Η πανδημία ανέτρεψε σχέδια και προγραμματισμούς. Συμφωνίες που ήταν έτοιμες να κλείσουν μπήκαν στα συρτάρια, άλλες άλλαξαν κατεύθυνση. Eτοιμη σχεδόν για τη λειτουργία της ήταν και η «Βυζαντινή Οικουμένη», αλλά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης καθήλωσε το αρχικό σχέδιο για την εγκατάστασή της σε διατηρητέο κτίριο της Θεσσαλονίκης. Οι δυσκολίες ωστόσο δεν σταμάτησαν την ορμή της ιδρυτικής ομάδας να βρει τον εναλλακτικό χώρο που θα στεγάσει την πλούσια βιβλιοθήκη, το αρχείο και τις δραστηριότητές της. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία βυζαντινολόγων και βυζαντινόφιλων να ιδρύσουν ένα διεθνές ερευνητικό κέντρο για τον βυζαντινό κόσμο είχε «παγώσει», η λύση βρέθηκε και μάλιστα εν μέσω καραντίνας. Eνα άλλο ιστορικό κτίριο της πόλης ανοίγει για να χωρέσει χιλιάδες βιβλία, σπάνια φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα που έχει συγκεντρώσει έως σήμερα ο νέος φορέας, μέρος των οποίων έχει ήδη ψηφιοποιηθεί.
Το διατηρητέο οίκημα του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚεΔΑΚ) στην οδό Πραξιτέλους 7 και Ζαΐμη (περιοχή παλαιού Αρχαιολογικού Μουσείου) θα είναι η μόνιμη έδρα της «Βυζαντινής Οικουμένης». Με το σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ του υφυπουργείου Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης), του ΚεΔΑΚ και του σωματείου «Βυζαντινή Οικουμένη» αφενός ξεκινάει η δράση ενός ακόμη κέντρου έρευνας του βυζαντινού πολιτισμού, αφετέρου αξιοποιείται ένα από τα σπουδαία κτίσματα της αστικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ού αιώνα.
Χτισμένο το 1908, στην όψιμη περίοδο του εκλεκτικισμού, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας περιοχής και μιας εποχής.
Το κτίριο του ΚεΔΑΚ, γνωστό ως οικία Παπακωνσταντίνου, χαρακτηρισμένο «ως έργο τέχνης που παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον» (17-9-1992), έχει μακρά ιστορία. Χτισμένο το 1908 σε οικόπεδο εμβαδού 662 τ.μ., στην όψιμη περίοδο του εκλεκτικισμού, περιήλθε στην κυριότητα του ΚεΔΑΚ το 1984 (χρονιά που συστάθηκε το Κέντρο από την κυβέρνηση Κων. Καραμανλή) έπειτα από δωρεά, εν ζωή, της Φωτεινής χήρας Νικολάου Χριστοδούλου. Αποτελούσε κληρονομιά και διαθήκη του ανιψιού της δωρήτριας, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ως φίλος του Αγίου Ορους είχε εκφράσει την επιθυμία να στηρίξει το νεοσύστατο τότε ΚεΔΑΚ. Ο ίδιος το κληρονόμησε από τη μητέρα του Σμαρώ, χήρα Αστέριου Παπακωνσταντίνου, η οποία αγόρασε το ακίνητο το 1915 από τον Αχμέτ Νεδίν Βέη, που φέρεται ως ο πρώτος ιδιοκτήτης της οικίας. Σήμερα, κρυμμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα μιας περιοχής και μιας εποχής, όταν λίγο πριν από το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας οι εύπορες μεσοαστικές οικογένειες έκτιζαν μεγάλες κατοικίες για μόνιμη εγκατάσταση ή παραθέριση αναμορφώνοντας την έως τότε αγροτική όψη της ανατολικής Θεσσαλονίκης.
