Ο πρόεδρος που υποσχέθηκε να «ξανακάνει την Αμερική μεγάλη», είναι αυτός που κατάφερε να τη μικρύνει όσο κανείς άλλος στην σύγχρονη ιστορία της.
Ηγέτες – φίλοι, εταίροι και σύμμαχοι, αλλά και κυρίως, ανταγωνιστές, αντίπαλοι και εχθροί – είδαν στην Αμερική του Τραμπ μία χώρα αναξιόπιστη, φοβική, εσωστρεφή, που δεν ενδιαφέρεται να αναδεικνύει ζητήματα όπως η καταπάτηση των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, και η οποία δεν θέλει ή δεν μπορεί να ασκήσει τον φυσικό της ηγετικό ρόλο σε σωρεία ζητημάτων, με πιο ηχηρά παραδείγματα την αποχώρηση από τη Συνθήκη για την Κλιματική Αλλαγή, και πιο πρόσφατα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ο Τραμπ ήταν μοναδική περίπτωση εν ενεργεία προέδρου που πολύ συχνά λειτούργησε με γνώμονα όχι το συμφέρον της Αμερικής, αλλά το προσωπικό του. Συμπεριφορά που παραπέμπει σε δικτάτορες και σε τριτοκοσμικές χώρες.Η δεύτερη πρόταση παραπομπής του για καθαίρεση – ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που έχει παραπεμφθεί δυο φορές – ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Στη Γερουσία, 57 μέλη της – ήτοι και 7 Ρεπουμπλικανοί – ψήφισαν υπέρ της καταδίκης του (χρειαζόταν πλειοψηφία δυο τρίτων για να καταδικασθεί).
«Αυτό το θλιβερό κεφάλαιο στην Ιστορία μας μας υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία είναι εύθραυστη. Ότι πρέπει πάντα να την υπερασπιζόμαστε. Ότι πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση», δήλωσε μετά την ολοκλήρωση της δίκης ο πρόεδρος Μπάιντεν, και πρόσθεσε πως παρόλο που η τελική ψηφοφορία δεν κατέληξε σε καταδίκη, η ουσία της κατηγορίας δεν αμφισβητείται, υπογραμμίζοντας πως ακόμη και πολλοί από αυτούς που δεν ψήφισαν υπέρ της καταδίκης του, όπως ο επικεφαλής των ρεπουμπλικάνων, γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ, πιστεύουν ότι ο Τραμπ είναι ένοχος «για επαίσχυντη παράλειψη καθήκοντος» και «υπεύθυνος τόσο πρακτικά όσο και ηθικά για την υποκίνηση» της βίας που εξαπολύθηκε εναντίον του Καπιτωλίου.
Για τη δημιουργία του φαινομένου Τραμπ, και στη συνέχεια την αναρρίχησή του στην ηγεσία της υπερδύναμης, μεγάλες είναι οι ευθύνες των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Όχι μόνο γιατί πρόβαλαν επί δεκαετίες, με τρόπο που γοήτευε πολλούς, την κοσμική προκλητική ζωή του με τους χρυσούς πύργους που φέρουν το όνομά του, και τις εμφανίσεις του περιστοιχιζόμενος από ξανθές καλλονές μερικές εκ των οποίων παντρεύτηκε, αλλά κυρίως για την υπερπροβολή που εξασφάλισε λόγω του εκκεντρικού χαρακτήρα του στις προκριματικές εκλογές του ρεπουμπλικανικού κόμματος το 2016.
Αυτή συνέβαλε σημαντικά στην επικράτησή του έναντι των ανθυποψηφίων του αρκετοί εκ των οποίων ήταν, προφανώς, καλύτεροι αλλά δεν είχαν την «πολιτικά χρήσιμη», όπως αποδείχθηκε, προκλητική συμπεριφορά ώστε να προσελκύσουν την προσοχή των μέσων και κατ’ επέκταση των ψηφοφόρων.
Στη συνέχεια, παρότι έχασε με μεγάλη διαφορά στη λαϊκή ψήφο από την Χίλαρι Κλίντον – ούτε στις εκλογές του 2016, ούτε σε αυτές του 2020 κέρδισε την πλειοψηφία σε πανεθνικό επίπεδο – η οριακή επικράτησή του σε τρεις πολιτείες τον έφερε στην προεδρία, με τις συνέπειες που είχε αυτό για την εσωτερική κοινωνική συνοχή της Αμερικής, τις διατλαντικές σχέσεις, αλλά και την αντιμετώπιση των μεγάλων παγκόσμιων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και, τελευταία, η πανδημία. Η απουσία της ισχυρότερης χώρας, εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει την οποιαδήποτε κοινή προσπάθεια καλούνται να καταβάλουν οι χώρες του κόσμου για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων που απειλούν τον πλανήτη.
Στο λυκόφως της θητείας του, προκάλεσε μια εξέγερση που έφθασε στα όρια της κατάλυσης της Δημοκρατίας, και εξέπεμψε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μήνυμα κυρίως προς πολλούς αυταρχικούς ηγέτες – μεταξύ αυτών και σε κάποιους στη γειτονιά μας – οι οποίοι αναρωτιούνται εάν αυτά συμβαίνουν στην Αμερική, γιατί να αλλάξουν αυτοί συμπεριφορά;
Εναπόκειται στις υγιείς δημοκρατικές δυνάμεις των ΗΠΑ, και στα δυο κόμματα, να αποκαταστήσουν το τραυματισμένο κύρος της χώρας τους και να προστατεύσουν την αλήθεια, τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, και αξίες όπως η δημοκρατία, η ελευθερία και η ανοχή, σημαντικές όχι μόνο για τους ίδιους τους Αμερικανούς, αλλά και για δοκιμαζόμενους λαούς και καταπιεσμένες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο.
ΗΠΑ
Ντόναλντ Τραμπ