιλοξενίας περιεχομένου. Υπό το προαναφερόμενο πρίσμα, το νομικό πλαίσιο τους απέδωσεχαρακτήρα τεχνικής ουδετερότητας και, συνεπώς, πλην κραυγαλέων εξαιρέσεων,ανεύθυνους για όσα διακινούνταν μέσω των πλατφορμώντους.
Η πίεση προς την κατεύθυνση απόθεσης ευθυνών στις εταιρείες αυτές εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, με την εκτεταμένη δημόσια συζήτηση για τα fake news, τη χρησιμοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με στόχο τον επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων (με αποκορύφωμα μάλιστα την κριτική που διατυπώθηκε εναντίον τους, κυρίως εναντίον του facebook, σε σχέση με τον ρόλο που, υπό την ανοχή του, διαδραμάτισε στην εκλογή Τραμπ), αλλά και τη μέσω της χρήσης τους διευκόλυνση τρομοκρατικών πράξεων, υποδαυλισμό ρατσιστικών απόψεων και ενεργειών κλπ.
Υπήρξαν μάλιστα, σχετικά πρόσφατα, το 2017, αρχικά μια ανακοίνωση της Ευρ. Επιτροπής με κατευθυντήριες αρχές και, ακολούθως, το 2018μία σύσταση (1) που προσπαθούσε να θέσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, με συγκεκριμένες μάλιστα υποχρεώσεις, για τις εταιρείες αυτές, προς την κατεύθυνση αποκλεισμού παράνομου περιεχομένου (ακόμη και προκαταβολικά, ιδίως σε περιπτώσεις τρομοκρατίας), προβλέποντας και σειρά διαδικασιών σχετικά με την υποβολή και την εξέταση καταγγελιών, την ενημέρωση του ενδιαφερομένου, τα χρησιμοποιούμενα τεχνολογικά εργαλεία,την επίλυση των διαφορών, κλπ.
3. Όλα όμως τα παραπάνω στην πράξη είχαν ελάχιστη σημασία: το ζήτημα το έχουν λύσει εδώ και καιρό οι ίδιες οι εταιρείες,με τους όρους χρήσης των υπηρεσιών τους, τους οποίους πρέπει να αποδεχθεί οποιοσδήποτε -ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ-θέλει να κάνει χρήση των υπηρεσιών τους.
Έτσι, όποιος θέλει να έχει λογαριασμό στο facebook, στο twitter, στο Instagram κλπ, αναγνωρίζει συμβατικά εκ προιμίου στις εταιρείες αυτές το δικαίωμα να κατεβάζουν αναρτήσεις του ή και να κλείνουν και τον λογαριασμό του ακόμη, εάν κρίνουν ότι τοπεριεχόμενό τους είναι παράνομο, ρατσιστικό, υποδαυλίζει εκδηλώσεις βίας κλπ.
Φυσικά, κάθε δικαίωμα, ακόμη και αν θεμελιώνεται σε συγκεκριμένο συμβατικό όρο, όπως εν προκειμένω, δεν μπορεί να ασκείται καταχρηστικά, ούτε επιτρέπεται η άσκησή του να παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα κανενός, όπως, ιδίως,το δικαίωμα της έκφρασης. Αν συμβαίνει αυτό θα το κρίνουν τα δικαστήρια, στα οποία βεβαίως μπορεί να καταφύγει όποιος θεωρεί ότι κακώς κατέβηκε ο λογαριασμός του.
Αυτό προφανώς είναι και η απάντηση των εταιρειών στον Τραμπ αλλά και σε όσους διαφωνούν με το κλείσιμο των λογαριασμών του.Διότι νομικά δεν παρανόμησαν, ούτε άλλαξε κάτι. Τη σύμβαση εφάρμοσαν. Αυτό όμως που άλλαξε είναι ότι οι εν λόγω εταιρείες έκαναν αυτό που δεν είχαν τολμήσει μέχρι σήμερα να κάνουν.
Έκλεισαν τον λογαριασμό του Προέδρου των ΗΠΑ και, μάλιστα, κάποιες απ’ αυτές, όπως ανακοινώθηκε, οριστικά. Βάσει του ίδιου βεβαίως συμβατικού όρου που ίσχυε και παλιότερα, τον οποίο έχει συμφωνήσει και οποιοσδήποτε άλλος χρήστης τους. Εδώ όμως το βάρος της απόφασηςπου έλαβαν είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερο, συνιστώντας ταυτόχρονα και μία γενικότερη δήλωση ανάληψης ευθύνης.
Διότι, βεβαίως, όταν έχεις κλείσει τον λογαριασμό του Προέδρου των ΗΠΑ, δεν έχεις δικαιολογία εφεξής να μην κλείσεις τον λογαριασμό και οποιουδήποτε άλλου διακινεί αντίστοιχο περιεχόμενο.
Αυτό είναι το μεγάλο βήμα που έγινε. Και μάλιστα όχι απλά στο πλαίσιο εφαρμογής των όρων της σύμβασης, αλλά στο πλαίσιο υπεράσπισης της ίδιας της δημοκρατίας, την οποία αναμφίβολα υπονόμευαν οι διαρκείς εμπρηστικές ή δηλητηριώδεις δηλώσεις Τραμπ, συνοδευόμενες από την διαρκή αμφισβήτηση του αποτελέσματος των εκλογών, κάτιτο οποίο ασφαλώςσυνιστά ευθεία αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών.
