Οποιαδήποτε αλλαγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι γνωστό πως επηρεάζει τόσο τις σημερινές, όσο και (πολλές) επόμενες γενιές εργαζομένων και συνταξιούχων. Για τον λόγο αυτό κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού απαιτεί την εκπόνηση αναλογιστικών μελετών σχετικά με το σημερινό κόστος του συστήματος, καθώς και την τάση εξέλιξής του, αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «βιωσιμότητα» του συστήματος.
Η αρμόδια Ελληνική Αναλογιστική Αρχή, σε συνεργασία με υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπόνησε τις κρίσιμες σχετικές μελέτες το 2012 και, πιο πρόσφατα, στις αρχές του 2015 σχετικά με την βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Σας συνιστούμε να τους ρίξετε μία ματιά. Από μία σύγκριση των δύο μελετών αποτυπώνονται οι επιπτώσεις των επίπονων περικοπών στις παροχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που τέθηκαν σε εφαρμογή στα πλαίσια του Β’ Μνημονίου.
Βάσει της εκτίμησης του 2012 (Πίνακας 1), το κόστος καταβολής συντάξεων το 2016 θα έφτανε το 14,6% του ΑΕΠ, δηλαδή, κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα από το αντίστοιχο μέγεθος του 2010 (13,6%). Η αύξηση αυτή, θα εξισορροπούταν κατά την ίδια περίοδο από μία εντελώς ανάλογη αύξηση των εισφορών (από 6,6% σε 7,7% του ΑΕΠ).
Βάσει των εκτιμήσεων του 2015, το κόστος κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ 2013 και 2060 αναμένεται να μειωθεί κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (από 16,2% σε 14,3% του ΑΕΠ) ενώ, το ίδιο διάστημα οι εισφορές προβλέπεται -και πάλι- να αυξηθούν κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ!
Οι εκτιμήσεις για το 2015 τοποθετούν την Ελλάδα στην πρώτη θέση από πλευράς συμμετοχής του κρατικού προϋπολογισμού στις συντάξεις μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης (ως ποσοστό του ΑΕΠ, Διάγραμμα 1). Η πρωτιά αυτή οφείλεται στην εν τω μεταξύ συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 18,5% σε μία τριετία (2010-2013). Παρόλα αυτά, με βάση την αναμενόμενη αποκλιμάκωση του σχετικού κόστους, τα επόμενα 20 χρόνια η Ελλάδα (παρότι θα διατηρήσει υψηλότερη αναλογία σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.) θα βρεθεί σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι μιας σειράς χωρών μελών της ευρωζώνης.
Το ζήτημα, λοιπόν, της βιωσιμότητας του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος είναι εξαιρετικά σχετικό θέμα. Δεν τίθεται πάντως θέμα επικείμενης καταστροφής παρόλο που ορισμένοι επιμέρους συνταξιοδοτικοί χώροι μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας αναλόγως και της πολιτικής βούλησης, διότι πάντοτε μπορεί να μετακινείται η ρευστότητα. Αυτό που τίθεται επί τάπητος είναι η τήρηση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από το Γ’ Μνημόνιο, δηλαδή ο περιορισμός των δαπανών που διατίθενται για την ενίσχυση των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. τον χρόνο. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται ο περιορισμός του συνταξιοδοτικού βάρους του προϋπολογισμού κατά το ποσό αυτό και η μετατόπισή του στους εργαζομένους μέσω αύξησης των εισφορών. Πότε θα προέκυπτε ένα πρόβλημα συντήρησης του συνταξιοδοτικού σε μαζική κλίμακα; Εάν δημιουργούνταν ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, τέτοια ώστε να αδυνατεί το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που του αναλογούν στην κάλυψη των αναγκών του ασφαλιστικού συστήματος. Ας μην ξεχνάμε βεβαίως ότι ακόμα και τότε, τα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό θα μπορούσαν να θίξουν άλλους τομείς και όχι τις συντάξεις, π.χ. δημόσιους μισθούς, αμυντικές δαπάνες, κλπ.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ένα: Δεν έχουν θέση καταστροφολογικές επικλήσεις. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: Πρέπει να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις που έχουμε υπογράψει. Αυτές, όμως, μπορούν να τηρηθούν με βάση αρκετές εναλλακτικές προσεγγίσεις!
Πίνακας 1: Προβλέψεις αναλογιστικών μελετών του 2012 και 2015 για το ύψος δαπανών και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (ποσοστό του ΑΕΠ).
Πηγή: Greek Pension System Fiche, 2012 και 2015.
Διάγραμμα 1: Εκτιμήσεις για τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης έως το 2060 (ως ποσοστό του ΑΕΠ), του 2015 στην Ελλάδα και μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πηγή: OECD, Pensions at a glance, 2015.
Π.Ε. Πετράκης, Καθ. ΕΚΠΑ
Κ. Στρατής (Υποψ. Διδ.)
In Deep Analysis