Στην Αγία Βαρβάρα, στον τόπο όπου πήγα σχολείο, ο Μάρτιος ήταν σπουδαιότερος από τον Οκτώβριο. Ισως γιατί τον Μάρτιο είχες κάτι να περιμένεις. Την άνοιξη! Ενώ τον Οκτώβριο τι προσδοκάς; Την κλεισούρα του χειμώνα; Αλλωστε και το Πάσχα στα παιδικά μου μάτια ήταν πιο σπουδαία γιορτή από τα Χριστούγεννα. Με τους ανθρώπους να ξεχύνονται στις αυλές για φιλιά και κοινά τραπέζια. Και εμείς κρυφτό πίσω από τους τσιμεντόλιθους. Και το Πάσχα, για να επιστρέψω στο θέμα μας, ήταν μια ανάσα από τον Μάρτιο. Με χαμόγελα μπαίναμε στις δοκιμαστικές παρελάσεις και με παράστημα διασχίζαμε, το πρωί της 25ης, την Ελευθερίου Βενιζέλου. Και μαζί μας είχε βγει στη λεωφόρο και ο έρωτας. Οι εξάρσεις των τυμπάνων και των πνευστών χτυπούσαν κατευθείαν στην καρδιά. Από κοντά και ο εκφωνητής που υμνούσε την «ομορφιά» και τη «λεβεντιά». Με τους ήρωες του ’21 ήθελε να μας συνδέσει, αλλά ο καθένας μας φαντασιωνόταν ό,τι ήθελε. Τα αγόρια με κολλαριστά άσπρα πουκάμισα, του μπαμπά βέβαια, και τα κορίτσια, επιτέλους, με τακούνια. Δανεισμένα από τη μεγαλύτερη ξαδέλφη, αλλά τι σημασία έχει; Αν δεν είχες κορίτσι όλη τη χρονιά, η παρέλαση ήταν η τελευταία σου ευκαιρία. Μετά άρχιζαν οι εξετάσεις και κανείς δεν είχε όρεξη για σαλιαρίσματα. Μόλις λοιπόν τελείωνε η παρέλαση, ήταν η μεγάλη σου στιγμή. Είτε ένιωθες αφοσιωμένος Παπαφλέσσας είτε ερωτιάρης Κολοκοτρώνης, τώρα έπρεπε να δράσεις. Να αποσπάσεις φιλιά στα στενά ή έστω υποσχέσεις.
Μα πώς έχω ξεφύγει έτσι σήμερα; Ποιος με έσπρωξε στον κύκλο των αναμνήσεων; Φταίει η νοσταλγική φωνή του Αλιάγα ή μήπως ο διστακτικός βηματισμός των παιδιών του δημοτικού που έχασαν τη μάχη της δημοσιότητας – ανάμεσα στους ευζώνους, στα τανκς και στο ιππικό;
Μεγαλώνοντας βέβαια, όλα αυτά που σήμερα σας διηγούμαι τα ξέχασα και είπα «οι μαθητικές παρελάσεις είναι κάτι ξεπερασμένο». Συνέχισα, όμως, να πηγαίνω να δω «το σχολείο μου» να παρελαύνει. Ούτε τις κορδωμένες Αρχές στην εξέδρα πρόσεχα ούτε έδινα σημασία στις υπερβολές των εκφωνητών που με τα χρόνια πρόσθεσαν και τις δικές τους θεωρίες. Αν είναι αριστερός ο δήμαρχος, θυμίζουν την «Αντίσταση του ΕΑΜ» ως συνέχεια του ’21, κι αν είναι δεξιός, υμνούν την αρετή και τόλμη του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας. Για να μη σας πω για τις αντιευρωπαϊκές ή τις αντιαμερικανικές κορώνες που ακούγονται ανάλογα με το χρώμα των τοπικών αρχών. Αυτοί είναι και οι λόγοι που στα πέντε χρόνια της πολιτικής δεν ανέβηκα ούτε μία φορά στην εξέδρα να δω από ψηλά τα παιδιά να περνάνε. Σε κάτι χωριά χανόμουν και σε απομακρυσμένα νησιά, εκεί όπου δεν στήνονται εξέδρες ούτε την 25η Μαρτίου.