4. Είναι κατανοητό ότι στο μεγάλο αυτό ζήτημα που έχει ανοίξει θα υπάρξουν πολλές απόψεις. Η περισσότερο κρατιστική Ευρώπη θα δυσκολευτεί να δεχτεί ως παίκτες στο γήπεδο της προστασίας των δημοκρατικών θεσμών τις εταιρείες αυτές (που είναι μάλιστα και αμερικάνικες…) και ν’ αναγνωρίσει το δικαίωμά τους να λογοκρίνουν ακόμη και τους εκλεγμένους πολιτικούς ηγέτες.
Αντίθετα, η μεγαλύτερη αγγλοσαξωνική εξοικείωση με την συμβατική ελευθερία καθιστά πολύ πιο αποδεκτή τη στάση αυτή των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η έλλειψη αντίστοιχων αντιδράσεων στις ΗΠΑ, παρ’ όλη την τεράστια εκεί, πολύ μεγαλύτερη από την Ευρώπη, παράδοση στην προστασίατης ελευθερίας της έκφρασης.Είναι επίσης κατανοητό ότι οι ακραίοι και οι λαϊκιστές θα πρωτοστατήσουν σ’ αυτές τις αντιδράσεις.
Στη Γαλλία το έκαναν ήδη ο ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν και η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.
Όπως βεβαίως έντονα αντιδρούν και οι υποστηρικτές του Τραμπ, οι κάθε λογής συνωμοσιολόγοι, αλλά και οι κάθε λογής φασίστες, απανταχού της γης, οι οποίοι όλοι προτάσσουν ως δήθεν σημαία τους την ελευθερία της έκφρασης. Χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, παράλληλα, αντιδράσεις και επιφυλάξεις διατυπώνονται και από ανθρώπους ειλικρινώς ανησυχούντες για την επίδραση μιας τέτοιας εξέλιξης στους θεσμούς και στα δικαιώματα.
Είναι αλήθεια ότι τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μετατραπεί σε «ένα είδος δημόσιου χώρου», όπως είπε οεκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης Γκαμπριέλ Ατάλ, ο οποίος εκτίμησε ότι το να φιμώσεις κάποιο πρόσωπο στους ιστοτόπους αυτούς εγείρει ερωτηματικά «λόγω της απουσίας συγκεκριμένων κριτηρίων», καθορισμένων από τον νόμο.
Ξεχνά όμως ότι όταν, πολύ πρόσφατα (το 2020), η γαλλική κυβέρνηση προσπάθησε να περάσει ένα νομοσχέδιο με κριτήρια που θα επέτρεπαν τον περιορισμό των φωνών που κηρύσσουν το μίσος στο διαδίκτυο, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας το απέρριψε, θεωρώντας ότι παραβίαζε την ελευθερία της έκφρασης.
5. Το θέμα είναι σίγουρα περίπλοκο. Αυτός τελικάπου φαίνεται να το γνωρίζει καλύτερα είναι ο Επίτροπος Τιερί Μπρετόν: «Αν υπήρχε κάποιος που αμφέβαλλε ακόμη ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν γίνει συστημικοί παίκτες στις κοινωνίες και τις δημοκρατίες μας, τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας στον Λόφο του Καπιτωλίου είναι η απάντηση», δήλωσε ο Μπρετόν, εξηγώντας πως μπλοκάροντας τον λογαριασμό του Τραμπ, οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης παραδέχθηκαν εν τέλει ότι έχουν την ευθύνη, την υποχρέωση και τα μέσα να εμποδίσουν τη διάδοση παράνομου viral περιεχομένου.
Έχει δίκιο. Αυτό που έγινε ήταν μια μεγάλη εξέλιξη στον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία θα φέρει ασφαλώς αυστηρότερη ρύθμιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και μεγάλες αλλαγές στις αντιλήψεις μας.
Θέτοντας βεβαίως και νέα προβλήματα, ιδίως σε σχέση με τη χρήση και τον έλεγχο των σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων, ιδιαίτερα της τεχνητής νοημοσύνης, μια που τέτοια τεχνολογικά εργαλεία χρησιμοποιούνται από τις πλατφόρμες αυτές και για τον αυτόματο εντοπισμό παράνομου περιεχομένου.Επιβεβαιώνοντας τη σημασία της Δικαιοσύνης, αφού αυτή παραμένει ο τελικός κριτής, αλλάζοντας βέβαια και η ίδια, με την στρατηγική επιλογή διεθνώς προσανατολισμένη προς μορφές εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών (οι οποίες συστήνονται από την ΕΕ και για τις εν λόγω διαφορές με τις πλατφόρμες) και ταχύτερες διαδικασίες, με ολοένα και μεγαλύτερη ανάμειξη της τεχνολογίας, κάτι που δεν είναι χωρίς κινδύνους.
Και, τέλος, καταδεικνύοντας, για μια ακόμη φορά, πόσο περίπλοκοπλέον είναιτο ερώτημα «τι είναι προοδευτικό σήμερα;», στο οποίο το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν χωρούν παλιές απαντήσεις.
*Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης(CCBE)
(1) Σύσταση της Επιτροπής της 1.3.2018 σχετικά με μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο.