Από το υπόγειο της βρετανικής πρεσβείας στη Βόννη εξαφανίζονται 43 φάκελοι με απόρρητα έγγραφα. Μαζί τους εξαφανίζεται ο Λίο Χάρτινγκ, συνεργάτης με αινιγματικό χαρακτήρα, αλλά γνωστός για την εχεμύθειά του σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς, αν συνυπολογίσουμε και μία θυελλώδη σχέση με τη σύζυγο του πρέσβη. Την υπόθεση επιχειρεί να διαλευκάνει ο Άλαν Τέρνερ, άνθρωπος για ειδικές αποστολές. Αρχικά διαβλέπει κατασκοπευτικό «δάκτυλο» των Σοβιετικών, αλλά στη συνέχεια οι υποψίες στρέφονται σε νοσταλγούς του ναζιστικού παρελθόντος που ήθελαν να κλείσουν το στόμα του Χάρτινγκ, για να αποφύγουν δυσάρεστες αποκαλύψεις. Όλα αυτά στο συναρπαστικό μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ «Μία μικρή γερμανική πόλη» (A small town in Germany, Eine kleine Stadt in Deutschland).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Γερμανία αρχίζει να συνέρχεται από τον πόλεμο, το διαιρεμένο Βερολίνο ελκύει κατασκόπους από όλες τις φυλές, αλλά τον Τέρνερ τον στέλνουν παρά τη θέλησή του στη Βόννη, η οποία «σε σύγκριση με το νεκροταφείο του Σικάγο είναι δυο φορές μικρότερη σε έκταση, αλλά και δυο φορές πιο πεθαμένη…» Όχι, αυτό το βιβλίο του Λε Καρέ δεν συνιστά διαφήμιση για την πόλη που επέλεξε ως πρωτεύουσα ο Κόνραντ Αντενάουερ, την πόλη «που θυμίζει Βαλκάνια, βρώμικη και μυστηριώδης, χαραγμένη με γραμμές του τραμ». Ωστόσο, μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στη μεγαλοαστική λουτρόπολη Μπαντ Γκόντεσμπεργκ που γλύτωσε από τους βομβαρδισμούς, ενώθηκε διοικητικά με τη Βόννη και μετά τον πόλεμο άρχισε να φιλοξενεί τις ξένες πρεσβείες. «Διπλωματούπολη» την αποκαλούσαν οι περίοικοι. Στις γειτονικές συνοικίες οι Αμερικανοί εγκατέστησαν τη δική τους παροικία, έναν κλειστό απομονωμένο κόσμο με κάθε είδους «υπηρεσίες», σχολεία, γήπεδα, κατοικίες αξιωματικών, ακόμη και καταστήματα για αγορές με δολάρια.
Μυθιστόρημα με πολιτικό υπόβαθρο
Δεν πρέπει να ήταν προκατειλημμένος με τους Γερμανούς ο Τζον Λε Καρέ, άλλωστε μιλούσε τέλεια γερμανικά και λάτρευε τον χρονογράφο Κουρτ Τουχόλσκι, εξέχουσα μορφή στη λογοτεχνική Γερμανία του μεσοπολέμου, αλλά και τον ρομαντικό ποιητή Χάινριχ Χάινε. Την ίδια στιγμή σημείωνε με βρετανικό φλέγμα ότι «μόνο οι Γερμανοί θα μπορούσαν να εκλέξουν καγκελάριο και μετά να μεταφέρουν την πρωτεύουσα μπροστά στην πόρτα του». Ξεκάθαρη αιχμή για το παρασκήνιο της εποχής που έλεγε ότι ο Αντενάουερ, ο οποίος έγινε καγκελάριος στα 73 του χρόνια, άσκησε τεράστιες πιέσεις στους βουλευτές του κυβερνώντος χριστιανοδημοκρατικού κόμματος να ορίσουν ως πρωτεύουσα τη Βόννη, λίγα χιλιόμετρα από το απόρθητο ησυχαστήριό του, στην κοιλάδα του Ρήνου. Κι έτσι μία ολόκληρη πόλη αναπτύχθηκε κατά μήκος του οδικού άξονα B9 που συνδέει το ειδυλλιακό κέντρο της Βόννης με το Μπαντ Γκόντεσμπεργκ και στη συνέχεια με τα γραφικά χωριά και τους αμπελώνες της Ρηνανίας. Προεδρία της Δημοκρατίας, καγκελαρία, Κοινοβούλιο, υπουργείο Εξωτερικών, αίθουσα τύπου, όλα σε μία ευθεία.
