Home / Προτεινόμενα / Η Εθνική Πινακοθήκη σε νέα εποχή

Η Εθνική Πινακοθήκη σε νέα εποχή

Περιμέναμε καιρό. Κατηφορίζαμε τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, περνούσαμε το ξενοδοχείο Χίλτον και αμέσως μετά, στο σημείο όπου ο δρόμος μετονομάζεται σε λεωφόρο Βασιλέως Κων/νου, το βλέμμα μας ανέβαινε αυτόματα προς τα πάνω: κοιτούσαμε τον γερανό πλάι στο κτίριο-εργοτάξιο της Εθνικής Πινακοθήκης και αναρωτιόμασταν «πότε θα τελειώσουν τα έργα;». Ε, λοιπόν, τελειώνουν! Η επέκταση-ανακαίνιση της Εθνικής Πινακοθήκης ολοκληρώνεται και καλώς εχόντων των πραγμάτων ο χώρος θα εγκαινιαστεί στις 24 Μαρτίου, μια συμβολική ημερομηνία που σηματοδοτεί τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.    Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ένας από τα πολλούς σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς που έχει αποκτήσει η Αθήνα την τελευταία 12ετία. Μαζί με το Μουσείο της Ακρόπολης, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (όπου μεταστεγάστηκαν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Εθνική Βιβλιοθήκη), το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συμπληρώνει το σεξτέτο των μεγάλων πολιτιστικών κυττάρων της Αθήνας. Ας δούμε όμως την ιστορία της από την αρχή: ιδρύθηκε το 1900 και περιλαμβάνει συλλογές ζωγραφική, γλυπτικής, χαρακτικής με περισσότερα από 20.000 έργα που ξεκινούν από τα μεταβυζαντινά χρόνια και φτάνουν μέχρι σήμερα. Το πλήρες όνομά της είναι Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, γιατί το 1954 συγχωνεύτηκε με το κληροδότημα του φιλότεχνου νομικού Αλέξανδρου Σούτσου. Τη δεκαετία του 1960 οι αρχιτέκτονες Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος σχεδίασαν το κτίριο επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1976. Το 2013 ξεκίνησαν οι εργασίες αναβάθμισης και επέκτασης. Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, η Πινακοθήκη είναι έτοιμη να ανοίξει τις πύλες της στο φιλότεχνο κοινό. Η νέα συνολική έκταση είναι 20.760 τ.μ. (από 9.720 τ.μ.), οι πρόσθετοι εκθεσιακοί χώροι είναι αυξημένοι κατά 2.230 τ.μ., τα έργα που μπορούν να παρουσιαστούν στην έκθεση της μόνιμης συλλογής είναι 1.000 (από 400), το νέο αμφιθέατρο έχει χωρητικότητα 450 θέσεων, ενώ θα υπάρχουν και δύο μπαρ-εστιατόρια, εκ των οποίων το ένα με εντυπωσιακή θέα στην Ακρόπολη, τον λόφο του Λυκαβηττού και τον κόλπο του Σαρωνικού.    Φυσικά, τα παραπάνω δεν είναι παρά αριθμοί και πληροφορίες, ενδεικτικές, αλλά όχι καθοριστικές για το αν η ανάπλαση της Εθνικής Πινακοθήκης είναι επιτυχημένη. Ήδη μαζί με τους επαίνους («εντυπωσιακό», «εμβληματικό», «εκσυγχρονισμένο μουσείο») έχουν αρχίσει να ακούγονται και οι γκρίνιες («μαξιμαλιστική η επέκταση», «κακή επιλογή το γυαλί που θα μετατρέπει το κτίριο σε καθρέφτη στη διάρκεια της μέρας»). Όλα αυτά όμως είναι συνηθισμένα: συμβαίνουν σε κάθε μεγάλο έργο παντού στον κόσμο και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του διαλόγου που συνοδεύει τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Στην πραγματικότητα, ούτε αυτοί που κριτικάρουν ούτε αυτοί που επαινούν έχουν το δίκιο ή το άδικο με το μέρος τους, με την έννοια ότι είναι ακόμα νωρίς για συμπεράσματα. Το αν η ανακαίνιση της Εθνικής Πινακοθήκης πέτυχε τον στόχο της, δηλαδή να συνδέσει την ελληνική εικαστική παράδοση με τη μουσειολογική αντίληψη και τα τεχνολογικά επιτεύγματα του σήμερα, να γίνει τοπόσημο, στέκι και σημείο συνάντησης, να την αγαπήσουν οι Αθηναίοι και να την εκτιμήσουν οι επισκέπτες, θα φανεί με τον χρόνο.  Προς το παρόν, αναμένουμε την έκθεση για την Ελληνική Επανάσταση που θα παρουσιαστεί με τα εγκαίνια στις 25 Μαρτίου και φυσικά ανυπομονούμε να συναντηθούμε με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, έργα των οποίων περιλαμβάνονται στις συλλογές της Πινακοθήκης: από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Νικόλαο Γύζη, τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ μέχρι τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Παναγιώτη Τέτση. Μάλιστα, εκτός από μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες, στην Πινακοθήκη θα μπορεί κανείς να δει και χαρακτικά μεγάλων Δυτικοευρωπαίων εικαστικών, όπως οι Γκόγια, Ρέμπραντ και Ντύρερ.  