Στους χώρους του φυλάσσεται μέρος της βιβλιοθήκης του ΚεΔΑΚ. Το διατηρητέο, μας πληροφορεί ο διευθυντής του ΚεΔΑΚ Ηλίας Π. Περτζινίδης, αποκαταστάθηκε την περίοδο 1996-1997 υπό την επίβλεψη του ΚεΔΑΚ, ωστόσο η «μη συνεχόμενη χρήση του, η περιστασιακή και αποσπασματική συντήρησή του είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθούν φθορές, κάποιες από τις οποίες οφείλονται στην εισερχόμενη υγρασία από τη στέγη». Με μια νέα μελέτη, η οποία εγκρίθηκε από τις υπηρεσίες Νεοτέρων Μνημείων και Αρχιτεκτονικής του δήμου, οι φθορές θα αντιμετωπιστούν άμεσα ώστε να ανοίξει στο κοινό το ερχόμενο καλοκαίρι.
Τι σημαίνει για τη Θεσσαλονίκη και για τα Βαλκάνια η λειτουργία ενός διεθνούς ερευνητικού κέντρου για το Βυζάντιο; «Μια βιβλιοθήκη στον 21ο αιώνα πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας ανοιχτός προσβάσιμος τόπος που δεν θα περιορίζεται στα στενά ακαδημαϊκά πλαίσια», εξηγεί η πρόεδρος του σωματείου «Βυζαντινή Οικουμένη» δρ Φλώρα Καραγιάννη. Εύκολη πρόσβαση στον 21ο αιώνα σημαίνει και ψηφιοποίηση. Την ανέλαβε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΕΒΥΜ) έπειτα από παραχώρηση του υλικού γι’ αυτό τον σκοπό και, όπως διευκρινίζει στην «Κ» η πρόεδρος του ΕΚΕΒΥΜ Ναταλία Πούλου, μέρος του ψηφιοποιημένου αρχείου θα είναι σύντομα διαθέσιμο από τις ιστοσελίδες του ΕΚΕΒΥΜ.
Οι συλλογές της «Βυζαντινής Οικουμένης» αριθμούν πάνω από 50.000 βιβλία και 200.000 φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα που συγκεντρώθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πυρήνα τους αποτέλεσε η δωρεά προς την κ. Φλώρα Καραγιάννη 6.100 βιβλίων και του σπάνιου αρχείου του ομότιμου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πρίνστον, Σλόμπονταν Τσούρτσιτς, και της συζύγου του αρχιτέκτονα, Ευαγγελίας Χατζητρύφωνος, λίγο πριν από τον θάνατό τους. Στην πρώτη δωρεά προστέθηκαν 7.500 βιβλία του επίκουρου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γιώργου Φουστέρη, οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία κι άλλων πανεπιστημιακών, των Νίκου Μουτσόπουλου, Φαίδωνα Μαλιγκούδη, Γιάννας Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Αγγελικής Δεληκάρη, Αιμίλιου Μαυρουδή, Παναγιώτη Σωτηρούδη, Χρυσάνθης Μαυροπούλου-Τσιούμη και της πρόωρα εκλιπούσης Ολγας Λόσεβα.
«Η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ τυχερή. Απέκτησε το αρχείο του Τσούρτσιτς, ενός σπουδαίου επιστήμονα στον τομέα των βυζαντινών σπουδών. Πρόκειται για μια από τις πιο πλούσιες, οργανωμένες και ειδικές βιβλιοθήκες που αφορούν την ιστορία της βυζαντινής και οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Για να δημιουργήσει κανείς σήμερα μια τέτοια βιβλιοθήκη χρειάζεται χρήμα και χρόνο», αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Σρτζαν Πιριβάτριτς, πρόεδρος της Σερβικής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών. «Η σημασία ενός Κέντρου δεν είναι μόνο επιστημονική, αλλά πρωτίστως πολιτισμική και πνευματική, ειδικά σε μια σπουδαία πόλη του Βυζαντίου που επέδρασε στη διαμόρφωση των πολιτιστικών προτύπων στα Βαλκάνια μέσω της δράσης των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου και στους μεταγενέστερους αιώνες. Η Ελλάδα διατήρησε τη βυζαντινή κληρονομιά της. Σε αυτό συνέβαλε και το επιστημονικό έργο του Τσούρτσιτς, μέσω του οποίου χτίστηκε η συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας. Είμαστε πρόθυμοι να τη συνεχίσουμε συνεισφέροντας και μέσω της “Βυζαντινής Οικουμένης”».