Ο Αντενάουερ ήταν από τους πρώτους πολιτικούς που γνώρισαν το πραγματικό πρόσωπο του ναζιστικού καθεστώτος. Και αυτό γιατί το 1933, ως δήμαρχος της Κολωνίας, αρνήθηκε να υποδεχθεί τον Χίτλερ και επιπλέον απομάκρυνε σημαίες με τη σβάστικα που είχαν υψώσει οπαδοί των ναζί στο κέντρο της πόλης. Μέσα σε λίγες εβδομάδες κηρύχθηκε έκπτωτος, συνελήφθη από τη Γκεστάπο και τελικά καταδικάστηκε σε «εξορία» στο ησυχαστήριο του Ρήνου. Μετά τον πόλεμο ήταν η σίγουρη επιλογή για την καγκελαρία, αν μη τι άλλο γιατί πολιτικά ήταν υπεράνω υποψίας. Μάλλον δεν ισχύει το ίδιο για κάποιους από τους συνοδοιπόρους του. Ο Λε Καρέ αφήνει αιχμές για διάφορους «ανανήψαντες» του παλαιού καθεστώτος που άρχισαν να στελεχώνουν τη νέα διοίκηση. Άλλωστε το βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1968. Ήταν μία εποχή πολιτικών ανακατατάξεων στη Γερμανία, με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες να συμμαχούν για πρώτη φορά σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» υπό τον Κούρτ Κίζινγκερ, ηγέτη της συντηρητικής παράταξης που κατά καιρούς κατηγορήθηκε για προνομιακές σχέσεις με το παλαιό καθεστώς. Ήταν η εποχή που η νεολαία άρχισε να αμφισβητεί τη σιωπή της προηγούμενης γενιάς και να ρωτάει ευθέως: «Εσύ τι έκανες στον πόλεμο;». Ήταν όμως και η εποχή που επανεμφανιζόταν ένα ναζιστικό κόμμα, το NPD, σημειώνοντας μάλιστα εκλογικές επιτυχίες σε τοπικά Κοινοβούλια. Ευτυχώς η Δημοκρατία της Βόννης αποδείχτηκε ανθεκτική απέναντι στους κήρυκες του ολοκληρωτισμού.
Η μεγάλη πρόκληση της μετάφρασης
Στην πρώτη έκδοση του 1968 τη μετάφραση υπογράφουν ο Ντίτριχ Σλέγκελ, εκλεκτός δημοσιογράφος της Deutsche Welle και αργότερα επικεφαλής όλων των προγραμμάτων για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μαζί με τον Βάλτερ Πούχβαϊν, καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Όπως λέει σήμερα ο Ντίτριχ Σλέγκελ «ήταν μία μεγάλη πρόκληση αυτή η μετάφραση, αν σκεφτείτε μάλιστα ότι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του Λε Καρέ μιλούν cockney English (σ.σ. διάλεκτο του ανατολικού Λονδίνου με πολλούς ιδιωματισμούς)». Ο καθηγητής Πούχβαϊν, γνώστης της διαλέκτου, ανέλαβε να ελέγξει τις τελευταίες λεπτομέρειες. Σε αντίθεση με άλλα πονήματα του Λε Καρέ, που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη και γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία, το βιβλίο «Μία μικρή γερμανική πόλη» δεν άφησε εποχή. Παραμένει όμως ένα από τα πιο απολαυστικά δείγματα γραφής του εκλιπόντος Βρετανού συγγραφέα.
Όσο για τη Βόννη, παρουσιάζει σήμερα ένα διαφορετικό πρόσωπο. Είναι μία καταπράσινη κωμόπολη, φιλοξενεί υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών και ένα από τα καλύτερα πανεπισήμια της Γερμανίας σύμφωνα με τα εθνικά και διεθνή rankings, ενώ αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό, ιδιαίτερα για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ΄60.
Γιάννης Παπαδημητρίου