Σας παρουσιάζουμε μια επιλογή 15 αντιπροσωπευτικά έργα Ελλήνων ζωγράφων που θα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά στους νέους εκθεσιακούς χώρους της Εθνικής Πινακοθήκης.
«Η ταφή του Χριστού», π. 1568-1570, 51,5 x 42,9 εκ., λάδι και τέμπερα σε ξύλο
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco) (1541-1614) γεννήθηκε στο Ενετοκρατούμενο Ηράκλειο όπου και  θήτευσε ως αγιογράφος και στην συνέχεια μετακόμισε στην Βενετία και αργότερα στην Ισπανία. Παρότι αναγνωρισμένος ως καλλιτέχνης στην διάρκεια της ζωής του θεωρούνταν πάντοτε εκκεντρικός και ιδιαίτερος. Οι σπουδαίοι πρωτοπόροι του 20ου αιώνα, από τον Σεζάν και τον Πικάσο έως τον Τζάκσον Πόλοκ θα βρουν σε αυτόν την έμπνευση για τα ανατρεπτικά τους έργα.
«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», 1855, Λάδι σε μουσαμά, 145 x 178 εκ., Δωρεά Πανεπιστημίου
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878) γιός αγωνιστή του 1821 που απαγχονίστηκε κατά την επανάσταση, κατόρθωσε να φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο του Μονάχου και στη συνέχεια να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ακολούθησε το κλασικό ρομαντικό πνεύμα και έμεινε πιστός  στην ακαδημαϊκή ζωγραφική ασχολούμενος με θέματα από τον επαναστατικό αγώνα και την ίδρυση του  Ελληνικού κράτους.

«Το ψάθινο καπέλλο», 1925, Λάδι σε μουσαμά, 86 x 66 εκ.
Ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904) υπήρξε ο βασικότερος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου -των Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα που σπούδασαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Γερμανία, δίδαξαν και εργάστηκαν εκεί. Θεωρείται ο πατέρας της νεοελληνικής ζωγραφικής και παρότι ασχολήθηκε με πλειάδα θεμάτων, το σημαντικότερο μέρος του έργου του αποτέλεσαν οι ηθογραφικές παραστάσεις, σκηνές από τον αστικό χώρο και την επαρχία, την ελληνική οικογένεια αλλά και θέματα από την Ανατολή.
«Στην αποβάθρα», 1869-1875, Λάδι σε μουσαμά, 70 x 45 εκ., Κληροδότημα Στέφανου Σκουλούδη
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907) υπήρξε ίσως ο σημαντικότερος Έλληνας θαλασσογράφος. Η ζωή του περιστράφηκε γύρω από τα λιμάνια: από το νησί της Σύρου όπου πήγε σχολείο και την Τεργέστη όπου δούλεψε νέος ως λογιστής ως τον Πειραιά όπου πέθανε πάμπτωχος. Η θάλασσα υπήρξε και το επίκεντρο του έργου του: καράβια, καΐκια, ναυμαχίες αλλά και σκηνές της καθημερινής ζωής.
«Γιάντες», 1878, Λάδι σε μουσαμά, 46 x 37 εκ., Κληροδότημα Απόστολου Χατζηαργύρη
Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Γερμανία. Πρώτα ως σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, κατόπιν ως καθηγητής, συμμετείχε ενεργά στα καλλιτεχνικά ευρωπαϊκά δρώμενα. Το έργο του είναι αντιπροσωπευτικό του ακαδημαϊκού ρεαλισμού αν και στα όψιμα χρόνια του στράφηκε σε αλληγορικά, ιδεαλιστικά θέματα συμβαδίζοντας με τις αναζητήσεις του κινήματος Jugendstil.
«Ψυχρολουσία», 1898, Λάδι σε μουσαμά, 89 x 100 εκ., Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και ο κατεξοχήν εκπροσώπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Στα έργα του συναντάμε μυθολογικές και ηθογραφικές σκηνές, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και τοπία. Οι πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις του πάντως είναι οι σκηνές από την παιδική ζωή που απεικόνισε με παιχνιώδη διάθεση και μεγάλη ευαισθησία.

