Η μάχη με το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού έχει χαθεί. Οχι μόνον εδώ, αλλά και παντού – μιλώντας τουλάχιστον για την κατηγορία των συγκρίσιμων με τη δική μας χωρών. (Η Κίνα είναι η εμφανής εξαίρεση στον κανόνα, αλλά η Κίνα δεν είναι Δύση). Αυτό κανείς δεν θα το παραδεχθεί επισήμως και είναι λογικό να μη το κάνει, διότι η καταβαλλόμενη προσπάθεια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καμφθεί, εφόσον η έκβαση εκτιμάται σε αριθμό νεκρών. Με απλά λόγια, είναι ήττα ο αριθμός των νεκρών του δεύτερου κύματος μέχρι τώρα, αλλά θα είναι πανωλεθρία αν αυτός ο αριθμός αφεθεί να μεγαλώσει. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ο αγώνας τώρα γίνεται για την έκταση της ήττας.
Βλέπουμε την αποτυχία αυτή στις ευρωπαϊκές χώρες. Η μία μετά την άλλη ανακαλούν τα σχέδιά τους για ανοιχτά ή μισάνοιχτα Χριστούγεννα, με το ανάλογο υγειονομικό κόστος σε κάθε περίπτωση. Μαθαίνοντας ο κόσμος ότι το λοκντάουν επιστρέφει, ξεχύθηκε στα μαγαζιά σαν να μην υπήρχε αύριο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, για κάποιους άλλους, πράγματι δεν θα υπάρξει αύριο, καθώς τα νέα κρούσματα εκτοξεύθηκαν, λίγες ημέρες αφότου τα διεθνή δίκτυα πρόβαλαν τις απίστευτες σκηνές συνωστισμού στους εμπορικούς δρόμους του Λονδίνου και του Βερολίνου.
Η αποτυχία είναι γενικευμένη και εξηγείται με τρεις τρόπους. Πρώτον, δεν υπάρχει υπόδειγμα για την αντιμετώπιση του φαινομένου, όλα επινοούνται τώρα. Ο κόσμος μας έχει μεν τις επιστημονικές δυνατότητες και τα τεχνικά μέσα για να αντιμετωπίσει την πανδημία, αλλά η συνδυαστική χρήση τους για τον έλεγχο της επινοείται και δοκιμάζεται κατά τη διάρκεια της προσπάθειας. Δεν υπάρχει τρόπος εδώ να κάνουμε ημίχρονο για να πάρουμε μια ανάσα και να σκεφθούμε καλύτερα τι θα κάνουμε.
Δεύτερον, η αποτυχία οφείλεται στο ότι το ανθρώπινο είδος υπερτερεί στον πλανήτη λόγω της φυσικής υπεροχής του σε δύο πράγματα, που το ένα σπανίως αποχωρίζεται το άλλο: την ευφυία και τη βλακεία. Αυτό είναι άλλωστε και η ειδοποιός διαφορά του πολιτικού συστήματος της Δύσης από τα αυταρχικά πρότυπα που την ανταγωνίζονται: η αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαρτάται πάντα από την ατομική αρετή – με την αριστοτελική έννοια – του καθενός. Στη Δύση, το σωστό δεν επιβάλλεται με την απόχη (μοντέλο Κίνας) ή με το στειλιάρι (μοντέλο Ινδίας).
Ο τρίτος λόγος που εξηγεί την αποτυχία ήταν ότι σε κάθε χώρα της Δύσης η κυβέρνηση αγωνιζόταν να σταθμίσει τη λειτουργία της οικονομίας με τη δημόσια υγεία. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα, το πρώτο είναι προϋπόθεση του δεύτερου: χωρίς οικονομική δραστηριότητα δεν υπάρχει ανάπτυξη, χωρίς ανάπτυξη δεν υπάρχει δημόσια υγεία. Δυστυχώς, παντού όπου επιχειρήθηκε η εξισορρόπηση απέτυχε. Καλώς επιχειρήθηκε, δεν θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς. Ομως απέτυχε.
Ωστόσο, η αντιπολίτευση (δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ και η αναπόφευκτη Φώφη, που πάντα ακολουθεί) υπεραπλουστεύει την κατάσταση, διότι έτσι βολεύει ώστε να καταλογίζει την ευθύνη αποκλειστικά στην κυβέρνηση και να δίνει στην υπόθεση τις διαστάσεις εγκλήματος. Κατά κάποιο τρόπο, ανταποδίδουν για το Μάτι ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν, διότι πολύ λίγοι είναι οι πολίτες που ανταποκρίνονται και παίρνουν την αντιπολίτευση στα σοβαρά. Το μαρτυρούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις της χρονιάς, στις οποίες βλέπουμε να αποτυπώνεται σε αριθμούς το εξής εκ πρώτης όψεως παράδοξο: ο κόσμος αναγνωρίζει μεν και μάλιστα σε μεγάλο ποσοστό ότι η κατάσταση, όσον αφορά την πανδημία, είναι πολύ κακή, εξακολουθεί όμως να εμπιστεύεται την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Παράδοξο αλλά ευχάριστο συμπέρασμα, διότι εισάγει ένα στοιχείο ρεαλισμού στο τοπίο της πολιτικής και μάλιστα από την πλευρά που θα το περίμενες λιγότερο: τον κόσμο, τους πολλούς, που αφού δοκίμασαν τις εύκολες λύσεις του λαϊκισμού, στη σχεδόν πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντιμετωπίζουν τώρα την κατάσταση με το μέτρο της πικρής εμπειρίας τους. Ο κόσμος κάνει λάθη, μακροπρόθεσμα όμως δεν είναι χαζός. Μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, εκτιμά περισσότερο την αποτυχία της δουλειάς που γίνεται με αυταπάρνηση παρά την ευκολία της τεμπελιάς που προσφέρει η αντιπολίτευση.