Γιατί από τις εξέδρες κινδυνεύει η Ιστορία. Από τις εξέδρες που πάνω τους συνωστίζονται κάθε λογής εκπρόσωποι. «Μαλλιαροί μου Ελλαδίτες / θλιβερές μου πορδές», που λέει και ο Νιόνιος. Ο καθένας με τη σημαία του. Μόνο που η Επανάσταση δεν έγινε για να ενισχύσουν οι εξέδρες τα αφηγήματά τους. Αλλωστε o αγώνας δεν ήταν ένας. Στο ’21 συνωστίζονται όλα τα καλά και όλα τα κακά μαζί. Κατορθώματα, αμαρτίες, άθλοι, εμφύλιοι, συμβιβασμοί και προδοσίες. Που όμως ούτε σε αυτά θα συμφωνήσουμε. Εδώ δεν καταφέρνουμε να βγάλουμε ένα ενιαίο συμπέρασμα για τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνιστεί η γενιά μας –Κυπριακό, Μακεδονικό, ελληνοτουρκικές σχέσεις…–, θα συνεννοηθούμε για τα γεγονότα των παππούδων των παππούδων μας; Ας κρατήσει λοιπόν ο καθένας ό,τι θέλει από την εξέγερση του ’21. Μη ξεχνώντας όμως ότι εκεί γίναμε έθνος και αυτό θα το οφείλουμε για πάντα στους ήρωές του.
Γίναμε Ελλάδα και μετά γίναμε και Ευρώπη. Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν συνδυάσαμε τον «γιορτασμό» των 200 χρόνων από την Επανάσταση με τα 40 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρώπη. Η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να μας βάλει το 1981 στην ΕΟΚ ήταν η καθοριστικότερη απόφαση για τη σύγχρονη Ελλάδα. Αλλά και αυτό που φαντάζει σήμερα αυτονόητο –και τελικά σωτήριο– το ’81 ήταν αφορμή πολέμου για τη μισή κοινωνία.
Πάλι παρασύρομαι. Δεν έχουν περάσει όμως ούτε 48 ώρες από αυτό το κύμα πατριωτισμού που κατέκλυσε την τηλεόραση και το Διαδίκτυο. Το Ναυαρίνο ζωντάνεψε για να περηφανευτούμε ότι «εμείς ενώσαμε τις μεγάλες δυνάμεις»! Οι γαλανόλευκες φωταγωγήσεις από το Σίδνεϊ ώς το Σαν Φραγκίσκο και η ταυτόχρονη παρουσία του Βρετανού διαδόχου και του Ρώσου πρωθυπουργού ξύπνησαν μέσα μας την Ελλάδα που διαστέλλεται – για να παραφράσω λίγο τον Βίκτωρα Ουγκώ. Και η Ελλάδα που συστέλλεται; Δεν εννοώ τίποτε βαρύγδουπο. Αλλά αυτό δεν είναι το έλλειμμα και τότε και τώρα; Η σύγκρουση και ο διχασμός δεν είναι αυτά που μικραίνουν την Ελλάδα; Ο κακορίζικος εγωισμός που νικάει τον εγωισμό της δημιουργίας. Τα συνθήματα και οι δοξασίες που σκεπάζουν τη γνώση και τα επιχειρήματα. Η άρνηση να ακούμε τις αλήθειες του άλλου, κι ας μην είναι πάντα αλήθειες. Η αδυναμία μας να προσηλωθούμε ενωμένοι σε έναν στόχο και να τον κατακτήσουμε. Ακόμη και αν αυτός είναι η μάχη με έναν μεταδοτικό παγκόσμιο ιό. Και εδώ ακόμη, στρατόπεδα, δημαγωγίες και μικροί εμφύλιοι. Ή εσάς δεν σας έχει κουράσει όλο αυτό;
Υπάρχει διέξοδος; Ισως, αν σπάσουμε τις χρονοκάψουλες μέσα στις οποίες οι περισσότεροι από εμάς νιώθουμε ασφαλείς (του ’21, του ’12, του ’40, του ’46, του ’67, του ’74…). Και, «απροστάτευτοι» μετά, βαδίσουμε στο μέλλον. Υποχρεωμένοι να ανακαλύψουμε νέα όπλα. Εκτός αν πιστεύουμε ότι θα επιβιώσουμε με τις παλιές κατακτήσεις.
Ακούστε εδώ ολόκληρο το podcast:
Oλα τα Podcast του Σταύρου Θεοδωράκη μπορείτε να τα ακούσετε στο pod.gr.
Podcast Θεοδωράκης