«Η ωραία Αδριάνα των Αθηνών», 1930, Αραιωμένο λάδι (;) σε μουσαμά, 92 x 43,7 εκ.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873-1934) υπήρξε η πιο εκκεντρική και ιδιοσυγκρασιακή φιγούρα της ελληνικής ζωγραφικής. Παραγνωρισμένος σχεδόν ως το θανατό του, ζούσε νομαδικά, ζωγραφίζοντας τοιχογραφίες και επιγραφές σε πανδοχεία και καφενεία. Στο έργο του βρίσκουμε όλη την αθωότητα και την ζωντάνια της λαϊκής ζωγραφικής.   
«Το λιμάνι της Καλαμάτας», 1911, Λάδι σε μουσαμά, 70 x 75 εκ, Δωρεά Υπουργείου Συγκοινωνίας
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) αντιπροσωπεύει την ρήξη με το ακαδημαϊκό κατεστημένο της Σχολής του Μονάχου. Κοσμοπολίτης και μοντερνιστής επηρεάστηκε από την βιεννέζικη Sezession, τους Γάλλους μεταϊμπρεσιονιστές, τον πρώιμο κυβισμό αλλά και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Στα ώριμα έργα του συνέθεσε όλες αυτές τις επιδράσεις σε ένα έντονα προσωπικά ύφος απεικονίζοντας μια εξιδανικευμένη Ελλάδα όπου κυριαρχεί το φως και η αρμονία.
«Χορεύτριες», 1936, Λάδι σε μουσαμά, 140 x 119 εκ.
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959) είναι ο σημαντικότερος Έλληνας εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην Γερμανία, γνώρισε από κοντά όλες τις μεταλλάξεις του εξπρεσιονιστικού κινήματος και κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυθεντικό προσωπικό στυλ. Στο έργο του το χρώμα ως βασικό δομικό στοιχείο εκφράζει βαθιές συναισθηματικές συγκρούσεις και προοιωνίζει την αφαίρεση.

«Αθηναϊκό μπαλκόνι», 1955, Λάδι σε μουσαμά, 115 x 146 εκ., Δωρεά του καλλιτέχνη

Κοσμοπολίτης και διανοούμενος, ο Νίκος Χατζηκυριάκος -Γκίκας (1906-1994),  ζωγράφος με διεθνή εκθεσιακή δραστηριότητα και πολλές διακρίσεις, ασχολήθηκε επίσης με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία αλλά και την κριτική τέχνης. Στο έργο του  καταφέρνει να συνθέσει, ευρωπαικές κυβιστικές μορφές και ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία. 
«Άνθιμος ο Τραλλεύς και Ισίδωρος ο Μιλήσιος», 1970, Λάδι σε μουσαμά, 55 x 44,5 εκ., Δωρεά Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής είναι ο βασικός εκπρόσωπος μιας ιδιότυπης εκδοχής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Αντισυμβατικός και ανατρεπτικός, συνδυάζει στοιχεία της ελληνικής παράδοσης με την ειρωνία, το χιούμορ και τον ερωτισμό της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας.
«Ναύτης», 1938, Λάδι σε μουσαμά, 100 x 70 εκ., Δωρεά Υπουργείου Παιδείας
Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989),  από τις πιο σημαντικές μορφές της γενιάς του ’30, συνδύασε στο έργο του στοιχεία της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, της βυζαντινής αγιογραφίας, και της λαικής ζωγραφικής, εκφράζοντας αυτό που ως και σήμερα θεωρείται το ιδανικό της ελληνικότητας. 
«Δύο φίλες», 1946, Λάδι σε μουσαμά, 100 x 67 εκ., Δωρεά του καλλιτέχνη
Ο Γιάννης Μόραλης (1916-2009) επηρέασε καθοριστικά την μεταπολεμική τέχνη στην Ελλάδα. Τόσο με το εικαστικό του έργο όσο και με την μακρόχρονη διδασκαλία του στην Σχολή Καλών Τεχνών και τις σημαντικές συνεργασίες του σε πεδία όπως η σκηνογραφία, οι αρχιτεκτονικές συνθέσεις και η κεραμική ανέδειξε  την σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο με γνώμονα έναν «φωτεινό», μεσογειακό ουμανισμό.
«Λαϊκή αγορά», 1979 – 1982, Τέμπερα  σε μουσαμά, 249 x 405 εκ., Δωρεά του καλλιτέχνη
Ο εξαιρετικά αγαπητός στο ελληνικό κοινό Παναγιώτης Τέτσης (1925- 2016) παρέμεινε στην μακρά περίοδο της ζωής του αφοσιωμένος στην παραστατική ζωγραφική και στο εξπρεσιονιστικό ύφος. Στα έργα του βρίσκουμε όλο το πάθος για το ελληνικό φως και τοπίο και την αγάπη και την παιδική περιέργεια με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους γύρω του.
«Προσωπογραφία Ντίνου Γεωργούδη», 1976, Μικτή τεχνική σε μουσαμά, 200 x 199 εκ.
Ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) εκπρόσωπος της γενιάς της αμφισβήτησης ωρίμασε καλλιτεχνικά στην Ευρώπη του ΄60. Δουλεύοντας στην Ρώμη και στο Παρίσι συνδέθηκε με τον τεχνοκριτικό Pierre Restany και την ομάδα της Mec art και κατόρθωσε να βρίσκεται στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας για πάνω από τριάντα χρόνια. Ανήσυχος και ριζοσπαστικός δεν σταμάτησε να πειραματίζεται, διερευνώντας με πάθος τα εκφραστικά του μέσα.

Πηγή

About kathimerini